Η Rachel O’Connor είναι μια γυναίκα ορμητική, θαρραλέα, γεμάτη σχέδια, αλλά κι ένας άνθρωπος με γνώση και γνώμη, και κυρίως με ευγένεια και ξεχωριστή ευαισθησία. Διαθέτει τη μυρωδιά του ταλέντου, και η γραφή της διαπερνά καθετί το σύνηθες, αντανακλώντας έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο να μας ταξιδεύει σε άλλα μέρη, προκαλώντας ταυτόχρονα τη συνείδηση και την κρίση μας.
Με το μυθιστόρημά της «Ψίθυροι της πόλης» όχι απλώς έρχεται για να μας καθηλώσει, αλλά και να μας ανυψώσει, με την αμεσότητα, τη σαφήνεια, την απλότητα, τη γνώση, και πρωτίστως τη βαθιά, αεικίνητη κι απροκατάληπτη ματιά της, την ικανή να διαπεράσει τη μονοτονία της εποχής μας και της κάθε εποχής.
Είναι άξιο θαυμασμού και ιδιαιτέρως συγκινητικό να βλέπεις μία νέα συγγραφέα να ακολουθεί τον επίμοχθο και ωραίο αγώνα της πλαστουργίας ηρώων και να πετυχαίνει από τις πρώτες ακόμη αράδες του βιβλίου της να ακουμπά την καρδιά του αναγνώστη, χωρίς ν’ αναζητά ούτε να εκβιάζει τη συμπάθειά του.
Εξάλλου, το γράψιμο για εκείνη είναι απελευθερωτικό, και όπως μας λέει, της επιτρέπει να ταξιδεύει στον χωροχρόνο και να «μπαίνει» στις καρδιές και στη σκέψη διαφορετικών χαρακτήρων, οπότε είναι ζωτικής σημασίας για την ίδια να βρίσκει χρόνο να γράφει τακτικά και να ολοκληρώνει ό,τι αρχίζει!
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το πρώτο σας μυθιστόρημα, οι «Ψίθυροι της πόλης». Πώς αισθανθήκατε, κ. Ο΄Κόννορ, όταν το είδατε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;
Λόγω της πανδημίας τα σχέδια να ταξιδέψω στην Ελλάδα ακυρώθηκαν. Ευτυχώς, είχα φίλους που μου έστειλαν φωτογραφίες του μυθιστορήματος στα βιβλιοπωλεία. Ένιωσα περήφανη, αλλά και φοβισμένη. Όταν ένα βιβλίο τυπώνεται, είναι σαν να ξεπροβοδίζεις ένα ενήλικο παιδί στον κόσμο… Έχεις κάνει το καλύτερο δυνατό, αλλά τώρα πρέπει να σταθεί στα δικά του πόδια και να αξιολογηθεί.
Το μυθιστόρημα έχει ως περίγραμμα την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Οθωμανικό ζυγό το 1913. Είναι πράγματι μια εποχή συναρπαστική. Πότε αποφασίσατε να τοποθετήσετε εκεί τους ήρωές σας;
Το χρονικό πλαίσιο προέκυψε από αυτό που με ενέπνευσε να γράψω το μυθιστόρημα. Όταν πρωτοήρθα στη Θεσσαλονίκη, ανακάλυψα ότι η Ιρλανδή γιαγιά μου βρέθηκε στην πόλη ως νοσοκόμα κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Αναρωτήθηκα πώς ήταν η ζωή εκεί, και κατά τη διάρκεια της έρευνας ανακάλυψα την ιστορία της πόλης, η οποία επηρέασε την ανάπτυξη της ιστορίας, των χαρακτήρων.
Ήταν δύσκολο «να μπείτε στα παπούτσια» ανθρώπων μιας τόσο μακρινής εποχής;
Επειδή έζησα στην Παλιά Πόλη της Θεσσαλονίκης πολλά χρόνια, ένιωσα συνδεδεμένη γράφοντας για τους τόπους και τους ανθρώπους εκεί πριν από έναν αιώνα. Έκανα πολλή έρευνα φυσικά. Επίσης, η τόσο πλούσια παράδοση παραμένει ορατή στην πόλη, παρά τα όσα καταστράφηκαν, για να μπορούμε ακόμη να φανταστούμε πώς ήταν η ζωή τότε.
Τρεις δυναμικές γυναίκες, ένας μυστηριώδης άνδρας, μια ιστορία που ξετυλίγεται στη πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη, που κατοικείται από Σεφαραδίτες Εβραίους, Έλληνες, Τούρκους, Βούλγαρους. Όλοι οι ήρωες έχουν να δώσουν και να πάρουν ο ένας από τον άλλον. Με ποια από τις τρεις ηρωίδες ταυτιστήκατε περισσότερο και γιατί;
Κάθε μία από τις πρωταγωνίστριες περιέχει λίγο από μένα, αλλά ίσως περισσότερο η Μπρίτζιντ. Έχουμε κοινή πολιτιστική κληρονομιά, (η οικογένεια του πατέρα μου είναι ιρλανδική), μοιραζόμαστε την αγάπη για τη λογοτεχνία, και οι δύο αντιδρούμε με τις συμβάσεις που αποκλείουν τις γυναίκες και δεν τους επιτρέπουν να γίνουν όλα αυτά που είναι ικανές. Τέλος, και οι δύο βρήκαμε στην Ελλάδα την αληθινή αγάπη.
Τι είναι αυτό που ενώνει τις ηρωίδες σας; Ή θα ήταν καλύτερα να ρωτήσω τι είναι αυτό που τις χωρίζει;
Το πλαίσιο, το πολιτισμικό υπόβαθρο και τα θρησκευτικά είναι αυτά που τις ξεχωρίζουν. Αλλά μοιράζονται κοινά σημεία. Όλες αγωνίζονται για την ευκαιρία να εξερευνήσουν τις δυνατότητές τους, και για την ελευθερία να καθορίσουν το μέλλον τους, να επιλέξουν το δικό τους μονοπάτι στη ζωή. Πρέπει να αντισταθούν στις πιέσεις της οικογένειας και της κοινωνίας.
Το ύφος του βιβλίου και η πλοκή αλλάζουν απρόβλεπτα αρκετές φορές, παρασύροντάς μας σ’ ένα ιδιαίτερο αναγνωστικό ταξίδι. Πώς ζήσατε εσείς το συγγραφικό ταξίδι;
Ήξερα από την αρχή ότι οι τρεις γυναίκες θα παίξουν κεντρικούς ρόλους, αλλά δεν ήμουν σίγουρη για το πώς θα αλληλεπιδρούν. Η απόφαση να τους αναθέσω δικές τους απόψεις και κεφάλαια ήταν κρίσιμη για την επιτυχία της ιστορίας, αλλά ήταν δύσκολο εγχείρημα, και στη διαδικασία της ύφανσης των αφηγηματικών νημάτων, αντιμετώπισα πολλές προκλήσεις. Ήταν δύσκολο αλλά απαραίτητο να κόψω αποσπάσματα που αγαπούσα, επειδή δεν λειτουργούσαν με το σύνολο. Ευτυχώς, επειδή συνέθεσα το μυθιστόρημα ολοκληρώνοντας ένα Master of Creative Writing, επωφελήθηκα από την ανατροφοδότηση καθηγητών και συναδέλφων μου.
Το μυθιστόρημά σας προκαλεί ποικίλα συναισθήματα στον αναγνώστη. Ποια ήταν τα δικά σας συναισθήματα, όταν προσεγγίζατε τον ψυχισμό των ηρώων;
Κάποτε σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη ένας συγγραφέας έλεγε: «Γράψτε για αυτό που φοβάστε περισσότερο». Η βία και ο πόλεμος με ταράζουν και έχω πάντα αποφύγει να διαβάσω, να παρακολουθήσω (ή να γράψω) έργα με αυτά τα θέματα. Έτσι, όταν προέκυψε μια ιστορία που ήθελα επειγόντως να γράψω, αλλά αυτή λάμβανε χώρα ακριβώς σε εκείνη την εποχή της βίας και της απώλειας, ήταν δύσκολο. Πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να ζήσουν μέσα από αυτούς τους καιρούς, να βιώσουν τέτοιο φόβο και θλίψη, και να επιβιώσουν; Αυτό που με βοήθησε ήταν η συνειδητοποίηση ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά αλλάζει πολύ λίγο εντέλει.
Γεννηθήκατε στο Κράιστσερτς της Νέας Ζηλανδίας. Σπουδάσατε στο Πανεπιστήμιο του Καντέρμπερι. Ταξιδέψατε στην Ευρώπη. Το μεγαλύτερο διάστημα μείνατε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργαστήκατε ως καθηγήτρια στο Κολέγιο Ανατόλια. Τελικά, η έμπνευση δεν γνωρίζει σύνορα και περιορισμούς. Πόσο χαίρεστε την ελευθερία που δίνει η γραφή;
Το γράψιμο είναι απελευθερωτικό, μου επιτρέπει να ταξιδέψω στον χωροχρόνο, να «μπω» στις καρδιές, στη σκέψη διαφορετικών χαρακτήρων. Και είναι μια ικανότητα που εξασκείται οπουδήποτε. Ωστόσο, η γραφή είναι ευέλικτη. Είναι επομένως ζωτικής σημασίας να βρίσκω χρόνο να γράφω τακτικά και να ολοκληρώνω ό,τι αρχίζω!
Είναι η διαδικασία της συγγραφής διαισθητική διεργασία, εμποτισμένη από τις εμπειρίες τού συγγραφέα;
Λέγεται συχνά ότι η γραφή είναι 10% έμπνευση και 90% σκληρή προσπάθεια. Ενίοτε, πολύ σπάνια, φτάνω σε ένα σημείο γράφοντας οι λέξεις να ρέουν από τα δάχτυλα ελεύθερα όπως το νερό. Είναι μια πνευματική αίσθηση σαν να έχω καταληφθεί από μια μούσα. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει συχνά. Κυρίως η γραφή είναι σκληρή δουλειά, τεχνική και τέχνη. Και δεν υπάρχει τίποτα αβίαστο σε αυτό.
Διαβάζοντας το βιβλίο εισέπραξα ότι απολαύσατε πολύ το συγγραφικό ταξίδι. Είναι η επιλογή του τόπου, του χρόνου ή κάτι άλλο που συνέβαλε σ’ αυτό το όμορφο αποτέλεσμα;
Νοσταλγούσα τρομερά την Ελλάδα μετά την επιστροφή στη Νέα Ζηλανδία. Ένιωσα σαν να είχα αφήσει τον μισό εαυτό μου πίσω. Γράφοντας, μπόρεσα να τιμήσω το ελληνικό παρελθόν και τους ανθρώπους μου, να επανεξετάσω ό,τι έχασα, την πόλη που είχα αφήσει πίσω μου, και να εκπληρώσω επιτέλους τη φιλοδοξία που είχα από παιδί, να γίνω συγγραφέας. Ήταν μια χαρούμενη εμπειρία.
Πώς γεννήθηκε η αγάπη για τη λογοτεχνία;
Μεγάλωσα σε μια ακαδημαϊκή οικογένεια. Διαβάζαμε βιβλία συνεχώς. Είχαμε έναν κανόνα: δεν μπορούσες να φέρεις βιβλία στο τραπέζι! Έτσι, τα βιβλία και τα λόγια έγιναν πιστοί σύντροφοί μου, και φαινόταν φυσική επιλογή να σπουδάσω λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο, και τελικά να τη διδάξω.
Σε μια εποχή που τα δύσκολα περισσεύουν για όλους μας ποια σκέψη σάς εμψυχώνει;
Οι άνθρωποι δείχνουν το καλύτερο και το χειρότερο εαυτό τους στις δύσκολες στιγμές. Καθημερινά κάνουμε επιλογές για το πώς συμπεριφερόμαστε απέναντι στους άλλους, και αυτές οι επιλογές κάνουν τη διαφορά. Ελπίζω να συνεχίσουμε να κάνουμε καλές επιλογές.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Rachel O’Connor γεννήθηκε στο Κράιστσερτς της Νέας Ζηλανδίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Καντέρμπερι. Ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου έζησε πάνω από είκοσι χρόνια. Το μεγαλύτερο διάστημα έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια Αγγλικών στο Κολέγιο Ανατόλια.
Το 2013 επέστρεψε στη Νέα Ζηλανδία με την οικογένειά της. Το «Ψίθυροι της πόλης» είναι το πρώτο μυθιστόρημά της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος».
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Μετέωρα» στις 30 Οκτωβρίου 2020.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!