Μετά το τέλος του Λυκείου και με αφορμή την έναρξη των Σπουδών του, αποφάσισε να βάλει στις αποσκευές τα όνειρα του και να ταξιδέψει μακριά από την Καλαμπάκα, την πόλη που μεγάλωσε και απέκτησε τις πρώτες του όμορφες μνήμες.
Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να αγαπά την ιδιαίτερη πατρίδα του και να ενδιαφέρεται γι’ αυτή, καθώς όπως ο ίδιος σημιεώνει, την πόλη μας τη φέρουμε μέσα μας, συνειδητά ή ανεπίγνωστα.
Ο Βασίλης Ευ. Τσιάμης είναι ένας νέος πολλά υποσχόμενος συγγραφέας, που έκανε αίσθηση στο λογοτεχνικό στερέωμα και φυσικά στο αναγνωστικό κοινό από το πρώτο του κιόλας συγγραφικό πόνημα, βάζοντας το δικό του προσωπικό αποτύπωμα.
Πρόκειται για έναν άνθρωπο ήρεμο, με καλούς τρόπους, που επικοινωνεί και συζητά καλοπροαίρετα. Είναι αξιοπρεπής χωρίς να είναι υπερόπτης, σκεπτόμενος χωρίς να είναι σοβαροφανής, αλλά κυρίως οι απόψεις του, τα όνειρα του και οι αξίες του τού δίνουν έναν ανοιχτό ορίζοντα για να εξελιχθεί.
Αξίζει να αφουγκραστείς τις σκέψεις του και τις ιδέες του. Κι αυτό, διότι είναι ένας άνθρωπος με εσωτερικές αρετές, και πνευματικό πλούτο.
Έχει την ικανότητα μέσα από τη συγγραφή να αποκαλύπτει και να αναγνωρίζει με σεβασμό και κατανόηση τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε αναγνώστη. Εξάλλου, γράφει για σημαντικά ιστορικά γεγονότα, ακολουθώντας τον αχαρτογράφητο δρόμο της καρδιάς του και έχοντας για πυξίδα τη λογική του.
Κι όπως ο ίδιος μάς εξομολογείται, δεν επιφυλάσσει για τον εαυτό του μεγάλες προσδοκίες και φιλοδοξίες, παρά μόνο να κατακτήσει ένα επίπεδο ανεκτής γραφής, ένα στοιχειώδες προσωπικό ύφος, διότι σίγουρα έχει σημασία το τι γράφεις, αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει το πώς το γράφεις.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«54 ΗΜΕΡΕΣ. Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης» είναι ο τίτλος του πρώτου σας μυθιστορήματος –και όχι βιβλίου–, που κυκλοφορεί από τον περασμένο Νοέμβριο κάτω από την ομπρέλα των εκδόσεων «Κέδρος». Ταξιδεύοντας μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σας, κύριε Τσιάμη, περπατήσαμε μαζί σας στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης, της πολυαγαπημένης Βασιλεύουσας. Πότε άρχισε για εσάς αυτό το προσωπικό ταξίδι;
Πριν από πολλά χρόνια, όταν σε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, έξω από τη Μονή της Χώρας που λειτουργούσε ως μουσείο και είναι ευρύτερα γνωστό ως Καριγιέ Τζαμί, με τα υπέροχα ψηφιδωτά παγκόσμιου βεληνεκούς, η κυρία που έκοβε τα εισιτήρια αναρωτήθηκε, αν η παρέα μου κι εγώ ήμαστε Έλληνες. «Δικά σας δεν είναι αυτά; Εσείς δεν τα φτιάξατε;» είπε βαριεστημένα. «Αλλά δεν έρχεστε, είστε από τους λίγους επισκέπτες από την Ελλάδα που μας επισκέπτονται κατά καιρούς». Μου έκανε εντύπωση ότι ήταν ακομπλεξάριστη και μιλούσε με ηρεμία. Εκείνη τη στιγμή όμως γεννήθηκαν απορίες κι ερωτήματα. Με μεγάλη προσοχή, διότι εύκολα κανείς διολισθαίνει σε φανατισμούς και ακρότητες, άρχισα να μελετώ την Άλωση, που για μένα είναι θέμα ιερό. Η επίσημη εκδοχή της ιστορίας είχε πολλά κενά, που άφηναν αναπάντητα πολλά ερωτήματα, τα οποία αυτόχρημα έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης. Ξεκίνησα να διαβάζω. Το ένα βιβλίο έφερνε το άλλο και οι απορίες πλήθαιναν. Όταν τα διαβάσματά μου έγιναν πιο συστηματικά, κάποια στιγμή ο όγκος των πληροφοριών ήταν τόσο μεγάλος που έπρεπε με κάποιον τρόπο να ταξινομηθεί, να μπει σε μια σειρά. Να βγουν κάποια συμπεράσματα. Μέσα μου καταλάμβαναν πολύ χώρο. Με κάποιον τρόπο αναζητούσαν διέξοδο έκφρασης. Τότε γεννήθηκε, αμυδρά στην αρχή, η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου.
Αναμφίβολα, η ανασύσταση μιας εποχής είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και εκεί φαίνεται η μαεστρία του κάθε συγγραφέα που θέλει να αναπλάσει το ιστορικό παρελθόν. Σε σας φαίνεται πως η ιστορική μυθιστορία ρέει αβίαστα. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας τους κινδύνους που ενέχει ένα ιστορικό μυθιστόρημα;
Ευχαριστώ κατ’ αρχάς, κυρία Δούλη, για τα καλά σας λόγια, ειδικά για το «ρέει αβίαστα». Μεγάλη μου τιμή. Το μεγαλύτερο και ακανθώδες πρόβλημα και ταυτόχρονα παγίδα με το ιστορικό μυθιστόρημα και γενικότερα με την ενασχόληση με την Ιστορία είναι εξ αρχής ο συγγραφέας να έχει ήδη διαμορφωθείσες πεποιθήσεις και να γράψει ένα βιβλίο για να τις επιβεβαιώσει. Συνήθως τέτοια βιβλία έχουν μεγάλη αποδοχή σε εκείνους που μοιράζονται τις ίδιες πεποιθήσεις με τον συγγραφέα. Διαφωνώ. Κατά τη γνώμη μου πρέπει κανείς να προχωρά όπως μέσα σε βαθιά ομίχλη. Βήμα-βήμα. Με σιγουριά. Προσεκτικά. Διότι σε κάθε επικίνδυνη στροφή κινδυνεύει να ντεραπάρει. Απο κεί και πέρα οφείλει κανείς να λάβει υπόψη τα πάντα. Τις προσωπικές επιθυμίες, τάσεις, αντιπάθειες ή συμπάθειες των προσώπων που ήταν οι πρωταγωνιστές ή έχουν γράψει τις πηγές. Επίσης, να έχει γνώση για την οπτική τού κάθε ιστορικού και τη σχολή, της οποίας εκπρόσωπος είναι ο ιστορικός. Σύγκριση των πηγών και των ερμηνειών και των αφηγημάτων τού κάθε συμβάντος. Ειδικά στην περίπτωση της άλωσης είναι εντυπωσιακή η βιβλιογραφία και αναρίθμητες οι πηγές. Χρειαζόταν μεγάλη προσοχή.
Κτίσατε το μυθιστόρημά σας στον χωροχρόνο μιας περιόδου με σκοτεινούς χαρακτήρες –ραδιούργους, φοβισμένους, ατρόμητους και άπληστους– που τα όνειρά τους συνθλίβονται και η ζωή τους σβήνει στα τείχη της Πόλης, κι όλα αυτά κεντούν ένα ψηφιδωτό του κοσμοϊστορικού γεγονότος της πτώσης της Βασιλεύουσας. Θέλετε να μας εξηγήσετε αυτή την επιλογή σας;
Ήθελε να αποτυπώσω το κλίμα που κυριαρχούσε μέσα στην Κωνσταντινούπολη πριν, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, καθώς και μετά την Άλωση. Θέλησα να ανασυνθέσω την ιστορία της Αλώσεως μέσα από μιαν αυστηρή κριτική ματιά. Οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι έχουν όμως έναν ισχυρό συμβολισμό πίσω τους. Δεν βοηθούν μόνο στη συνοχή της ιστορίας αλλά εκφράζουν και τη γενικότερη παρακμή που μάστιζε τη Βασιλεύουσα. Τη γενική δεισιδαιμονία που τρεφόταν από τις προφητείες. Ήδη, από τον 6ο αιώνα υπήρχαν προφητείες, τότε ήταν όμως αισιόδοξες. Τώρα προφήτευαν το τέλος της Πόλης, το τέλος του κόσμου και της Ιστορίας και μαζί τη Δεύτερη Αποκάλυψη και την έλευση του Αντιχρίστου. Δεισιδαιμονία, μιζέρια, διχόνοια, άφατο θεολογικό μίσος, φτώχεια, κακομοιριά μάστιζαν την Κωνσταντινούπολη, την Πόλη των Πόθων, όταν ο Μεχμέτ ξεκίνησε να την αλώσει. Το πνεύμα και το κλίμα της εποχής το εξυπηρετούν δίπλα στους πρωταγωνιστές ήρωες οι επινοημένοι καθημερινοί χαρακτήρες και αντι-ήρωες του μυθιστορήματος. Άλλωστε, η αυτοκρατορία εκείνη και μαζί και η θέση μας στον κόσμο χάθηκε, επειδή διαβρώθηκε ηθικά από μέσα και επειδή έπαψε να είναι σε θέση να μάχεται βασισμένη στις δικές της δυνάμεις.
Όπως προαναφέρατε, βιβλία με τέτοιο περιεχόμενο απαιτούν έρευνα, προσεκτική καταγραφή γεγονότων και προσώπων. Πόσο δύσκολο ήταν στην προκειμένη περίπτωση; Πόση έρευνα και πόσος χρόνος χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί το βιβλίο σας;
Πολύ δύσκολο, αλλά ευχάριστο. Τα διαβάσματα έδειχναν ατελείωτα και ικανοποιούσαν απορίες κι ερωτήματα. Πολλές φορές μου προκαλούσαν θλίψη. Στενοχώριες. Δυσώδεις καταστάσεις. Άλλωστε, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι ένα θέμα που θα απασχολεί πάντα. Ένα άρθρο, μια μονογραφία, ένα σχόλιο, μιαν ανάλυση, ένα βιβλίο συντηρούσαν πάντα το ενδιαφέρον μου ζεστό. Από το σχολείο ακόμη είχαν μπει οι πρώτες απορίες, τα πρώτα ερωτήματα. Η πρώτη συστηματική ανάγνωση ξεκίνησε το 2007, αλλά δεν βιαζόμουν, δεν ήθελα να γράψω για να γράψω. Το άγχος μου ήταν να καταλάβω τι έγινε. Και νομίζω ότι σε κάποιο ικανοποιητικό βαθμό το πέτυχα. Να σημειώσω εδώ ότι υπήρχαν και κάποιες απόπειρες συγγραφικές που με εξόργισαν με τις ανακρίβειές τους, όπως τουλάχιστον τις θεώρησα. Το βιβλίο «54 ημέρες» είναι και μιαν απάντηση σε αυτές.
Σε όλα τα μεγάλα γεγονότα και τις πολεμικές στιγμές στην ελληνική Ιστορία υπάρχουν και αναφέρονται ήρωες, ξεχωριστές προσωπικότητες που δημιουργούν μύθους και θρύλους γύρω από το όνομά τους. Στην Άλωση δεν γνωρίζουμε σχεδόν κανέναν. Υπήρχαν ηρωικές μορφές από την πλευρά των Ελλήνων, και ποιες ξεχωρίζετε;
Ελάχιστες είναι οι ηρωικές μορφές που διασώθηκαν. Αρχικά, η κορυφαία όλων, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ’ Δραγάσης. Ο μαρτυρικός και μοναχικός βασιλιάς αποτελεί μια τόσο συγκινησιακή και δραματική μορφή, σπάνια στα παγκόσμια χρονικά, που σε συνεπαίρνει. Η επιλογή του να μείνει να πολεμήσει, τη στιγμή που όλοι τον συμβούλευαν να φύγει, αποτελεί μνημείο αυτοθυσίας. Ναι μεν προσπάθησε να επιβάλλει την Ένωση των Εκκλησιών, κάτι που τον δαιμονοποιεί και τον τερατοποιεί, αλλά ο βασιλιάς αποφάσισε σχεδόν μόνος του τι θα έγραφε η ιστορία. Έγραψε «όχι». Ο πιστός του αξιωματικός, Ραγκαβέ, μοναδικό φαινόμενο δύναμης και γενναιότητας. Φτιαγμένος από το παλιό καλό υλικό της Αυτοκρατορίας. Κατάφωρα άδικη η ιστορία μαζί του. Αν δεν τον κατέγραφε ένας Σλάβος από το στρατόπεδο του Μεχμέτ, θα τον είχε φάει το μαύρο σκοτάδι. Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, ξάδελφος του βασιλιά, υπέροχος λόγιος παγκοσμίου φήμης. Ο Ιωάννης Δαλμάτης και κάποιοι ακόμη λίγοι, πολύ λίγοι, δίπλα στους 4.983 που προσφέρθηκαν να πολεμήσουν με τον αυτοκράτορα στα τείχη. Ένας αριθμός αιώνιο αίσχος!
Την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου του 1453 ο μύθος λέει ότι οι Τούρκοι κατάφεραν να μπουν στην Πόλη από την Κερκόπορτα, εσείς όμως στο βιβλίο σας αναφέρετε ότι η Άλωση κρίθηκε στην Πύλη του Ρωμανού και στον θανάσιμο τραυματισμό του Ιουστινιάνη. Θέλετε να μας διαφωτίσετε περαιτέρω για τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή; Τι ισχύει, κύριε Τσιάμη;
Η Κερκόπορτα δεν θα μπορούσε ποτέ να κρίνει την πολιορκία. Αν και ο μύθος της είναι πανίσχυρος, εφόσον παρατηρούμε κατά καιρούς να έλκονται από αυτόν μεγιστάνες, όπως ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, Έλον Μασκ, που σε πρόσφατο ευφυολόγημα που ανάρτησε στο Τουίτερ, «έπαιξε» με την ημερομηνία 1453 και την ξεχασμένη ανοιχτή πύλη. Είναι ένας βολικός μύθος, με την έννοια ότι για δεκαετίες μπορούσαμε να αποδώσουμε ότι την άνοιξαν οι «Οβραίοι» και άλλοι τέτοιοι κακοί. Στα σοβαρά τώρα, δεν έπαιξε κανέναν ρόλο. Ίσως, στην περίπτωση της Κερκόπορτας, να έχει ενδιαφέρον η πρεμούρα που έδειξαν κάποιοι αμυνόμενοι να βιαστούν να φωνάξουν «Εάλω η Πόλις», χωρίς αυτό να είχε συμβεί. Όπως και να έχει, όλα κρίθηκαν στην Πύλη του Ρωμανού και στον θανάσιμο τραυματισμό του Ιουστινιάνη. Εξαρχής άλλωστε εκεί θα κρινόταν η τύχη της Κωνσταντινούπολης.
Κάθε συγγραφική προσπάθεια σε κορυφαία ιστορικά γεγονότα προσθέτει επιπλέον στοιχεία στην επίσημη ιστορία. Πώς θα σκιαγραφούσατε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο; Τι επιπλέον θα μάθουμε για τον τελευταίο Αυτοκράτορα του Βυζαντίου μέσα από την ενδελεχή σας έρευνα;
Ότι χωρίς αυτόν Ελλάδα όπως την ξέρουμε σήμερα δεν θα υπήρχε. Δύσκολα, πολύ δύσκολα, μπορεί η ιστορική μνήμη να ενθυμηθεί μορφή που να συνέβαλε περισσότερο από τον «Μαρμαρωμένο Βασιλιά» στο να υφίσταται σήμερα Ελλάδα, όπως την ξέρουμε. Και το όνομά του δεν το έχουμε δώσει ούτε σε μία φρεγάτα! Τέλος πάντων, δεν είναι δουλειά μου να υποδείξω το οτιδήποτε, αλλά για το μέγεθος του αυτοκράτορα, προκαλεί μιαν κάποια δυσφορία. Ξεκινώντας από την ολοφάνερη επιμονή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να αντισταθεί. Και έκανε την επιλογή του. Την έκανε ολομόναχος! Ουδαμού υπάρχει η παραμικρή μαρτυρία ότι πιέστηκε από οποιονδήποτε να πολεμήσει, αντί να παραδοθεί. Ενώ διασώζεται πλήθος μαρτυριών ότι πιέστηκε –ακόμη και από δικούς του ανθρώπους, με καλές προθέσεις– να φύγει, να ζήσει. Το μέτρο των πάντων λοιπόν στο βιβλίο μου είναι το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και οι πράξεις του. Θέλησα, φιλοδόξησα, αν θέλετε, να τονίσω και να αποτυπώσω την απέραντη μοναξιά τού Αυτοκράτορα, που πρέπει να έζησε με βασανιστικές εσωτερικές συγκρούσεις. Ακολούθησε τον δρόμο του Ιησού Χριστού και του Σωκράτη. Και ήπιε το δηλητήριο μέχρι τέλους. Ανθρώπου μάτι δεν είδε τον θάνατο του Αυτοκράτορα, δεν αναγνωρίστηκε ποτέ το πτώμα του, και οι μαρτυρίες που διασώζονται περί του αντιθέτου εναντιώνονται στη λογική αλλά και μεταξύ τους. Σκεφτείτε: Ο Αυτοκράτορας είχε την –όχι ευτελή– φιλοδοξία να αφήσει μια κληρονομιά. Δεν είχε τίποτε άλλο να αφήσει. Είχε όλο τον χρόνο να σκεφτεί και να πάρει τις αποφάσεις του κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Ήξερε την ιστορία, γνώριζε τι είχε συμβεί από τον εκτουρκισμό και την αφομοίωση στο οθωμανικό δοβλέτι όλης της Μικράς Ασίας, είχε όλα τα ιστορικά δεδομένα μπροστά του. Μην ξεχνάμε ότι της Άλωσης προηγήθηκαν άλλα τετρακόσια χρόνια βαθμιαίας τουρκικής κατακτητικής εξάπλωσης. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ελληνοποιημένη ήδη από αιώνες, ψυχορραγούσε όλους αυτούς τους αιώνες μέσα σε σκληρά μαρτύρια των χριστιανικών λαών που την αποτελούσαν. Το Ισλάμ δεν λειτουργούσε σαν τους «αχρείους» Φράγκους. Το Ισλάμ αφομοίωνε, προσηλύτιζε, απορροφούσε. Τον καιρό της βασιλείας του Παλαιολόγου είχε απομείνει μόνο η Κωνσταντινούπολη και κάποιες λίγες μικρές κτήσεις. Βέβαια, χωρίς την Κωνσταντινούπολη δεν θα μπορούσε να σταθεί ο Μεχμέτ και κατ’ επέκταση η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν ισχύει απόλυτα ότι, αν δεν έπεφτε, τότε θα έπεφτε κάποια χρόνια μετά. Δεν ξέρουμε τι θα γινόταν. Το διακύβευμα ήταν ο Ελληνισμός. Οι Έλληνες θα χλόμιαζαν ως οντότητα, αν σε εκείνη την πιο σημαδιακή φάση της Ιστορίας κάποιοι λίγοι με επικεφαλής τον μαρτυρικό βασιλιά δεν επέλεγαν να πεθάνουν με το σπαθί στο χέρι. Τριάντα εννέα ολόκληρα χρόνια πριν ο Κολόμβος ανακαλύψει την Αμερική, έλαβε χώρα η θυσία του αυτοκράτορα. Η σύγχρονη Ελλάδα υπάρχει προπάντων χάρη σε εκείνον. Τριάντα εννέα ολόκληρα χρόνια πριν ο Κολόμβος ανακαλύψει την Αμερική, επαναλαμβάνω. Χάρη σε αυτό το «όχι» επιβίωσε ο Ελληνισμός.
Αντιμετωπίσατε δυσκολίες κατά τη συγγραφή του βιβλίου και πώς τις ξεπεράσατε;
Η πρώτη ότι όφειλα να είμαι αντικειμενικός και να μην παρασυρθώ από τα όποια συναισθήματα. Εξίσου βασικό, να μην προδώσω τις όποιες πηγές. Στο προκείμενο θέμα της Άλωσης, που για μένα επαναλαμβάνω είναι ιερό, βάση για την έρευνά μου και για τη συγγραφή του βιβλίου ήταν μόνο όσα ιστορικά δεδομένα ουδείς σοβαρός ιστορικός αμφισβήτησε ποτέ. Μα τίποτε άλλο! Βασίστηκα μόνο σε εκείνα που όλοι οι σοβαροί ιστορικοί δέχονται. Δεν ήθελα να ξεπέσω είτε στον λυρισμό είτε σε εθνικιστικές εξάρσεις. Το βασικό μοτίβο του βιβλίου, ένα από τα μοτίβα, αν θέλετε, είναι τα αντιθετικά ζεύγη. Ο Παλαιολόγος και ο Μεχμέτ έπρεπε να αποδοθούν στις σωστές τους διαστάσεις, χωρίς σκοπιμότητες. Και να λεχθούν αλήθειες ή τουλάχιστον να τεθούν ερωτήματα χωρίς ενδοιασμούς. Ανά πάσα στιγμή, στη συγγραφή κάθε βιβλίου, πόσω μάλλον ενός ιστορικού μυθιστορήματος, που διαπραγματεύεται ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, ο κίνδυνος να ντεραπάρεις σε κάθε στροφή είναι μεγάλος.
Το βιβλίο σας πάει πολύ καλά κι έχει κατακτήσει μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού. Τολμώ να πώς ότι μας χαρίσατε ένα υπέροχο ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο προσεγγίζει τα ακριβή γεγονότα, ανατρέπει πολλά απ’ όσα μας δίδαξαν, συγκρούεται και αποκαλύπτει. Ποιος χαρακτηρίζει κατά την άποψή σας ένα μυθιστόρημα ως ιστορικό, ο συγγραφέας ή ο αναγνώστης;
Σας ευχαριστώ θερμά για τα καλά σας λόγια. Όντως, το βιβλίο έχει ανταπόκριση και με χαροποιεί, δεν το κρύβω. Από την άλλη, ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος δεν αναπαριστά μια βιωμένη ιστορική πραγματικότητα, αλλά αναδημιουργεί το συμβεβηκός μέσω των πολιτισμικών κατάλοιπων της Ιστορίας και των παραδοχών της ιστοριογραφίας. Ό,τι πρέπει να επιτύχει ο συγγραφέας είναι να προσπαθήσει να «συν-γράψει» μια δημιουργική μυθοπλασία για άντρες και γυναίκες που έζησαν και αγάπησαν και πέθαναν και στην περίπτωσή μας ΘΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ σ’ έναν κόσμο ολότελα διαφορετικό από το δικό μας. Η διαπλοκή, όμως, του «τότε» με το «σήμερα» δεν αποκαλύπτει μόνο την απόλυτη κυριαρχία ενός χρονικά ευέλικτου αφηγητή, αλλά αναδεικνύει, ταυτόχρονα, και ένα πρόβλημα, η λύση του οποίου δεν μπορεί να δοθεί μόνο από τον αφηγητή, αλλά και από τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης οφείλει να μάθει. Και να αποδεχτεί ή να απορρίψει. Αλλά όχι ελαφρά τη καρδία.
Πώς νιώσατε, όταν γράφατε τις τελευταίες λέξεις στο βιβλίο σας, ολοκληρώνοντας την ιστορία; Λυτρωθήκατε, κύριε Τσιάμη;
Γλυκόπικρη γεύση. Τελείωσε ένα μακρύ ταξίδι. Από μόνο του, άξιζε τα πάντα. Ήταν ωραίο. Και λύτρωση και ανακούφιση αλλά και μαρασμό. Δυσκολεύομαι να διαβάσω πλέον οτιδήποτε για το Βυζάντιο. Ξέρω όμως ότι κάποια στιγμή θα ξαναπιαστώ με τη σημαντικότατη αυτή ιστορική περίοδο, που τόσο έχει υποτιμηθεί και κακολογηθεί. Συχνά και από Έλληνες. Ή μάλλον κυρίως από Έλληνες. Προσωπικά θα ήμουν διατεθειμένος να ανεχθώ κάποιους «εξωραϊσμούς» της ιστορικής αλήθειας στο όνομα της πιο καλής συνύπαρξης των ανθρώπων. Όταν όμως, για να επιτευχθεί αυτό, βλέπω να αδικούνται όσοι έκαναν το καθήκον τους και ειδικά ο τελευταίος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τότε θα ταχθώ με την ιστορική αλήθεια και θα αρνηθώ κάθε «εξωραϊσμό». Αυτή ήταν η λύτρωση. Και η συνειδητοποίηση ότι το να κάνεις το καθήκον σου συχνά δεν επιφέρει κανέναν μα κανέναν έπαινο ή αναγνώριση.
Τι θέλετε να κρατήσει κάποιος τελειώνοντας το βιβλίο σας;
Την αυτοκριτική, κυρία Δούλη. Να σκεφτεί με τη μέσα καρδιά ότι δεν είναι τα πάντα τυχαιότητα ή απότοκα της μετα-νεωτερικότητας. Αν δεν θυσιαζόταν ο Παλαιολόγος, σήμερα θα ήμαστε κάτι άλλο. Έχει γίνει της μόδας και στοιχείο της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας να φορτώνουμε την καταστροφή της Ελληνικής Αυτοκρατορίας όχι σε εκείνους που την έκαναν, δηλαδή στους Τούρκους, αλλά σε εκείνους που δεν την έκαναν, κάποιους «Φράγκους» ή «Λατίνους», που φυσικά δεν αποτελούν ιστορικές πολιτειακές ενότητες αλλά απλώς όσους… διαφωνούσαν μαζί με εμάς. Ο λόγος για την «άλωση» του 1204 σε σύγκριση με την Άλωση του 1453. Σαν «δύναμη» εκείνοι οι σταυροφόροι, το 1204, ήταν ένα σκέτο μηδέν. Κράτησαν την Κωνσταντινούπολη από το 1204 έως το 1261 επειδή δεν βρέθηκε κανένας σοβαρός να τους διώξει! Όλοι ήταν βυθισμένοι στα ιδιοτελή και κακόβουλα παιχνιδάκια τους, έως ότου ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, που είχε βγει για κυνήγι, αποφάσισε να μπει μια καλοκαιρινή μέρα στην Κωνσταντινούπολη. Και την πήρε πίσω εύκολα. Οι Τούρκοι όμως ήταν εντελώς διαφορετική ιστορία. Και το βλέπουμε αυτό διαρκώς.
Ποια είναι η στάση σας ως συγγραφέας απέναντι στην πραγματικότητα και γενικότερα ποια πιστεύετε ότι είναι η σχέση της λογοτεχνίας με την εκάστοτε πραγματικότητα;
Δεν επιφυλάσσω για τον εαυτό μου μεγάλες προσδοκίες και φιλοδοξίες, παρά μόνο να κατακτήσω ένα επίπεδο ανεκτής γραφής. Ένα στοιχειώδες προσωπικό ύφος. Έχει σημασία τι γράφεις ασφαλώς, αλλά μεγαλύτερη έχει το πώς το γράφεις. Εκτός αν είσαι Ντοστογιέφσκι κι επιτυγχάνεις τον ποθητό συγκερασμό. Ή ο Καβάφης. Συμφωνώ με την άποψη ότι οι συγγραφείς δεν μπορούν, ούτε και οφείλουν, να παρέχουν στην κοινωνία μια στατική εικόνα της εποχής, να νουθετούν τον λαό, διακινώντας πολιτικά ή κοινωνικά μανιφέστα, να απαντούν με ένα ναι ή με ένα όχι σε πραγματικά ή φανταστικά διλήμματα, αποδεχόμενοι εμμέσως τη γλώσσα και τη λογική που ορίζει τον δημόσιο διάλογο. Κάθε συγγραφέας, αντιθέτως, μπορεί κι οφείλει να υπηρετεί πρώτα απ’ όλα την τέχνη του –τέχνη κοινωνική, πολιτική και ανθρωπιστική εκ της συστάσεώς της–, προσφέροντας όχι κόσμους διαφυγής από την «πραγματικότητα» μέσα σε ροζ παρφουμαρισμένα συννεφάκια, αλλά εναλλακτικές θεάσεις της ζωής, της κοινωνίας και της Ιστορίας. Τούτο το τελευταίο προσπάθησα να δώσω με το «54 ημέρες».
Κατάγεστε από την Καλαμπάκα, ζείτε όμως και εργάζεστε πολλά χρόνια στην Αθήνα. Τι σημαίνει η Καλαμπάκα για εσάς;
Την πόλη μας τη φέρουμε μέσα μας, συνειδητά ή ανεπίγνωστα. Η οικογένεια μου ζει στην Καλαμπάκα, αγαπημένα πρόσωπα, στενοί δεσμοί αναλλοίωτοι από τον χρόνο. Η Καλαμπάκα είναι μνήμες από τα παιδικά χρόνια. Άλλαξε βέβαια με τα χρόνια πολύ, και το καταλαβαίνει όποιος σαν κι εμένα δεν ζει εκεί. Τώρα προς το καλύτερο ή το χειρότερο, δεν ξέρω να σας πω. Και βέβαια τα Μετέωρα. Το σημαντικότερο φυσικό μνημείο της πατρίδας μας. Επίσης, η μοναστική πολιτεία των Μετεώρων είναι αυτόχρημα σημαντική και πολύτιμη. Μνήμες ως παρακαταθήκη.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Βασίλης Τσιάμης γεννήθηκε το 1971.
Μεγάλωσε στην Καλαμπάκα. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως διορθωτής κειμένων, ενώ είναι και μέλος της ΕΣΗΕΑ.
Οι «54 ημέρες – Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης» είναι το πρώτο του βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 29 Ιουλίου 2022.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!