Για την Κλαίρη Θεοδώρου γραφή σημαίνει ζωή και δημιουργία.
Αγαπά την ιστορία και κατ’ επέκταση την ιστορική έρευνα και είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένη μ’ αυτήν.
Νιώθει ιδιαίτερα χαρούμενη γιατί στο συγκεκριμένο βιβλιο είχε την ευκαιρία να συνδυάσει δυο μεγάλες της αγάπες, την αστυνομική λογοτεχνία και την ιστορική έρευνα.
Η ευαισθησία και η παρατηρητικότητα καθώς και η ειλικρίνεια με την οποία γράφει, καθηλώνει και τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες, κι αυτό γιατί σε κάθε ιστορία της καταθέτει την ψυχή της.
Η Κλαίρη θεοδώρου σήμερα το απόγευμα θα είναι στη Βιβλιοθήκη της πόλης μας και ανυπομονεί να συναντήσει τους αναγνώστες της και όχι μόνο.
Δηλώνει ότι αγαπά πολύ την Καλαμπάκα και θεωρεί πως τα Μετέωρα έχουν μια απίστευτα μυσταγωγική ατμόσφαιρα που δεν τη συναντάς πουθενά αλλού στην Ελλάδα.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Τρεις Ερωτήσεις». Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο, κυρία Θεοδώρου;
Όλη η ιστορία ξεκίνησε να στήνεται στο μυαλό μου με αφετηρία τις τρεις αυτές ερωτήσεις. Ερωτήσεις άτοπες, άκυρες, αστείες θα μπορούσε να πει κανείς, παρόλα αυτά όμως γεννήθηκαν κάποια στιγμή στο μυαλό μου χωρίς ούτε εγώ να καταλάβω το πώς και το γιατί και στη συνέχεια τα πάντα εξελίχθηκαν γύρω από αυτές.
Ένας παράνομος έρωτας, αμαρτίες του παρελθόντος, θάνατος, προδοσία, πόνος, αποκαλύψεις που συγκλονίζουν. Πόσο εύκολο είναι να σταθεί κάποιος όρθιος απέναντι σε τόσο συγκλονιστικές αποκαλύψεις;
Είναι πολύ δύσκολο και θέλει πολλή δουλειά. Πρέπει κανείς να δουλέψει με επιμονή και υπομονή με τον εαυτό του και να βρει το θάρρος να ζητήσει ίσως και επαγγελματική βοήθεια. Μονάχα έτσι όμως μπορεί να σπάσει ο φαύλος κύκλος λαθών, οδύνης και τραυμάτων που στοιχειώνουν τη ζωή μας.
Ο κεντρικός σας ήρωας Μάρκους Κέλερ, είναι ο Επιθεωρητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών στο Βερολίνο, που μαζί με την καινούρια συνάδελφό του, Βανέσα Σουλτς αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν μια σειρά άγριων δολοφονιών. Ποια από τις δυο προσωπικότητες σας δυσκόλεψε περισσότερο, ώστε να μπορέσετε να μας δώσετε με λεπτομέρειες τις πιο ενδόμυχες σκέψεις της;
Και οι δύο αυτοί ήρωες υπήρξαν πολύ απαιτητικοί, καθώς είναι αμφότεροι γεμάτοι αντιφάσεις, ενώ κουβαλούν ένα βαρύ παρελθόν που άλλοτε τους βοηθά και άλλοτε τους εμποδίζει να προχωρήσουν παρακάτω. Όπως κι αν έχει, μου αρέσει πολύ να εμβαθύνω στις μύχιες σκέψεις και στην ψυχολογία όλων των χαρακτήρων στα βιβλία μου και αγαπώ ιδιαίτερα τους αντιήρωες.
Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δολοφονιών είναι εκείνες οι στιγμές που άρχισε να υψώνεται το Τείχος που χώρισε το Βερολίνο στα δυο. Είναι, βέβαια κι ένα δαχτυλίδι μ’ ένα σκοτεινό μυστικό, που χτίζεται μέσα στο τσιμεντένιο Τείχος. Πόσο δύσκολο ήταν να σταχυολογήσετε τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να συνδυάσετε γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία στην ιστορία σας;
Ούτως ή άλλως, οι γραφές μου ως τώρα είχαν να κάνουν με το ιστορικό μυθιστόρημα. Είναι πασιφανές λοιπόν πως αγαπώ την Ιστορία και κατ’ επέκταση την ιστορική έρευνα και είμαι ιδιαίτερα εξοικειωμένη με αυτή. Στο συγκεκριμένο βιβλίο είχα την ευκαιρία να συνδυάσω δύο μεγάλες μου αγάπες, την αστυνομική λογοτεχνία με την ιστορική έρευνα, για μία εποχή μάλιστα που την έχω ζήσει από κοντά -μεγάλωσα στη Γερμανία την εποχή που υπήρχε ακόμα το Τείχος- και που ήθελα πάντα να ενσωματώσω σε κάποιο από τα βιβλία μου. Δεν μπορώ άλλωστε να φανταστώ πιο κατάλληλη noir ατμόσφαιρα από αυτή του Ανατολικού Βερολίνου, σωστά;
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα 419 σελίδων. Σας αγχώνει μήπως εάν η ιστορία χάσει «κάπου» το ενδιαφέρον του αναγνώστη; Πόσο δύσκολο είναι να το διατηρήσετε αμείωτο μέχρι την τελευταία του σελίδα;
Καταρχάς, εμείς οι συγγραφείς δεν συνηθίζουμε να μετράμε ένα βιβλίο με τις σελίδες. Ο αριθμός των σελίδων είναι πάντα σε συνάρτηση με το μέγεθος της γραμματοσειράς που χρησιμοποιεί ο εκάστοτε εκδοτικός. Έτσι βλέπουμε συχνά βιβλία εξακοσίων και εφτακοσίων σελίδων με τεράστια γραμματοσειρά -άρα πολύ μικρά έργα- και το αντίστροφο. Εμείς λοιπόν μετράμε τα βιβλία με λέξεις. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει πόσες λέξεις είναι το βιβλίο μου. Με ενδιαφέρει να πω αυτά που θέλω χωρίς εκπτώσεις, χωρίς όμως παράλληλα να κουράσω τον αναγνώστη με περιττά στοιχεία. Είναι πολύ σημαντικό μια ιστορία να μην κάνει «κοιλιά», ιδίως σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα προκειμένου να καταφέρει κανείς όντως να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος.
Κυρία Θεοδώρου, τα τελευταία χρόνια ασχολείστε αποκλειστικά με τη συγγραφή, τη μετάφραση και την καλλιτεχνική φωτογραφία. Πόσο θεραπευτικό είναι το συναίσθημα της συγγραφής για εσάς;
Είναι η προσωπική μου ψυχοθεραπεία και το συναίσθημα γαλήνης και ολοκλήρωσης που μου προσφέρει μια καλή μέρα συγγραφής δεν το αλλάζω με τίποτα!
Είστε μία γυναίκα συγγραφέας που τολμήσατε να κολυμπήσετε στα βαθιά νερά της αστυνομικής λογοτεχνίας, μιας και το «Τρεις Ερωτήσεις» είναι το δεύτερο ατομικό σας αστυνομικό μυθιστόρημα. Ποιες αρετές θεωρείτε απαραίτητες σε έναν συγγραφέα αστυνομικού μυθιστορήματος;
Νομίζω ότι ένα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων πρέπει αρχικά να διαβάζει και ο ίδιος αστυνομική λογοτεχνία και μάλιστα διαφορετικών ειδών και σχολών. Χρειάζεται φυσικά ζωηρή φαντασία, ευφυΐα και ικανότητα, καθώς κανείς πρέπει να στήνει έτσι την πλοκή του που να δίνει εξαρχής τα απαραίτητα στοιχεία στον αναγνώστη -τόσο όσο κάθε φορά- ώστε στο τέλος εκείνος να αναφωνεί «μα γιατί δεν το είδα εξαρχής αυτό;» Παράλληλα ένας συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών οφείλει να είναι και κάπως εμμονικός: με τη λεπτομέρεια, την έρευνα, τις αστυνομικές και νομικές πολλές φορές διαδικασίες, την ατμόσφαιρα που θα χτίσει μέσα από την ιστορία του. Και φυσικά, όπως και σε κάθε άλλο είδος, ένας καλός συγγραφέας πρέπει να έχει τη δική του «φωνή», ένα είδος ταυτότητας που να χαρακτηρίζει τη γραφή του, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι τα έργα του πρέπει με οποιονδήποτε τρόπο να μοιάζουν μεταξύ τους.
Ποια πιστεύετε ότι είναι η θέση του αστυνομικού μυθιστορήματος στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας;
Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια η αστυνομική λογοτεχνία έχει αποκτήσει και στη χώρα μας φανατικό κοινό και, καθώς όλα δείχνουν, η πορεία της είναι και θα είναι ανοδική.
Πιστεύετε ότι το αστυνομικό είναι το κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής μας;
Πιστεύω ότι δεν υφίσταται αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς κοινωνικές προεκτάσεις.
Έχετε γράψει μέχρι σήμερα εννέα μυθιστορήματα (τα δύο απ’ αυτά σε συνεργασία με την κυρία Μαντά) πώς αισθάνεται μία συγγραφέας όταν κρατά στα χέρια της το νέο της βιβλίο;
Έχω γράψει εννιά μυθιστορήματα που έχουν εκδοθεί στις εκδόσεις Ψυχογιός και άλλα δύο που είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα σε μικρότερο εκδοτικό. Το συναίσθημα είναι πάντα το ίδιο: λαχτάρα, χαρά, συγκίνηση, αγωνία.
Μετά τη συγγραφή κάθε βιβλίου αισθάνεστε μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στο αναγνωστικό σας κοινό;
Αισθάνομαι σίγουρα μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στον εαυτό μου. Η συγκεκριμένη «μάχη» της δημιουργικότητας άλλωστε δίνεται πάντα με τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι λοιπόν προσωπικό το στοίχημα του να γίνεσαι συνέχεια καλύτερος, του να ανεβάζεις κάθε φορά τον πήχη και λιγάκι πιο ψηλά. Μονάχα άλλωστε, όταν είμαστε αληθινοί απέναντι σε μας τους ίδιους, μπορεί το έργο μας να αγγίξει και το αναγνωστικό κοινό.
Έχετε δεχτεί επιρροές από άλλους συγγραφείς, Έλληνες ή ξένους; Τι συνετέλεσε στη διαμόρφωση της δική σας συγγραφικής ταυτότητας;
Οι επιρροές είναι πάμπολλες τόσο από την ξένη όσο και από την εγχώρια λογοτεχνία. Ένας συγγραφέας άλλωστε είναι πρώτα απ’ όλα και ο ίδιος αναγνώστης, στην περίπτωσή μου μάλιστα μανιώδης. Η συγγραφική ταυτότητα έχει να κάνει όμως με πολλά πράγματα. Σαφέστατα με τα ποικίλα αναγνώσματα, επίσης όμως με την ιδιοσυγκρασία, τα βιώματα, την προσωπικότητα, την ικανότητα στον λόγο, το ταλέντο.
Θεωρείτε πώς η σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για έναν συγγραφέα και, ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς η «φυγή» από αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα;
Ένας συγγραφέας είναι κομμάτι της κοινωνίας και παράλληλα συνηθίζει να έχει τις κεραίες του σηκωμένες. Πολύ συχνά λοιπόν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η τρέχουσα καθημερινότητα αποτελούν πηγές έμπνευσης γι’ αυτόν. Από εκεί και έπειτα, για μένα, τα βιβλία αποτελούν πάντα μέσο «φυγής» ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους.
Τη Δευτέρα 29 Μαΐου θα είστε στην Καλαμπάκα και συγκεκριμένα στη Βιβλιοθήκη της πόλης μας, οπότε θα έχετε την ευκαιρία να συνομιλήσετε με το αναγνωστικό κοινό της περιοχής μας. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας τις σκέψεις και τα συναισθήματά σας γι’ αυτή σας την επίσκεψη στην πόλη των Μετεώρων, κυρία Θεοδώρου;
Αγαπώ πολύ την Καλαμπάκα και θεωρώ πως τα Μετέωρα έχουν μια απίστευτα μυσταγωγική ατμόσφαιρα που δεν τη συναντάς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Καθώς μάλιστα η καταγωγή του παππού μου είναι από ένα μικρό χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, έχω μνήμες από τη συγκεκριμένη περιοχή από τότε που ήμουν ακόμα παιδάκι. Θεωρώ λοιπόν πως όποιος δεν έχει ζήσει Πάσχα στην Καλαμπάκα και δεν έχει παρακολουθήσει την περιφορά των ιερών εικόνων και αγίων λειψάνων στο Καστράκι, έχει πραγματικά χάσει κάτι σημαντικό στη ζωή του. Ανυπομονώ λοιπόν να τα πούμε από κοντά και ευχαριστώ από καρδιάς τη Βιβλιοθήκη της πόλης που για άλλη μια φορά μου δίνει αυτή τη δυνατότητα.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η ΚΛΑΙΡΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ γεννήθηκε στην Ελλάδα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Γερμανία. Ζει στην Αθήνα με τον άντρα της και τα σκυλιά τους και λατρεύει τα ταξίδια. Έχει σπουδάσει Γερμανική Φιλολογία και Φωτογραφία κι έχει εργαστεί και στους δύο αυτούς τομείς επί σειρά ετών. Σήμερα ασχολείται με τη συγγραφή, τη μετάφραση και την καλλιτεχνική φωτογραφία. Είναι μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ είναι το δεύτερο ατομικό αστυνομικό της μυθιστόρημα, προϊόν του πάθους της για μυστηριώδεις ιστορίες, παιχνίδια του μυαλού και ανεξιχνίαστες υποθέσεις. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της Η ΑΠΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ, Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕΣ, ΑΛΙΚΕΣ ΣΙΩΠΕΣ, ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ, ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ και, σε συνεργασία με τη Λένα Μαντά, τα πρώτα δύο βιβλία της σειράς ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!