Μια βαθιά εσωτερική ανάγκη υπαγορεύει την κλίση της για την συγγραφή. Είναι η προσωπική της αλήθεια. Η πένα της δεν διαθέτει μόνο ταλέντο στη γραφή έχει και συνειδητή χαρά, δημιουργικότητα, λογική και πάθος. Το βιβλίο της «Με λυμένο χειρόφρενο» χρειάζεται ηθική δύναμη για να γραφτεί. Χρειάζεται συγγραφέα με κουράγιο και ψυχικές αντοχές.
Η Μάρτυ Λάμπρου είναι ακριβώς αυτό, ένα πηγάδι γεμάτο μυστικά παρήγορα και αθώα. Η συγγραφή ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία της και συνεχίζει να γράφει και να δημοσιεύει διηγήματα που αφορούν βιώματα και συμβάντα δικά της και των άλλων σε πείσμα του χρόνου που τρέχει, γιατί της αρέσει να ψάχνει να βρει και να γνωρίσει την αλήθεια τους.
Για εκείνη ο κίνδυνος μπορεί να είναι καμιά φορά ο φωτεινός σηματοδότης που αναβοσβήνει και μας αποτρέπει από τις παρακαμπτήριες και τα αδιέξοδα. Οι εθνικές οδοί που διέσχισε για χρόνια ως συνοδηγός στην νταλίκα του πατέρα της τής άνοιξαν τον ορίζοντα και χρωμάτισαν την ηθική της υπόσταση. Ενώ λειτουργεί αναλυτικά μόνο όταν επιστρέφει στις εμπειρίες της για να γνωρίσει την αλήθεια τους.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κυρία Λάμπρου πείτε μας, ένας συγγραφέας γράφει για να εκφράσει τον ίδιο ή το ευρύτερο κοινό;
Γράφω για να ικανοποιήσω τη δική μου περιέργεια και ανάγκη να εκφραστώ. Όταν φοιτούσα στο Δημοτικό Σχολείο, θυμάμαι, άλλαζα το θέμα της έκθεσης και έγραφα τις δικές μου ιστορίες. «Βίωμα, τέχνη, τεχνική», είχε ιεραρχήσει ο συνθέτης Μάνος Χατζηδάκης. Ανακαλώ από τη μνήμη μου τα βιώματά μου αλλά και των άλλων ανθρώπων γνωστών μου κι αγνώστων και τα μετασχηματίζω με τη δημιουργική φαντασία αφαιρώντας και προσθέτοντας. Όπως λένε οι Γάλλοι: «Όλα συνδέονται μεταξύ τους». Η πραγματικότητα δεν είναι βιβλίο γίνεται βιβλίο, συνδέοντας πράγματα και καταστάσεις από τις ζωές των ανθρώπων που για κάποιο λόγο μένουν ελλιπή. Χρειάζεται όμως βουτιά στην πραγματικότητα, ελευθέρας ή έστω με αναπνευστήρα. Χρειάζεται να ψάχνω σε μέρη που δε συνηθίζεται να ψάχνουν. Διότι τα πράγματα κρύβονται και δεν επιπλέουν στην επιφάνεια με ροζ αποχρώσεις.
Η λογική σκέψη και η γραμματική απαιτούνται για την ταξινόμηση και την ένταξη των δεδομένων της εμπειρίας σε ενότητες, με σαφήνεια ώστε να υπάρχει συνάφεια προς τους αναγνώστες. Να καταλαβαίνουν, να επικοινωνούν και να τους εγείρονται ιδιαίτερα συναισθήματα.
«Το διαβασμένο γράψιμο», όπως είχε πει ο αείμνηστος Κωστής Παπαγιώργης, με το στομφώδες και ακατάληπτο ύφος, τη ρητορική και τις εξυπνάδες, το μόνο που καταφέρνει είναι να εισάγει μεγαλύτερο κενό και ασυνέχειες μεταξύ του ειδικού και του ευρύτερου κοινού. Η παράθεση γνώσεων και τεχνικών εξογκώνουν το εγώ ενός συγγραφέα και το ήθος του κινδυνεύει να περιπέσει είτε στην αλαζονεία είτε στην αίσθηση της αυθεντίας για τον εαυτό του.
Χωρίς αίσθημα ανταλλαγής και αγάπης προς τους άλλους και τα πράγματα, χωρίς ηθική απόχρωση, δεν ενισχύεται στο εσωτερικό του συγγραφέα εκ νέου η έξη της δημιουργικότητας και της ευαισθησίας. Προσωπικά είμαι «με λυμένο το χειρόφρενο», που στην αργκό των νταλικέρηδων σημαίνει να είσαι πάντα έτοιμος.
Ποιο ήταν το ορόσημο που σας έστρεψε στη συγγραφή μυθιστορημάτων;
Ορόσημο ως ο καθορισμός της περιοχής της τέχνης που κινούμαι δεν έχω ευδιάκριτο. Ένας μεγάλος Κουβανός μουσικός, του οποίου δυστυχώς δε θυμάμαι το όνομα, όταν τον είχε ρωτήσει ένας μαθητής του πως θα κάνει το αριστούργημα, τον ρώτησε: «Βλέπεις εκείνο το φως στο βάθος;» «Όχι», απάντησε ο μαθητής. Και ο δάσκαλος συνέχισε: «Εκείνο το φως είναι το αριστούργημα και αν μπορέσεις θα το φτάσεις, πρέπει όμως πρώτα να το δεις».
Έγραψα τη νουβέλα: «Το κόκκινο κουτί», Λεωνίδας Χρηστάκης, 1997, τη συλλογή διηγημάτων: «Κόπιτσες», Οσελότος 2010 και πρόσφατα εκδόθηκε το μυθιστόρημά μου: «Με λυμένο χειρόφρενο», Κέδρος, 2014. Συνεχίζω να γράφω και να δημοσιεύω διηγήματα που αφορούν βιώματα και συμβάντα δικά μου και των άλλων ανθρώπων. Σε πείσμα του χρόνου που τρέχει, με το λόγο, ψάχνω να βρω και να γνωρίσω την αλήθεια τους. Ζω στην περιοχή του Ζωγράφου, δίπλα στο Λαϊκό νοσοκομείο, όπου κάθε μέρα πρόσωπα και καταστάσεις ζητούν τον μετασχηματιστή τους, ζητούν να μετουσιωθούν, να αντέξουν την αβάσταχτη βαρύτητα του είναι, παραφράζω τον τίτλο του μυθιστορήματος του Μ. Κούντερα. Όταν σπρώχνουν και ζητούν μεγαλύτερη έκταση τότε επιμένω και περιμένω. Επιστρέφω πιο αναλυτικά στην εμπειρία μου, σε πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις, σε βάθος τεσσάρων δεκαετιών που έχουν ήδη μεταβληθεί και όποια μεταβλητή την επινοώ. Χαρμάνι με τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου και της νονάς μου για θρύλους, δημοτικό τραγούδι, προγόνους, παλιούς θανάτους και παράξενα, μαγικά πράγματα. Και μια χαραμάδα να ανοίγει προς το υποσυνείδητο που αρχίζω να νιώθω πως είναι δομημένο και έχει τη δική του γλώσσα. Σε ότι αφορά το χώρο κινούμαι μεταξύ της Λιβαδειάς όπου γεννήθηκα και έζησα ως τα δεκαοχτώ μου χρόνια και της Αθήνας. Οι εθνικές οδοί που διέσχισα για χρόνια ως συνοδηγός στην νταλίκα του πατέρα μου μού άνοιξαν τον ορίζοντα και χρωμάτισαν την ηθική μου υπόσταση.
Το τελευταίο βιβλίο σας «Με λυμένο χειρόφρενο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Κέδρος» είναι ένα ταξίδι επιστροφής στο παρελθόν, στον χρόνο και τον τόπο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού αλλά κι ένα ταξίδι ενηλικίωσης μέσα από τις εθνικές οδούς.
Η αφηγήτρια, η Σωτηρία, η οποία θέλει από δική μου ειρωνική διάθεση το διευκρινίζω, να τη φωνάζουν Σώτη, από το 1981 ως το τέλος της δεκαετίας δεν ενηλικιώνεται μόνο μέσα από τις εθνικές οδούς αλλά και μέσα από τα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα. Ο παππούς της είναι Εαμίτης εκτελεσμένος από Ιταλικό απόσπασμα το 1942. Ο πατέρας της θα ψηφίσει το ΠΑΣΟΚ της ανάπτυξης, η μητέρα της ένα από τα τραγικά πρόσωπα των έκτροπων από τους Γερμανούς στο μαρτυρικό Δίστομο. Η γιαγιά αντάρτισσα αλλά και δεισιδαίμων. Η Σώτη καλείται από την εποχή της να κάνει την ιστορική και ψυχολογική υπέρβαση της μνήμης του διχασμού, να ξεπεράσει το τραύμα μετέχοντας στον καταναλωτισμό και την ψευδαίσθηση της ευμάρειας. Ταξιδεύοντας όμως με την νταλίκα μυείται στην σκληρότητα της ζωής παρακάμπτοντας τις ψευδαισθήσεις του: Εμείς να περνάμε καλά, με δάνεια καταναλωτικά, τουρισμό, συνεχή διασκέδαση και παρασιτισμό σε θέσεις του Δημοσίου. Αποκτά αίσθηση της ταυτότητάς της και υπομονή απέναντι σε μια κοινωνία που έφτασαν όλα να έχουν την ένδειξη του κατεπείγοντος.
Το δικό σας αγαπημένο «ταξίδι» ποιο είναι;
Το αγαπημένο μου ταξίδι είναι εκείνο που δεν πραγματοποιήθηκε. Ήθελα να είχα ταξιδέψει με τον γιο μου και τον πατέρα μου στην νταλίκα. Δυστυχώς ο πατέρας μου αναγκάστηκε να αποσυρθεί από το επάγγελμα βίαια και λόγω της ανάπτυξης κι αφού πλήρωσε πενταπλάσια το δάνειο που είχε πάρει. Ήθελα να είχα βγει με τον γιο μου στις εθνικές οδούς, να ξενυχτήσουμε, να αλλάξουμε λάστιχο, να ξεφορτώσουμε στις βιομηχανικές ζώνες, να διαβάσουμε στα παρμπρίζ ιστορίες, να τρίψουμε στις λαμαρίνες το μόχθο, να μυρίσουμε αρμύρα και μαζούτ και χυμένα λάδια στην άσφαλτο. Να είχε δει και να είχε μάθει ότι το απροσδόκητο είναι ωραίο μόνο όταν χρωματίζεται ηθικά.
Το βιβλίο σας ξεκινάει με την φράση του Φρίντριχ Νίτσε : «Ο άνθρωπος χρειάζεται παιχνίδι και κίνδυνο». Θέλετε να μας το αναλύσετε;
Είναι πλήρες το δίλλημα, για μένα, που είχε θέσει ο Φ. Νίτσε. Θαρρώ πως, όπως όλα τα ανθρώπινα ζητήματα, επιδέχεται συνεχώς ερμηνείες. Προσωπικά επέλεξα το παιχνίδι και κίνδυνο χωρίς να μπω καν στο δίλλημα. Χωρίς όμως και να απαξιώνω το δουλειά και ασφάλεια. Παιχνίδι εννοώ τη συνεχή παρατήρηση στα πράγματα και τις καταστάσεις που πάντα μεταβάλλονται , που πάντα προκύπτουν άλλα καινούργια καλά ή κακά. Παιχνίδι επίσης στις σχέσεις μεταξύ μας έτσι όπως κάναμε ως παιδιά, άδολα και συναισθηματικά με το ένστικτο της δικαιοσύνης. Σε ότι αφορά τον κίνδυνο θα έλεγα να αποφεύγουμε να κινούμαστε σε μονόδρομους στη ζωή, γιατί όπως είχε πει ο Γ. Σεφέρης «Πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη». Ο κίνδυνος επίσης είναι καμιά φορά ο φωτεινός σηματοδότης που αναβοσβήνει και μας αποτρέπει από τις παρακαμπτήριες και τα αδιέξοδα.
Η ηρωίδα σας η Σώτη ήθελε να φύγει, να δει τι υπάρχει και πέρα από τα στενά όρια της γειτονιάς της γι’ αυτό ακολουθούσε τον πατέρα της στα ταξίδια του με την νταλίκα. Εσείς πως αποδράτε από αυτά που σας πληγώνουν κυρία Λάμπρου;
Δοκίμασα, όταν ήμουν νεότερη, και τις έτοιμες φαστ φουντ αποδράσεις, διασκεδάσεις κ.τ.λ. Μεγαλώνοντας άφησα τις over ταχύτητες, δεν τελικιάζω, αλλά ούτε είμαι στο ρελαντί.
Απόδραση για μένα είναι η νύστα ύστερα από μια ολονύχτια συζήτηση με βλέμματα και σιωπές με έναν παλιό φίλο/η. Με τη θερμοκρασία της, όχι στο κρύο facebook. Ένας περίπατος με το γιο μου, τον Δημήτρη, άσκοπος, στο κέντρο της Αθήνας εκεί που δεν πάνε οι άλλοι. Η ποίηση που «σε καταβρέχει στο πρόσωπο», όπως είχε πει ο αμερικανός ποιητής W. C. Williams.
Απόδραση θα ήταν να μου συμβεί στην Αθήνα αυτό που είχα ζήσει στη γειτονιά μου στη Λιβαδειά. Να ανταλλάξω ένα πιάτο φαγητό με μια γειτόνισσα σκεπασμένο με πεντακάθαρη βαμβακερή πετσέτα. Η κρίση είναι διανοητική ενέργεια και συναίσθημα και όχι άσχημη οικονομική κατάσταση. Απόδραση είναι και κάποιες συναντήσεις που καταλήγουν σε φιλία.
Η συγγραφή για σας λειτουργεί ψυχαναλυτικά;
Αναλυτικά λειτουργώ όταν επιστρέφω στις εμπειρίες μου για να γνωρίσω την αλήθεια τους. Σε ό,τι αφορά στα ανθρώπινα ζητήματα, αυτού του ανεξερεύνητου που λέμε ψυχή, έχω συνεχώς τον καθρέφτη μου μπροστά και άλλους δύο δεξιά κι αριστερά μου.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Μάρτυ Λάμπρου γεννήθηκε στη Λιβαδειά και ζει στην Αθήνα.
Σπούδασε παιδαγωγική, μουσικοκινητική και κουκλοθέατρο στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ. Το μυθιστόρημα Με λυμένο χειρόφρενο είναι το τρίτο βιβλίο της. Έχει εκδώσει τη νουβέλα Το κόκκινο κουτί (Λ. Χρηστάκης, 1997) και τη συλλογή διηγημάτων Κόπιτσες (Οσελότος, 2010, Βραχεία λίστα του περιοδικού Διαβάζω, 2010). Πεζά της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα και Πλανόδιον. Μέχρι το 2008 διατήρησε το βιβλιοπωλείο Κουρδιστό πορτοκάλι στον Βύρωνα.
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Μετέωρα» στις 4/7/2014.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!