Κάποια πράγματα στη ζωή μοιάζουν απλά, στην πραγματικότητα όμως χρειάζεσαι ένα ολόκληρο «οπλοστάσιο» τεχνικής και χρόνια δουλειάς, για να αποτυπώσεις στο χαρτί ιστορίες που συγκινούν και να σκιαγραφήσεις ήρωες που καθηλώνουν τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα.
Η πένα της Χρύσας Λυκούδη είναι αρωγός συναισθημάτων, φυσικότητας και αμεσότητας. Πρόκειται για μια συγγραφέα που διαθέτει μέτρο, ήθος και δίνει στους ήρωές της «ανθρώπινα» χρώματα.
Τα περισσότερα γεγονότα στο μυθιστόρημά της είναι πραγματικά, διανθισμένα με τη φαντασία της. Είναι ιστορίες που της διηγήθηκαν και καταστάσεις που έζησε. Με αυτές τις ιστορίες μεγάλωσε τα παιδιά της, αντί για παραμύθια. Έτσι, οι ήρωές της απέκτησαν οντότητα, συναίσθημα, την κατεύθυναν στη γραφή της κι εκείνη με τη φαντασία της τους «έντυσε» με ένα άρωμα αγάπης και μυστηρίου.
Σ’ αυτή την πρώτη της συγγραφική προσπάθεια μας αφοπλίζει με την αυτοπεποίθηση και την ελκυστικότητά της, κι ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως η φαντασία και η πραγματικότητα περιπλέκονται και δίνουν τη γεύση που ο καθένας επιλέγει για τη ζωή του.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο σας με τίτλο «Τη μέρα που στέρεψε ο Λάδωνας – Η ψυχοκόρη». Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό.
Μέσα από τις αναμνήσεις της φημισμένης γιατρού Αιμιλίας προβάλλονται οι σχέσεις μάνας – κόρης -όταν την έδωσε ψυχοκόρη- και οι σχέσεις ψυχοκόρης – θετών γονέων. Επίσης, περιγράφεται ο παιδικός έρωτας και η πολύπλευρη ζωή της μικρής στο νέο της χωριό. Παράλληλα, προβάλλεται η μικρή κοινωνία του αποκομμένου βουνίσιου χωριού από το 1870 έως το 1967 μέσα από τα πάθη, τον έρωτα, τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης, τη φτώχεια, τη σκληρή δουλειά στην ύπαιθρο, τον ξενιτεμό, τον πατριωτισμό, τον ρόλο της γυναίκας-μάνας, τα ήθη και τα έθιμά τους, τους φόβους τους και τις δεισιδαιμονίες τους.
Ο τίτλος του βιβλίου σας «Τη μέρα που στέρεψε ο Λάδωνας», πως προέκυψε;
Τη μέρα εκείνη -αποφράδα την ονομάζει η Αιμιλία, η ηρωίδα του βιβλίου- κόπηκε ουσιαστικά ο ομφάλιος λώρος που τη συνέδεε μέχρι τα επτά της χρόνια με τη μάνα της. Εκείνη τη μέρα την πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Λυκούρια, και την παρέδωσε στα ξαδέρφια της, την Άννα και τον Λουκά, ως ψυχοκόρη. Επίσης, εκείνη τη μέρα στέρεψε το ποτάμι, ο Λάδωνας, για να σωθεί από τον βέβαιο πνιγμό της. Σε εκείνη την οδύνη και τη φρίκη του πνιγμού της γνώρισε τον Ορφέα, το μυστηριώδες αγόρι, με το οποίο θα ερωτευτούν, και θα αλλάξει με έναν περίεργο τρόπο όλη τη μετέπειτα ζωή της.
Μιλήστε μας για τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου σας. Ποια είναι τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα τους;
Ηρωίδα μου είναι η Αιμιλία, ένα μικρό κορίτσι πάντα χαμογελαστό και αισιόδοξο, πανέξυπνο, θαρραλέο, αξιαγάπητο, με ξεχωριστές και ιδιαίτερες ικανότητες που δημιουργούν γύρω της έναν πέπλο μυστηρίου. Ο Ορφέας είναι το συνεσταλμένο παιδάκι που ερωτεύεται η Αιμιλία, που τον θαυμάζει για την εξυπνάδα του και τις γνώσεις του και που παίζει έναν περίεργο ρόλο στη ζωή της. Η γιαγιά Αναστασία είναι ο «γκουρού» του χωριού, σύμβουλος, προστάτης του και «γιατρός». Είναι προικισμένη με το χάρισμα να «βλέπει» σαν μέσα σε μικροσκόπιο τις αρρώστιες των ασθενών της και να τις θεραπεύει με τα βότανά της. Η Άννα και ο Λουκάς είναι οι θετοί γονείς που λάτρεψαν την Αιμιλία και δημιούργησαν μια ζεστή φωλιά για τη θυμωμένη ψυχή της. Η Πέρσα, μάνα της Αιμιλίας, είναι μια έξυπνη κι εργατική γυναίκα, αλλά φοβισμένη και καταπιεσμένη από τα «πρέπει» της χηρείας, γίνεται φειδωλή στα χάδια της με τα παιδιά της και εξελίσσεται σε μια χειριστική μάνα.
Σε ποια χρονική περίοδο και σε ποια μέρη ταξιδεύετε τους αναγνώστες μέσα από την ιστορία που αφηγείστε;
Η ιστορία ξεκινά στη σύγχρονη εποχή με την Αιμιλία, πετυχημένη πλέον χειρουργός ογκολόγος, να αναπολεί το παρελθόν της από τη μέρα που γεννήθηκε. Θυμάται τη ζωή, το περιβάλλον και την κουλτούρα του καμπίσιου χωριού της μέχρι το 1962 που φεύγει για τη Λυκούρια. Πρώτος σημαντικός σταθμός στη ζωή της με το που πάτησε το πόδι της εκεί, ο Λάδωνας και ο Ορφέας. Οι μεγάλες αγάπες της που θα σώσουν τη ζωή της από μεγάλο κίνδυνο. Μέσα από τις αναμνήσεις της θα ξαναζήσει τις διηγήσεις των γιαγιάδων της για το σόι τους, αλλά και τους συγχωριανούς τους που ξεκινούν από τα μέσα του 19ου αιώνα. Μας ταξιδεύει στο Μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη στο Φενεό, όπου παντρεύεται κρυφά η προγιαγιά της η Πέρσα σε μια εποχή που αυτό εθεωρείτο έγκλημα, στην Αγουλινίτσα που θερίζει η ευλογιά, στο Λεβίδι για την πρώτη δουλειά του παππού της και τον πρώτο του έρωτα, στην Αμερική κοντά στον μετανάστη συγγενή της, στην Ουκρανία και στη Μικρά Ασία την περίοδο την Μικρασιατικής εκστρατείας, όπου μαθαίνει από τη ραγισμένη φωνή του παππού της τους πολέμους που έζησε και την καταστροφή της Σμύρνης.
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσετε τον εαυτό σας ως συγγραφέα σε κάποιον που δεν σας γνωρίζει, τι θα του λέγατε;
Πιστεύω ότι έναν συγγραφέα θα τον κρίνουν και θα τον σχολιάσουν οι αναγνώστες του. Εγώ αισθάνομαι κάτι.. σαν εξερευνητής που καταγράφει μυθοπλαστικά τα γεγονότα και τις συμπεριφορές των ανθρώπων από τη δική του οπτική γωνία.
Κλείνοντας, κυρία Λυκούδη, πείτε μας τι είναι αυτό που σας οδηγεί στη συγγραφή;
Τα περισσότερα γεγονότα στο μυθιστόρημά μου είναι πραγματικά, διανθισμένα με τη φαντασία μου. Είναι ιστορίες που μου διηγήθηκε η γιαγιά μου για τη ζωή των προγόνων μου και γεγονότα που έζησα μικρή στη Λυκούρια που πήγα σχολείο. Με αυτές τις ιστορίες μεγάλωσα τα παιδιά μου αντί για παραμύθια. Με έβαζαν και τους τις έλεγα πάλι και πάλι, και κάποια στιγμή η κόρη μου -μεγάλη πλέον- μού δώρισε ένα laptop και μου είπε «ξεκίνα να γράφεις όλα αυτά που μας διηγιόσουν». Έτσι, οι ήρωές μου απέκτησαν οντότητα, συναίσθημα, με κατεύθυναν στη γραφή μου, κι εγώ με τη φαντασία μου τους «έντυσα» με ένα άρωμα αγάπης και μυστηρίου.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Γεννήθηκε στα Καραμεσηνέικα, χωριό κοντά στην Πάτρα και Δημοτικό Σχολείο πήγε στη Λυκούρια Καλαβρύτων, από όπου κατάγεται η μητέρα της.
Τη Λυκούρια τη θεωρεί ιδιαίτερη πατρίδα της, διότι από εκεί ξεκινούν οι καθαρές μνήμες της και οι πρώτες όμορφες εμπειρίες της. Πέρα από τη φυσική ομορφιά της, την κάνει μοναδική η πηγή του λατρευτού μου ποταμού Λάδωνα!
Τη χρονιά που πήγε, το 1962, το ποτάμι στέρεψε για αρκετές μέρες. Το γεγονός αυτό –που συγκλόνισε τότε τη ζωή όλων τους–, στάθηκε αιτία να διαμορφωθεί το μονοπάτι που ακολούθησε για την ιστορία της. Τη μέρα που στέρεψε ο Λάδωνας. Η Ψυχοκόρη είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 14 Φεβρουαρίου.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!