Πιστεύει ότι, όταν οι άνθρωποι καταφέρουν να σταθούν διάφανοι ο ένας απέναντι στον άλλον, οι κοινωνικές προκαταλήψεις, οι κοινωνικές διαφορές ή οι ξένες προς τους ίδιους ιδεοληψίες, απλά κατακρημνίζονται και τότε ανυψώνεται το μεγαλείο της αλήθειας και της καθαρής ψυχής, που όλοι αποζητούμε, παρόλο που συχνά αφηνόμαστε στην προσποίηση.
Ο Γιάννης Φιλιππίδης θεωρεί πως οι διαφορετικοί ήρωες, όπως και οι αληθινοί άνθρωποι, μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά, γεννώντας ακόμη και την ευτυχία, αν σταθούν ειλικρινείς και χωρίς σκιές ο ένας απέναντι στον άλλον.
Τόσο το πνεύμα, όσο και η πένα του απελευθερώνονται κατά τη γραφή και οι χάρτινοι ήρωές του τον εμπνέουν κάθε φορά για τον κοινωνικό περίγυρο, το παρόν, το παρελθόν και τα υπόλοιπα πρόσωπα που αφορούν στην κάθε ιστορία του.
Στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Το σπίτι με τις κλειδαριές» οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μπλέκονται, παλεύουν, στρέφονται γύρω από την εσωτερική τους ελευθερία και μας φέρνουν αντιμέτωπους με αλήθειες που πονάνε. Κι ενώ οι κακουχίες στις ζωές της Κατερίνας και του Παύλου έχουν κατακρημνίσει τα πάντα, η ζωή έχει άλλα σχέδια γι’ αυτούς, και θα τους φέρει κοντά, για να ζήσουν στο ίδιο σπίτι, κι έτσι θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να ξεκλειδώνουν τις κλειδαριές τους, καταφέρνοντας στο τέλος να απελευθερωθούν από τα δεσμά τους.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Το τελευταίο σας μυθιστόρημα με τίτλο «Το σπίτι με τις κλειδαριές» κυκλοφορεί από την «Άνεμος Εκδοτική» και πραγματεύεται την ιστορία δύο τολμηρών εφήβων, που αποφασίζουν να αντισταθούν στα «πρέπει» του περίγυρού τους. Πρόκειται για μια καθηλωτική ιστορία που την υφαίνετε υπέροχα μέσα σε 472 σελίδες. Θέλετε να μας μιλήσετε, κύριε Φιλιππίδη, για το πώς εμπνευστήκατε το θέμα, την πλοκή του, καθώς και για τη σημασία που κρύβει ο τίτλος;
Η αρχική ιδέα ήταν να γράψω την ιστορία ενός κοριτσιού, που θα υπέφερε όσα δε θ’ άξιζαν ούτε στην ψυχή, αλλά ούτε και στην ηλικία της. Με αναφορές και γεγονότα που θα συνέβαιναν τις δεκαετίες ’60-’70 η μυθοπλασία άργησε καιρό, αλλά πλάστηκε μέσα μου διαφορετικά. Στους χάρτινους ήρωες συνήθως εφευρίσκουμε εμείς οι συγγραφείς τον κοινωνικό περίγυρο, το παρόν, το παρελθόν, τα άλλα πρόσωπα που τους αφορούν. Έτσι, γεννήθηκε η Κατερίνα, ένα κορίτσι που χάνει τη μάνα του πάνω στη δύσκολη γέννα της και θεωρείται από την επαρχιακή κοινωνία, στην οποία μεγαλώνει, υπεύθυνη γι’ αυτή την απώλεια. Η μητέρα της χάνεται, αφήνοντας έναν δυστυχισμένο σύζυγο και πατέρα άλλων δύο μεγαλύτερων παιδιών, που πρωτοστατούν για να κάνουν τον βίο αβίωτο στη ζωή της ηρωίδας μας, η οποία θα μεγαλώσει με το παρατσούκλι της «φόνισσας», καθώς κανείς δεν δείχνει να βλέπει τη δική της ορφάνια και δυστυχία.
Σε κάποιο άλλο σπίτι ωστόσο, αυτό με τις κλειδαριές, μεγαλώνει ένα ακόμη δυστυχισμένο αγόρι. Η ψυχική πάθηση, από την οποία πάσχει, κάνει τους γονείς του να τον σταματήσουν από το σχολείο και να συνεχίσουν τις ζωές τους, κρατώντας έναν έφηβο να ψηλαφίζει τα φαντάσματα της ψυχής του σε δωμάτια άδεια από οποιαδήποτε συντροφιά, όπου ελάχιστα έχει να κάνει, όπως να βλέπει τηλεόραση ή να διαβάζει βιβλία, καθώς το σπίτι είναι κλειδωμένο, όταν οι άλλοι λείπουν, τα συρτάρια, οι ντουλάπες επίσης από φόβο, μην κάνει κάποιο κακό τόσο στον ίδιο του τον εαυτό, όσο και στις εκάστοτε οικιακές βοηθούς, που ανά περιόδους εργάζονται στο σπίτι, αλλά δεν στεριώνουν, εξαιτίας του Παύλου, που εκδηλώνει βίαιες ψυχικές συμπεριφορές.
Η ζωή ωστόσο θα φέρει κοντά αυτά τα δύο παιδιά, που θα ζήσουν στο ίδιο σπίτι. Κι αυτό είναι ένα ξεκίνημα για τις ζωές τους, μιας και οι κλειδαριές θα αρχίσουν η μία μετά την άλλη να μην είναι καν αναγκαίες.
Ποιες τοποθεσίες επιλέξατε, για να εκτυλιχθεί το νέο σας μυθιστόρημα, και γιατί διαλέξατε τα συγκεκριμένα μέρη και τις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους;
Τα χρόνια της κρίσης μάς κάνουν τακτικά ν’ αναπολούμε προηγούμενες δεκαετίες, ακόμη και πριν από τη Μεταπολίτευση, εποχές κατά τις οποίες οι άνθρωποι ζούσαν πιο δύσκολα, αλλά η πρόοδος ερχόταν, η ελπίδα μέσα τους έλαμπε σα φανάρι, τους καθοδηγούσε, δεν τους άφηνε να καταπέσουν ψυχικά. Γι’ αυτό, αγαπώ τα μεταπολεμικά χρόνια, επειδή η ελπίδα ήταν ενεργή στις ψυχές των ανθρώπων. Οι τόποι που έχω επιλέξει για όσα συμβαίνουν στο βιβλίο είναι η επαρχιακή Στυλίδα, η οποία δίνει ένα στίγμα οπισθοδρόμησης που καθρεφτίζει κάθε κοινωνική οπισθοδρόμηση σε πανελλαδική εμβέλεια, την Αθήνα και πιο συγκεκριμένα το τρίγωνο Κολωνάκι – Κυψέλη – Παγκράτι, καθώς εκεί λειτουργούσε και εξελισσόταν όλη η δευτεροκλασάτη ζωή των καθεστωτικών ανθρώπων, οι οποίοι ήταν φίλα προσκείμενοι στην επταετία της δικτατορίας και επωφελούνταν απ’ αυτήν, και βέβαια το Λαγονήσι, που θα αποτελέσει τον τελικό προορισμό του ζευγαριού.
Οι ήρωές σας είναι εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικά βιώματα, καταβολές και προκαταλήψεις, κι όμως εσείς καταφέρατε να ξεδιπλώσετε πολλές πτυχές του ψυχισμού τους. Πώς τα καταφέρατε;
Όταν οι άνθρωποι –και δεν αναφέρομαι μονάχα στους ήρωες μιας μυθοπλασίας– καταφέρουν να σταθούν διάφανοι απέναντι ο ένας στον άλλον, οι κοινωνικές προκαταλήψεις, οι κοινωνικές διάφορες ή οι ξένες προς τους ίδιους ιδεοληψίες, απλά κατακρημνίζονται. Τότε, ανυψώνεται το μεγαλείο της αλήθειας και της καθαρής ψυχής, που όλοι υποτίθεται ότι αποζητούμε, μολονότι συχνά αφηνόμαστε στην προσποίηση. Διαφορετικοί ήρωες, όσο και αληθινοί άνθρωποι μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά, γεννώντας ακόμη και την ευτυχία ενίοτε, αν σταθούν ειλικρινείς, αληθινοί και χωρίς σκιές ο ένας απέναντι στον άλλον.
Μπορεί ο έρωτας να ξεπεράσει τις δυσκολίες μιας τόσο σοβαρής εκ γενετής νόσου, όπως ο διπολισμός;
Είναι δύσκολο, κυρία Δούλη, αλλά για μένα ναι, μπορεί. Στην αναζήτησή μου, κατά τη συγγραφή του βιβλίου μου αυτού, συνάντησα φίλες μου που είχαν κάνει σχέσεις με διπολικούς. Ο διπολισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη σωστή φαρμακευτική αγωγή. Το κακό μ’ έναν διπολικό –και η παγίδα του– είναι ότι, όταν νιώσει καλύτερα, σταματά την αγωγή, και την επόμενη μέρα είναι ξανά σε κατάσταση μη ελεγχόμενη. Και πρέπει κάποιος ή κάτι δυνατό να τον πείσει να μην το κάνει.
Ο δικός μου Παύλος, μ’ όλη την αγωγή που λαμβάνει, εξακολουθεί να έχει τα ζητηματάκια του, που όμως αντιμετωπίζονται, μιας και η βαθιά αγάπη του για ένα ταλαιπωρημένο κορίτσι, όπως η Κατερίνα, ξεπερνούν το κλειστό του «θέλω» και το «εγώ» ενός νοσούντα.
Αλλά και η Κατερίνα παλεύει να αντέξει, καθώς έχει περάσει κι η ίδια –με άλλον τρόπο– μια βασανισμένη παιδική ηλικία, κι όταν συναντά τον Παύλο, οι ψυχές τους συντονίζονται και τα πράγματα γίνονται λίγο πιο εφικτά.
Σε ποιον ήρωα έχετε περισσότερη αδυναμία;
Χωρίς αμφιβολία και στην Κατερίνα και στον Παύλο. Τους αγάπησα και τους συμπόνεσα, διότι έχουν περάσει πολλά μέχρι να συναντηθούν, και υπήρξαν φορές που υπέφερα μαζί τους. Ωστόσο, μέσα από τη ροή της συγγραφής, αγάπησα πολύ και τη μάνα του Παύλου, τη Μπεάτα, που φέρει μια αλλιώτικη τρέλα, σχολιάζει τα πάντα με το καυστικό της χιούμορ και η διπροσωπία στον χαρακτήρα της ήταν κάτι που με ιντριγκάρισε πολύ.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Γιάννης Φιλιππίδης είναι συγγραφέας και υπεύθυνος εκδόσεων της «Άνεμος Εκδοτική».
Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή τού Βασίλη Ρίτσου. Εργάστηκε ως ηθοποιός, ως ερευνητής αγοράς και ως γραφίστας. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά κι επώνυμες ιστοσελίδες. Από το 2013 αρθρογραφεί κι είναι αρχισυντάκτης στο www.anemosmagazine.gr.
Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2006 με το μυθιστόρημα «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου», που κυκλοφόρησε από την «Άνεμος Εκδοτική». «Το σπίτι με τις κλειδαριές» είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα και κυκλοφορεί επίσης από την «Άνεμος Εκδοτική».
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 2 Ιουλίου 2021.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!