Aπό την τρυφερή ηλικία των δεκατεσσάρων χρόνων κάνει αυτό που πάντα ήθελε, να γράφει. Τις πρώτες του ιστορίες τις σκαρφίστηκε όταν παιδί ακόμη στην Καβάλα έπαιζε τα καλοκαίρια στις αλάνες και έψαχνε για ήρωες στα σοκάκια της πόλης και στους δρόμους που οδηγούσαν στο κάστρο.
Μεγαλωμένος σ’ ένα περιβάλλον που αγαπούσε τις τέχνες και τα γράμματα και έντονη τη δική του ανάγκη να γράφει, ο Βασίλης Βασιλικός ακολούθησε το νήμα τής γνώσης, που οδηγεί στα μονοπάτια τής συγγραφής.
Στο ανθρώπινο στερέωμα υπάρχουν παρουσίες που δεν μετριούνται με αριθμούς αλλά με τους χτύπους της καρδιάς, κι όταν η ζωή μάς επιφυλάσσει συναντήσεις μαζί τους, εκείνα τα απρόοπτα συμβάντα είναι που της δίνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ένας από τους σημαντικούς ανθρώπους των ελληνικών γραμμάτων, ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, ο λογοτέχνης με την πανελλήνια αναγνώριση, φιλοξενείται σήμερα στις σελίδες της εφημερίδας «Τα Μετέωρα» σε μία περίοδο που «Μετέωροι είμαστε όλοι με την πανδημία».
Ο ίδιος κατευθύνει με ένστικτο και γνώση το προσωπικό του αποτύπωμα, γνωρίζει καλά να κοινωνεί τη βαθύτερη ανάγκη του για Τέχνη και Παιδεία και να τη μετουσιώνει σε σώμα, σε ψυχή, σε πατρίδα. Έχει το χάρισμα του δημιουργού, κατεργάζεται το πάθος, του αρέσει να δουλεύει και διαρκώς να εξελίσσεται. Πατάει σε βάσεις γερές, που ο ίδιος θέτει με την πείρα του και την αποκτημένη γνώση του, και όπως έγραψε σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών: «Είναι η ζωή μας μια στιγμή μες τη στιγμή του κόσμου».
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κύριε Βασιλικέ, είναι τιμή για μένα που μου δίνεται η ευκαιρία να συνομιλήσω μ’ έναν σημαντικό πνευματικό άνθρωπο της πατρίδας μας. Θα ήθελα ν’ αρχίσω την κουβέντα μας δανειζόμενη τα λόγια σας, όπως αποτυπώνονται στην εισαγωγή της αυτοβιογραφίας σας, «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα»: «Αλλά χωρίς αυτή τη δυσκολία δεν θα είχε προκύψει η ανάγκη να διηγηθώ τα παλιά, για να σκοτώσω την ώρα, για να ‘σκεδάσω’ ή να ‘διασκεδάσω’ τον καιρό». Γιατί θέλετε να σκεδάσετε τον καιρό;
Καταρχήν ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση στη στήλη «Πρόσωπα» της εφημερίδας σας. «Μετέωροι» είμαστε όλοι σήμερα με την πανδημία. Αλλά, για να απαντήσω στο πρώτο ερώτημα σας, «σκεδάζω» ως ρήμα δεν φαίνεται να υπάρχει στα λεξικά. Υπάρχει «σκέδαση» «φαινόμενο κατά το οποίο μια φωτεινή αχτίδα μεταβάλλει τη διεύθυνση της κίνησής της», οπότε εγώ φαίνεται ότι το μετέτρεψα σε ρήμα «ποιητική αδεία» σαν λογοπαίγνιο.
Μέχρι σήμερα έχετε εκδώσει εκατόν είκοσι βιβλία! Πόσο δύσκολο είναι τελικά να περπατά κάποιος επί τόσα χρόνια στον δρόμο της γραφής και του βιβλίου;
Ωραία ερώτηση, κυρία Δούλη, που πρώτη φορά μου την κάνουν. Δύσκολο δεν είναι να περπατάς τελικά επί τόσα χρόνια στους δρόμους της γραφής. Το δύσκολο είναι στους δρόμους αυτούς να αποφεύγεις τις λακκούβες, όπου μπορείς να πέσεις. Ο Πάνος Θασίτης, ο Σαλονικιός ποιητής, έγραψε «κάθε δρόμος γεννιέται με το βήμα». Οπότε, συμπέρανα εγώ, νέος τότε, ότι σημασία έχει το πώς περπατάς, δηλαδή το πώς γράφεις.
Πόσο συχνά έρχεται στο νου σας το «Ζ», το βιβλίο που έδωσε το ισχυρό λογοτεχνικό σας στίγμα και σας έκανε ευρύτερα γνωστό;
Το «Ζ» ήταν «ώριμο τέκνο της οργής» (Βάρναλης) και έγινε γνωστό όταν μετά λίγους μήνες από την πρώτη του έκδοση στο «Θεμέλιο», μας «γύψωσε» η χούντα των Συνταγματαρχών. Όμως, αυτό που έκανε παγκοσμίως γνωστό το βιβλίο και μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες ήταν η υπέροχη ταινία του Κώστα Γαβρά.
Υπάρχει κάποιο κείμενο, κάποια φράση, λέξη, που επέδρασε καταλυτικά στη γραφή σας, κάτι που σας συντάραξε αναγνωστικά;
Ναι, υπάρχουν δυο μικρές λέξεις: «No, said K.» (Όχι, είπε ο Κ.) του Φρανς Κάφκα και το «I would prefer not to…» (θα προτιμούσα να μην…) από το διήγημα «Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς» του Χέρμαν Μέλβιλ που το μετέφρασε ο Μένης Κουμανταρέας.
Θέλετε να μας περιγράψετε τη στιγμή που γράψατε και είπατε μέσα σας «Εγώ εδώ είμαι. Αυτό θέλω να κάνω»;
Δεν είμαι του «εγώ». Ανήκω στο «εμείς». Όσο για το «αυτό θέλω να κάνω», ποτέ δεν το σκέφτηκα, διότι από 14 χρόνων αυτό ήδη έκανα.
«Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» είναι το τελευταίο βιβλίο σας, που αποτελεί την αυτοβιογραφία σας στην οριστική της μορφή, όπως σημειώνεται, και κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις «Κέδρος», ένα βιβλίο που έχει αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις. Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο και ποιο είναι το στίγμα του;
Προέκυψε διότι κάποια στιγμή έρχεται στον καθένα μας η ανάγκη να κάνει έναν «απολογισμό» της ζωής του. Γκρόσο-μόντο. Δεν είναι ατόφια «αυτοβιογραφικό» με την έννοια που έχει αυτό το είδος. Υπάρχει κι ένας άλλος πρωταγωνιστής του βιβλίου ο κύριος Μαρούλης.
Η πορεία σας στα ελληνικά γράμματα είναι μακροχρόνια και άκρως δημιουργική: Είστε ο πολυγραφότερος Έλληνας συγγραφέας. Για ποιον γράφετε, κύριε Βασιλικέ;
Το για ποιον ή για ποιους δεν νομίζω πως κανένας συγγραφέας θα μπορούσε να σας απαντήσει. Γράφει διότι αγαπά την ίδια τη γραφή.
Τι «λάφυρα» έχετε πάρει από τη γραφή, αλλά και πόσο σας έχει «κουρσέψει»;
Δεν υπάρχουν «λάφυρα» ούτε «κουρσάροι», κυρία Δούλη. Υπάρχουν χελιδόνια και αετοφωλιές.
Αυτή την εποχή τής περιρρέουσας μελαγχολίας και της κατάθλιψης η λογοτεχνία έχει τελικά κάτι να πει στον κόσμο;
Η μόνη που έχει. Είναι φαρμακείο της ψυχής. Ξέρετε πότε οι Έλληνες διάβαζαν με πάθος; Στη Γερμανική Κατοχή, επί Χούντας, και τώρα στην πανδημία του κορωνοϊού και στον συνακόλουθο εγκλεισμό μας.
Πώς ήταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσατε;
Ένα περιβάλλον που αγαπούσε τις τέχνες και τα γράμματα. Συν μια ιδιοτροπία δικιά μου: «Η αγωνία του τερματοφύλακα μπροστά στο πέναλτι». Δηλαδή, το «μόνο θέαμα χωρίς θέμα». Το ποδόσφαιρο.
Έχετε συναντηθεί και έχετε συναντήσει στη μέχρι σήμερα διαδρομή σας πολλούς ανθρώπους. Ανθρώπους της διπλανής πόρτας αλλά και σημαντικές προσωπικότητες. Τι σας ελκύει σ’ έναν άνθρωπο;
Η ανθρωπιά του.
Είστε ένας πολιτικοποιημένος άνθρωπος. Υπάρχει μια αίσθηση στην κοινωνία ότι το πολιτικό σύστημα έχει αποτύχει ή τουλάχιστον έχει απογοητεύσει οικτρά τους πολίτες. Ποια είναι η γνώμη σας;
Όχι το πολιτικό σύστημα ως σύνολο, αλλά η Επιτελική Κυβέρνηση έχει απογοητεύσει οικτρά τους πολίτες, όπως το λέτε.
Πιστεύετε ότι σήμερα ο Έλληνας παράγει πολιτισμό ή παραμένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα, κύριε Βασιλικέ;
Πόλις. Πολίτης. Πολιτική. Πολιτισμός. Τα τέσσερα καλά της μοίρας μας. Που εμείς τα γεννήσαμε πρώτοι.
Με ποια ταυτότητα οι Έλληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;
Με την ταυτότητα της τρισχιλιετούς τους γλώσσας που πέρασε η μισή στις λατινογενείς.
Ποια είναι η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια σας;
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει και ξανά προς τη δόξα (ή τη λόξα) τραβά.
Τι είναι τελικά η ζωή μας; Μια παγίδα, μια απάτη ή κάτι άλλο, κύριε Βασιλικέ;
Θα κλείσω με ένα τετράστιχο που έγραψα στα 16 μου χρόνια. «Στιγμές. Μες τη στιγμή όλα κυλούν κι είναι στιγμές τα πάντα./ Άκου το φλοίσβο, τους αφρούς – κι η μυρουδιά του δυόσμου- τι λέει τ’ αηδόνι ως κελαηδεί με μια φωνή γιαλάντρα:/ «Είναι η ζωή μας μια στιγμή μες τη στιγμή του κόσμου».
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Βασίλης Βασιλικός γεννήθηκε στην Καβάλα.
Από το 1953 μέχρι σήμερα έχει εκδώσει περί τα εκατόν είκοσι βιβλία (πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο, ποίηση) και είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας πεζογράφος μετά τον Νίκο Καζαντζάκη.
Ανάμεσα στα χίλια βιβλία που πρότεινε στους αναγνώστες της η αγγλική εφημερίδα The Guardian («1.000 novels everyone must read», 21.1.2009) περιλαμβάνονται μόνο δύο ελληνικά: Το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και πολιτεία» του Αλέξη Ζορμπά και το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού.
Είναι παντρεμένος με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου και έχουν μία κόρη, την Ευρυδίκη.
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» .
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ” ΣΤΙΣ 7 ΜΑΪΟΥ 2021
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!