Γράφει μοναδικά και αληθινά. Η πένα της δίνει ζωή στους ήρωές της χάρη στις μοναδικές συγγραφικές της ικανότητες. Εισχωρεί αβίαστα και φυσικά στον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου και φέρνει τον αναγνώστη μπροστά στον καθρέφτη του.
Η Χριστίνα Χρυσανθοπούλου στο πέρασμα των χρόνων έχει καταφέρει να ακονίσει την υπομονή της, κάτι που, όπως πιστεύει, στη συγγραφή και στη ζωή είναι αναγκαίο. Και όπως πολύ εμπεριστατωμένα τεκμηριώνει, οι τόνοι πέφτουν, καθώς κάποιος μεγαλώνει, κάτι που αποδεικνύεται πολύτιμο και στη γραφή με την έννοια ότι ο λόγος γίνεται πιο λιτός και ουσιαστικός, δεν έχει ανάγκη να επιβληθεί, να καλλωπιστεί, για να εντυπωσιάσει, διότι στέκεται στην ουσία και όχι στα πλουμίδια.
Θεωρεί πως μέσα μας κρύβεται ένα ολόκληρο, παράλληλο σύμπαν, που υποθάλπει μυστικά και παραμορφώσεις αδιανόητες, γι’ αυτό με τους ήρωές της επιχείρησε να σκαλίσει κάτω από την επιφάνειά τους και να περιπλανηθεί στις υπόγειες στοές τους. Αυτό που την ενδιαφέρει όμως και που αναζητά να ανιχνεύσει και να εξερευνήσει είναι ο άνθρωπος στο σημείο της υπέρτατης καμπής του, διότι νομίζει ότι στη φάση της παρακμής είναι, που έχει την ευκαιρία να γίνει ενδοστρεφής, να εφεύρει εκ νέου τον εαυτό του, να ανακαλύψει και να γαντζωθεί από τα πραγματικά σημαντικά εντός τους. Τότε είναι που γίνεται πραγματικά πολύτιμος για εκείνη και τότε ακριβώς είναι που θέλει να τον συναντήσει και να κάνουν παρέα.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» το βιβλίο σας με τίτλο «Χαμένες Πλατείες». Πρόκειται για μια συλλογή επτά διηγημάτων με πρωταγωνιστές καθημερινούς ανθρώπους, που οι ζωές τους τέμνονται στους δρόμους, στις γειτονιές, στα σπίτια και στις πλατείες της πόλης. Ποιο ήταν το ερέθισμα που έπλασε στο μυαλό σας την υπόθεση του τελευταίου σας βιβλίου;
Θα ήθελα να αναφερθώ όχι στο ερέθισμα αλλά περισσότερο στην ανάγκη να αποτυπώσω όλα εκείνα που μου γεννά η παρατήρηση των ανθρώπων. Δεν πρόκειται για ένα συγκεκριμένο ερέθισμα δηλαδή, αλλά για τη συνολική εμπειρία της ζωής, όπως αυτή διαμορφώνεται γύρω μας και απαντάται στους πυρήνες της πόλης, που είναι οι πλατείες. Εκεί, διασταυρώνονται απλοί, καθημερινοί, όπως λέμε, άνθρωποι. Τι υπάρχει όμως κάτω από την επιφάνεια; Τι είδους λεπτομέρειες παρατηρείς, όταν σκύβεις με το μικροσκόπιο πάνω από αυτό που λέμε «φυσιολογική ζωή», και τι θα ανακαλύπταμε, αν μπορούσαμε να δούμε μέσα από τις γρίλιες και τις ρωγμές του καθενός; Μέσα μας κρύβεται ένα ολόκληρο, παράλληλο σύμπαν, που υποθάλπει μυστικά και παραμορφώσεις αδιανόητες. Αυτό λοιπόν επιχείρησα να κάνω με τους ήρωές μου, να σκαλίσω κάτω από την επιφάνειά τους και να περιπλανηθώ στις υπόγειες στοές τους.
Πόνος, θλίψη, αγωνία, νοσταλγία σ’ ένα βιβλίο γεμάτο βιώματα, κρυφές σκέψεις, ανησυχίες. Και όλα αυτά δοσμένα με την ευαισθησία της συγγραφέως και την κριτική ματιά της δημοσιογράφου. Πώς αποφασίσατε να τα δέσετε όλα σ’ ένα βιβλίο, κυρία Χρυσανθοπούλου;
Τα διηγήματα αυτά γράφτηκαν σε διαφορετικές περιόδους με χρονική απόσταση ανάμεσά τους. Όταν τα συνέλεξα, προκειμένου να τα αξιοποιήσω σε μια έκδοση, παρατήρησα ότι συνδέονται, χωρίς καν να το έχω επιδιώξει. Έδεσαν, όπως λέτε, με έναν τρόπο από μόνα τους, χωρίς να έχω η ίδια προαποφασίσει συνειδητά μια κοινή θεματική που θα τα συγκρατούσε ενωμένα. Αυτή προέκυψε ερήμην μου. Μάλλον πρόκειται για βαθύτερες, εμμένουσες, προσωπικές μου ανησυχίες, που διατρέχουν τα γραπτά μου, στα οποία προσδίδουν μια αβίαστη, σχεδόν ακούσια συνάφεια. Πράγματι, δίδεται μια έμφαση στη νοσταλγία και στον πόνο, όπως παρατηρήσατε, κυρία Δούλη. Αυτό που με ενδιαφέρει και που αναζητώ να ανιχνεύσω και να εξερευνήσω είναι ο άνθρωπος στο σημείο της υπέρτατης καμπής του. Με γοητεύουν άνθρωποι του περιθωρίου, ας πούμε, που επιλέγω να τους «συναντήσω» ακριβώς τη στιγμή του παραγκωνισμού τους, την ώρα δηλαδή που με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια τίθενται εκτός δράσης. Τότε είναι που θέλω να τους συναναστραφώ, να τους πάρω από το χέρι και να τους οδηγήσω στην επιφάνεια ως ήρωες των ιστοριών μου. Νομίζω πως η στιγμή της εξαθλίωσης είναι που αποκαλύπτεται το μεγαλείο του ανθρώπου και όχι η στιγμή που ευημερεί με όρους εξωγενών πλεονεκτημάτων (στάτους, οικονομικής ευρωστίας κ.λπ.). Τότε, στη φάση της παρακμής είναι νομίζω που ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία να γίνει ενδοστρεφής, να εφεύρει εκ νέου τον εαυτό του, να ανακαλύψει και να γαντζωθεί από τα πραγματικά σημαντικά εντός τους. Τότε γίνεται πραγματικά πολύτιμος για μένα και τότε ακριβώς είναι που θέλω να τον συναντήσω και να κάνουμε παρέα.
«Χαμένες Πλατείες», ένα βιβλίο ανάμεσα στα τόσα άλλα που διαβάζει ένας αναγνώστης και του «μένει». Τι σημαίνουν αυτές οι δυο λέξεις για σας και πόσο χαίρεστε που το είδατε να φιλοξενείται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;
Χαμένες πλατείες, όπως χαμένες πατρίδες, χαμένες ευκαιρίες, χαμένες ζωές, όχι με την έννοια του οριστικού και του πένθιμου, αλλά με την έννοια της απώλειας που εκ των πραγμάτων συμβαίνει, όταν κάνεις μια επιλογή, αποκλείοντας όλες τις διαθέσιμες άλλες.
Η έκδοση είναι πάντα το ζητούμενο. Ένα βιβλίο ανέκδοτο χωρίς κοινό είναι σαν ανύπαρκτο. Η χαρά μου λοιπόν και αυτή τη φορά είναι μεγάλη, ωστόσο ταυτόχρονα με τον ενθουσιασμό και την ευγνωμοσύνη ενυπάρχει και η αγωνία για την τύχη του βιβλίου σου, όταν φύγει από τα δικά σου χέρια. Το βιβλίο είναι μια προέκτασή σου, επομένως εκτίθεσαι και ο ίδιος σε έναν βαθμό, κάτι που δημιουργεί αναπόφευκτα και μια μικρή αμηχανία.
Αυτό που είναι πολύ εντυπωσιακό στο βιβλίο σας είναι ο τρόπος που μας μεταφέρετε από τη μία ιστορία στην άλλη. Η σκυτάλη, που δίνει το κάθε κεφάλαιο στο επόμενο, το τόσο διαφορετικό σε πρόσωπα σκέψεις και συναισθήματα, γίνεται με αρμονικό τρόπο. Είναι μόνο η εμπειρία που κάνει έναν συγγραφέα να τα καταφέρει με μια τέτοια πρόκληση ή και κάτι ακόμη;
Σας ευχαριστώ πολύ για αυτό που λέτε, κυρία Δούλη. Δεν θα επικαλεστώ την εμπειρία ως κάτι κεκτημένο, διότι πρόκειται για μια συνεχή πορεία χωρίς τελικό προορισμό. Θα πω πως ίσως το πώς δένουν οι ιστορίες είναι περισσότερο το αποτέλεσμα από τη σκληρή μέχρις εσχάτων αναμέτρηση με τη γλώσσα. Η πρόκληση αφορά στη διαχείριση των λέξεων, των νοημάτων, και στο παίδεμα μαζί τους, που όσο πιο πολύ του αφοσιωθείς, τόσο καλύτερο ίσως το αποτέλεσμα. Η σκυταλοδρομία που αναφέρεται έγκειται στο εξής: Στις Χαμένες Πλατείες οι ήρωες είναι άνθρωποι της ίδιας πόλης που διασταυρώνονται και απλά προσπερνά ο ένας τον άλλον ή κάποιες φορές προκύπτουν καθοριστικές μεταξύ τους σχέσεις. Ακριβώς δηλαδή όπως προκύπτει τυχαία και στην ίδια τη ζωή. Θα έλεγα πως πρόκειται για μια αποτύπωση της καθημερινής ζωής, σαν ένα drone να πλανάται πάνω από την πόλη και ο χειριστής να εστιάζει τυχαία και δειγματοληπτικά σε κάποιους από τους κατοίκους της.
Μέσα από τα διηγήματά σας ψυχογραφείτε ανθρώπους. Περιγράφοντας τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ηρώων σας, καταφέρνετε να μας βάλετε στις πιο ενδόμυχες σκέψεις τους. Χαρτογραφώντας τις σκέψεις τους, με ποιον ήρωα ήρθατε πιο κοντά;
Για να τους αποδώσω σωστά, χρειάστηκε να τους εμπεδώσω, να τους κατακτήσω, να τους αποδομήσω και να τους ξαναχτίσω από την από την αρχή, επομένως με όλους συνδέθηκα και μάλιστα βαθιά. Κυριότερα όμως αγάπησα τον σκύλο του ομότιτλου διηγήματος, διότι, παρά τις δυσκολίες του που δεν έχουν τέλος, εκείνος διατηρεί αυτό που στους ανθρώπους που δοκιμάζονται χάνεται πρώτο-πρώτο: την αγνότητα. Τον συμπονώ λοιπόν και τον θαυμάζω, διότι παραμένει πιστός, όχι στα αφεντικά του που τον απογοητεύουν κατ΄εξακολούθηση, αλλά στο όραμά του. Δεν πτοείται από την εγκατάλειψη και συνεχίζει την πορεία του με τον ίδιο ενθουσιασμό, διατηρώντας την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και στη Ζωή.
Είστε επαγγελματίας δημοσιογράφος. Είναι πιο εύκολο για έναν άνθρωπο που γράφει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή, κυρία Χρυσανθοπούλου;
Η δημοσιογραφία με τη λογοτεχνία απέχουν πολύ. Η σύγχρονη δημοσιογραφία γίνεται πια κυρίως από το ίντερνετ, όπου όλα υπακούουν συνήθως στους νόμους της ταχύτητας. Η λογοτεχνία διαχωρίζει τη θέση της. Είναι κάτι διαφορετικό. Απαιτεί χρόνο, σκέψη, προσπάθεια, αφοσίωση. Αξιώνει να σταθείς πάνω από μια φράση χωρίς να κοιτάς το ρολόι, χωρίς βιασύνες και περισπασμούς, να τη χαϊδέψεις, να την ερωτευτείς, να την αμφισβητήσεις, να την ανασυνθέσεις πολλές φορές, αφού πρώτα τη χτίσεις, αλιεύοντας τις σωστές λέξεις, χωρίς νά ’σαι και απόλυτα σίγουρος ότι όντως πρόκειται για τις κατάλληλες και πάει λέγοντας. Είναι μια σκληρή και απείρως γοητευτική αναμέτρηση. Ο συγγραφέας που είναι και δημοσιογράφος, πρέπει να εξασφαλίσει πολύ καλά στεγανά, καθώς ξέρει πως το επάγγελμά του μπορεί να αποδειχτεί και δίκοπο μαχαίρι.
Από το 2011 και το «Ζοή με όμικρον» έως το 2021 και τις «Χαμένες Πλατείες» τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στη ζωή σας και τι στη γραφή, τι έχει χαθεί και τι έχει προστεθεί;
Έχω ακονίσει την υπομονή μου, κάτι που στη συγγραφή, όπως και στη ζωή, είναι αναγκαίο. Οι τόνοι πέφτουν, καθώς κανείς μεγαλώνει, κάτι που επίσης αποδεικνύεται πολύτιμο και στη γραφή με την έννοια ότι ο λόγος γίνεται πιο λιτός και ουσιαστικός, δεν έχει ανάγκη να επιβληθεί, να καλλωπιστεί, για να εντυπωσιάσει. Στέκεται στην ουσία και όχι στα πλουμίδια, όπως και ο άνθρωπος καθώς μεγαλώνει.
Τροφοδοτείτε τα βιβλία σας με τις εμπειρίες της ζωής σας;
Αυτό είναι αναπότρεπτο. Δεν πρόκειται για αυτούσια μεταφορά βιωμάτων βέβαια, μια που τα διηγήματα είναι προϊόντα μυθοπλασίας, όμως θες δεν θες τρυπώνει ο εαυτός σου σε όσα γράφεις, καταρχάς από το νόημα που αποδίδεις στα γεγονότα, την ανάγνωση που κάνεις σε ό,τι αναφέρεις, ακόμη, ή και πρωτίστως, το τι επιλέγεις να πεις και τι να παραλείψεις σε μια ιστορία, όλα είναι αποτέλεσμα προσωπικής διύλισης της πραγματικότητας γύρω σου. Για αυτό δεν γράφουμε άλλωστε, για να κατανοήσουμε τη ζωή, τους άλλους και τελικά τον εαυτό μας καλύτερα;
Μπορείτε να μας εκμυστηρευτείτε μια εμπειρία σας, μέσα από την οποία διαπιστώσατε τη δύναμη της γραφής;
Το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο «Ζοή με όμικρον» αποδείχτηκε το μέσο που αξιοποίησα, χωρίς τότε να το συνειδητοποιώ, για να βγω από μια τελματώδη κατάσταση προσωπική. Όμως, ανέκαθεν η γραφή ήταν για μένα λυτρωτική. Είναι μια πορεία, μια σχέση που πηγαίνει πολύ πίσω στον χρόνο, ίσως από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Μπορεί το βιβλίο να λειτουργήσει «θεραπευτικά» σε μια εποχή που το άγχος ξεπερνά τους ανθρώπους;
Το διάβασμα ενός βιβλίου, και δη το εστιασμένο, σίγουρα μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση του άγχους, όπως και κάθε τι που γίνεται συγκεντρωμένα και με αφοσίωση. Έχει μια μαγεία η καταβύθιση σε ένα βιβλίο, που για μένα ξεπερνά τις αντίστοιχες ανακουφιστικές ιδιότητες του κινηματογράφου ή ενός θεατρικού έργου. Οι λέξεις δεν είναι μόνο συνενωμένα γράμματα, δεν είναι καν μόνο έννοιες. Κουβαλούν ιστορία, εμπειρία, φορτία ανυπολόγιστης αξίας, που αν πρόκειται για ένα καλογραμμένο ανάγνωσμα και ο αναγνώστης αφεθεί με εμπιστοσύνη πάνω τους, μπορεί να πραγματοποιήσει το πιο συναρπαστικό ταξίδι σε μια άλλη πραγματικότητα, αφήνοντας πίσω τον μικρόκοσμο που τον τυραννά. Το ακόμη πιο συγκλονιστικό είναι πως πρόκειται για μια διαδρομή, που όταν ολοκληρωθεί και επιστρέψει κανείς στην καθημερινότητά του, εκείνη δεν θα είναι πια ίδια. Το διάβασμα είναι μια μεταφυσική σχεδόν εμπειρία που σε μεταμορφώνει. Είναι πραγματικά μαγικό αυτό που συμβαίνει.
Τι θεωρείτε στη ζωή ότι είναι δεδικασμένο και τι ελεύθερη επιλογή, κυρία Χρυσανθοπούλου;
Πολλές φορές σκόπιμα ενσταλάζω εκ των υστέρων σε πράγματα που μου συμβαίνουν το στοιχείο του αναπότρεπτου και ραντίζω τα γεγονότα με την ψευδαίσθηση του μοιραίου. Με γοητεύει το χτίσιμο της προσωπικής παραμυθίας που στηρίζεται στην έννοια αυτού που λέμε «ριζικό», ίσως και να με απενοχοποιεί κατά περίπτωση ή και να με ξεκουράζει.
Στην πραγματικότητα όμως πιστεύω πως όλα είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, με την έννοια πως δεν υπάρχει το «γραφτό». Βέβαια, και πάλι η λέξη ελεύθερη είναι αμφιλεγόμενη, όταν αφορά στις επιλογές που κάνει ένας άνθρωπος. Τι θα πει ελεύθερη επιλογή; Πού σταματά η υποχρέωση, η επίπλαστη, φορεμένη επιθυμία και ξεκινά η πραγματική, πηγαία, αυθεντική επιλογή; Το τι επιλέγουμε είναι αυτό που όντως θέλουμε ή αυτό που έχουμε μάθει να θέλουμε, για να μην διαταράξουμε τη βολή του εαυτού που έχουμε χτίσει και που οι άλλοι αναγνωρίζουν σε εμάς; Σε κάθε περίπτωση, οι ήρωές μου έρχονται αντιμέτωποι με δυσάρεστες καταστάσεις και στην κορύφωση της υπαρξιακής τους παρακμής αντιστέκονται σθεναρά σε ό,τι προσπαθεί να τους καταβάλει και μάχονται να βγουν από το τέλμα, αντιμετωπίζοντάς το ως προσωρινό. Πιστεύω πολύ στη δύναμη της θέλησης.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Χριστίνα Χρυσανθοπούλου γεννήθηκε το 1974, ζει στην Αθήνα και είναι δημοσιογράφος.
Σπούδασε Παιδαγωγικά και Δημοσιογραφία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές σε Αθήνα και Λονδίνο με αντικείμενο τη Συγκριτική Εκπαίδευση και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα έντυπα της χώρας ως αρθρογράφος, ενώ την τελευταία διετία εργάζεται στον ηλεκτρονικό τύπο. Διηγήματα της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικό διαγωνισμό και έχουν δημοσιευτεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «(δε)κατά».
Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Ζοή με όμικρον» κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις «Πάπυρος» και το 2021 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της «Χαμένες πλατείες» από τις εκδόσεις Κέδρος.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 16 Ιουλίου 2021.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!