Τον διακρίνει μια μοναδική αμεσότητα, και άγγιξε αβίαστα το αίσθημα του αναγνωστικού κοινού του, χωρίς τους περιορισμούς που αλλοιώνουν την ελευθερία της έκφρασης.
Υπάρχει μέσα του μια νεανική ωριμότητα, υπάρχει μια επικράτηση της σκέψης και μια ποιότητα. Η σκέψη του και το ταλέντο του ζευγαρώνουν με επιτυχία.
Είναι από τους νέους συγγραφείς που δεν συνδυάζουν τη γραφή με τη μάταιη φιλοδοξία. Η φιλοδοξία του είναι η υγιής επιθυμία να πραγματοποιήσει τους στόχους και τα όνειρά του.
Ο Δημήτρης Σωτάκης είναι ένας νέος άνδρας που αυθόρμητα πράττει αυτό που αισθάνεται, δίχως καμία προκατάληψη, δίχως καμία υστεροβουλία, δίχως καμιά ιδιοτέλεια.
Γράφει για όσα συμβαίνουν στον σύγχρονο άνθρωπο, παρατηρώντας τι γίνεται καθημερινά γύρω του.
Πιστεύει ότι η λογοτεχνία δεν θεραπεύει τίποτε, δεν είναι σε καμία περίπτωση ψυχοθεραπεία, αλλά θέτει συνεχώς νέα ερωτήματα και μας σπρώχνει βαθύτερα στον υπαρξιακό κρατήρα.
Όπως τονίζει χαρακτηριστικά. το βιβλίο διευρύνει τον εαυτό μας, μας κάνει πιο ισχυρούς και μας δανείζει φωνές να εκφραζόμαστε και να υπάρχουμε.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Ο μεγάλος υπηρέτης». Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια γι’ αυτό; Πώς προέκυψε ο τίτλος του, κύριε Σωτάκη;
Ο κεντρικός άξονας της πλοκής περιγράφει τη ζωή ενός εύπορου επιχειρηματία, του οποίου η καθημερινότητα βρίσκεται σε αδιέξοδο. Προκειμένου λοιπόν να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη, έχει την ιδέα να προσλάβει στο σπίτι του έναν οικονόμο. Ξεκινώντας όμως αυτή τη συγκατοίκηση, σταδιακά η ιστορία αρχίζει να κινείται σε περίεργα και σκοτεινά μονοπάτια, που κανείς δεν είχε φανταστεί. Ο τίτλος είναι πράγματι ένα κύριο στοιχείο για μένα. Στην πραγματικότητα δεν μπορώ καν να ξεκινήσω να γράφω, αν δεν προϋπάρχει ο τίτλος. Στην περίπτωση του Μεγάλου Υπηρέτη ήρθε σχεδόν αβίαστα. Δεν ήταν ακριβώς προϊόν σκέψης, αλλά ξαφνικής έμπνευσης.
Στο νέο βιβλίο σας πραγματεύεστε τη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του και «στηλιτεύετε» κατά κάποιο τρόπο την ψευδαίσθηση που δημιουργεί η δύναμη της εξουσίας. Τι σημαίνει εξουσία για εσάς;
Η εξουσία είναι σαφώς μια ψευδαίσθηση. Θα μπορούσε εν δυνάμει να είναι λειτουργική για αυτόν που την κατέχει, αλλά με μαθηματική ακρίβεια πάντα γίνεται κατάχρησή της. Συνεπώς, είναι κάτι μάταιο και συνήθως απάνθρωπο. Στον Μεγάλο Υπηρέτη ασχολούμαι περισσότερο με την εξουσία που ασκείται από άνθρωπο προς άνθρωπο, και με τη μάταιη αγωνία μας να επιβληθούμε σε αυτόν που βρίσκεται απέναντί μας, γεγονός από μόνο του θλιβερό, που όμως αποτελεί μέρος των ανθρώπινων αντανακλαστικών.
Σημαντικό ρόλο σ’ ένα βιβλίο, πέρα από το περιεχόμενο, διαδραματίζει η γλώσσα και γενικά η μορφή, κάτι που δεν συναντά κανείς σε όλους τους συγγραφείς. Είναι αυτό κάτι που σας απασχολεί στα βιβλία σας;
Η γλώσσα είναι ένα ισχυρό όπλο. Χωρίς αυτό, δεν πάμε πουθενά. Η επιλογή του χειρισμού της, το πώς θα τη διαχειριστεί κανείς γράφοντας, είναι μια άλλη ιστορία. Όμως, η γλώσσα καθορίζει τα πάντα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, όλη του την αισθητική, ανεξάρτητα από την πλοκή ή το ύφος του κειμένου. Σαφώς και με απασχολεί πολύ, και μετά από τόσα χρόνια έχω πια βρει τον δικό μου τρόπο να τη χρησιμοποιώ.
Τροφοδοτείτε τα βιβλία σας με τις εμπειρίες της ζωής σας;
Δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Μου είναι αδύνατον να απέχω από τη ζωή μου, αν και συχνά πολύ θα το ήθελα. Τα βιβλία μου είναι η ζωή μου, αλλά όχι μόνο η δική μου, αλλά και η δική σας και όλων μας. Γράφω για όσα συμβαίνουν στον σύγχρονο άνθρωπο, παρατηρώντας τι γίνεται καθημερινά γύρω μου. Το μόνο που έχει μεγάλη απόσταση σε σχέση με τη δική μου ζωή είναι το παράδοξο στοιχείο που πάντα παρεισφρέει στα μυθιστορήματά μου, σε αντίθεση με την πραγματική ζωή, που τις περισσότερες φορές είναι πολύ βαρετή.
Στο βιβλίο σας οι χαρακτήρες ψυχογραφούνται σε βάθος, κι αυτό γίνεται κυρίως μέσα από τις σκέψεις, τα λόγια και τις πράξεις τους. Πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να καταφέρει να παρουσιάσει ρεαλιστικά και πειστικά ήρωες με διαφορετικά βιώματα, διαφορετική ηλικία ή ιδιότητα από τον ίδιο; Ξεκινώντας από ποια ερεθίσματα διαμορφώνετε τα προφίλ των ηρώων σας;
Το προφίλ των ηρώων είναι καταρχάς ψυχολογικό. Κυρίως με ενδιαφέρει ο ψυχισμός τους και σε ποιον λαβύρινθο έχει παγιδευτεί η ζωή τους. Σχεδόν ποτέ δεν περιγράφω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, κι αν το κάνω, το κάνω πολύ λίγο, από κάποια ανάγκη
που ενδεχομένως προκύπτει κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Σαφώς και είναι μια πολύπλοκη διαδικασία να περιγράφω με ακρίβεια διαφορετικές προσωπικότητες, αναλύοντας την κάθε ξεχωριστή ψυχοσύνθεση, όμως αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα, να γεννά ανθρώπους που δεν υπάρχουν και αυτοί να μοιάζουν αληθινοί.
Πόσα στοιχεία του δικού σας χαρακτήρα «δανείσατε» στον «μεγάλο υπηρέτη» καθώς διαμορφώνατε την προσωπικότητά του;
Πολλά, κυρία Δούλη. Είναι σίγουρα το πιο εξομολογητικό μου βιβλίο και είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αληθινή μου ζωή. Ο Μεγάλος Υπηρέτης αντικατοπτρίζει όλους τους προβληματισμούς και τις παρατηρήσεις μου το τελευταίο διάστημα, διαθέτει πολλές παραμέτρους από όσα έχω βιώσει, περισσότερο όμως λειτουργεί συμβολικά, έχοντας ως απώτερο σκοπό να μιλήσει για τον αυτισμό της σύγχρονης κοινωνίας, την ανικανότητα επικοινωνίας και τη μεγάλη μοναξιά.
Με τις αναμνήσεις μας γράφουμε, κύριε Σωτάκη;
Δεν λειτουργώ, πολύ, νοσταλγικά. Οι αναμνήσεις είναι κάτι που δεν έχει περάσει στο γράψιμό μου, αν εξαιρέσουμε τις συναισθηματικές αναμνήσεις υπαρξιακού χαρακτήρα που μπορεί να είναι και πολύ πρόσφατες. Όμως, θα έλεγα ότι οι αναμνήσεις ως μνήμες του
παρελθόντος γενικά δεν έχουν ιδιαίτερη θέση στα βιβλία μου, άλλωστε το παρελθόν μού είναι σχεδόν αδιάφορο, και από την άλλη ποτέ δεν γράφω για την άμεση πραγματικότητα.
Έχετε εκδώσει μέχρι σήμερα έντεκα βιβλία. Τι σας έχει προσφέρει ο κόσμος της γραφής και τι σας έχει στερήσει; Τι θεραπεύουμε γράφοντας; Ή αντιθέτως, τι διακινδυνεύουμε;
Μου έχει προσφέρει ένα ανεκτίμητο δώρο, την επαφή με τους αναγνώστες, σε πολλές χώρες και κουλτούρες. Όταν ταξιδεύω και συναντώ αναγνώστες από διαφορετικά μήκη και πλάτη του κόσμου, το συναίσθημα είναι απερίγραπτο. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι άλλο. Η λογοτεχνία δεν θεραπεύει τίποτε, δεν είναι σε καμία περίπτωση ψυχοθεραπεία, αντιθέτως θέτει συνεχώς νέα ερωτήματα, μας σπρώχνει βαθύτερα στον υπαρξιακό κρατήρα, αλλά κι αυτή η διαδικασία είναι ούτως ή άλλως ευεργετική.
Υπάρχουν συγγραφείς ή βιβλία που σας έχουν επηρεάσει;
Σαφώς, κυρία Δούλη. Αναφέρω ενδεικτικά τον Κορτάσαρ, τον Μπέρνχαρντ, τον Κάφκα, τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Και άλλοι πολλοί βέβαια.
Μπορεί το βιβλίο να λειτουργήσει «θεραπευτικά» σε μια εποχή που το άγχος ξεπερνά τους ανθρώπους;
Η ανάγνωση είναι θεραπεία για τον αναγνώστη, αλλά όχι για τον συγγραφέα. Το βιβλίο διευρύνει τον εαυτό μας, μας κάνει πιο ισχυρούς και μας δανείζει φωνές να εκφραζόμαστε και να υπάρχουμε. Κι αυτό είναι κάτι μοναδικό.
Πώς βλέπετε και βιώνετε τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα; Σας αρέσουν πράγματα, σας ενοχλούν κάποια άλλα;
Απολαμβάνω τη σχέση με τους αναγνώστες και με τους ανθρώπους του βιβλίου, και αυτό είναι το ευχάριστο κομμάτι. Ωστόσο, η έλλειψη στήριξης από την ελληνική πολιτεία είναι κάτι που με ενοχλεί, καθώς οι επίσημοι φορείς δεν υποστηρίζουν την προσπάθεια των συγγραφέων –με ελάχιστες εξαιρέσεις. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν οι συνθήκες είναι δύσκολες. Πάντως, παραμένω αισιόδοξος ότι τα πράγματα ίσως αλλάξουν. Πρέπει να πιστεύουμε στα θαύματα.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973.
Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Η πράσινη πόρτα» (2002), «Η παραφωνία» (2005), «Ο Άνθρωπος Καλαμπόκι» (2007), «Το θαύμα της αναπνοής» (2009), «Ο θάνατος των ανθρώπων» (2012), «Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον» (2014), «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» (2015), «Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο» (2017), «Ο μεγάλος υπηρέτης» (2019).
«Το θαύμα της αναπνοής» κατέκτησε το βραβείο The Athens Prize for Literature και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας, καθώς και για το βραβείο Jean Monnet στη Γαλλία.
Βιβλία του κυκλοφορούν στα γαλλικά, τουρκικά, σερβικά, ολλανδικά, ιταλικά, δανέζικα, αραβικά, κινεζικά κ.ά.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 6 Δεκεμβρίου 2019.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!