Συνειδητοποίησε πόση μεγάλη δύναμη κρύβει μια αγκαλιά την εποχή του κορονοϊού, όταν η αγκαλιά απαγορευόταν, όταν την στερήθηκε και ένιωσε το κενό. Γι’ αυτό, έγραψε την «Αγκαλιά», διότι θεωρεί πως ένας συγγραφέας πρώτα γράφει για τον εαυτό του, γι’ αυτό που έχει ανάγκη να ερμηνεύσει, να αισθανθεί και έπειτα να προσφέρει την ιστορία του στους αναγνώστες, ελπίζοντας να βρει συμπορευτές στον κόσμο που στήνει ο ίδιος.
Η Μαρία Λοϊζίδου πιστεύει ότι είναι αρκετά δύσκολο να γράφεις μια παιδική ιστορία, διότι πρέπει να βρεις το νόημα αυτού που θα γράψεις, να το ξεδιαλύνεις αρκετά ώστε να γραφτεί στη σύντομη έκταση που απαιτεί μια παιδική ιστορία και μετά να τη φορμάρεις με αρκετή παιδικότητα και ευαισθησία.
Επιπλέον, πρέπει να τσαλακωθείς, να ταπεινωθείς και να μιλήσεις σαν παιδί, για να ακουστεί η φωνή σου.
Για εκείνη το βιβλίο έχει διαχρονική αξία και μια ιδιαίτερη γοητεία και σου δίνει την ευκαιρία να αφήσεις την φαντασία σου ελεύθερη.
Τονίζει μάλιστα ότι κάθε βιβλίο λειτουργεί για τον άνθρωπο ως ένας χάρτης που τον οδηγεί στην ανακάλυψη του εαυτού του και ότι για κάθε αναγνώστη υπάρχει ένα βιβλίο που γράφτηκε για αυτόν, αρκεί να το ανακαλύψει.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» το βιβλίο σας «Αγκαλιά». Θέλετε να μας πείτε πώς νιώθει ένας συγγραφέας βλέποντας το βιβλίο του στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;
Αρχικά, να αναφέρω πως η έκδοση ενός βιβλίου δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Είναι αποτέλεσμα μιας κοπιαστικής πνευματικής δουλειάς, που ξεκινά από τον συγγραφέα και έπειτα προϋποθέτει άρτια συνεργασία του εκδοτικού οίκου με όλους τους συντελεστές που συμβάλλουν στην έκδοση ενός βιβλίου. Επομένως, κάθε φορά που βλέπω το βιβλίο μου στις προθήκες βιβλιοπωλείων, νιώθω συγκίνηση, διότι αντικρύζω τον καρπό όλης αυτής της συλλογικής προσπάθειας.
Βιβλίο δεν είναι μόνο αυτό που διαβάζουμε αλλά και η ιστορία πίσω απ’ αυτό. Τι είχατε στο μυαλό σας, όταν ξεκινήσατε να τη γράφετε;
Η έμπνευση για την ιστορία της Αγκαλιάς προέκυψε από τα χρόνια του κορονοϊού, όταν η αγκαλιά απαγορευόταν. Όταν τη στερήθηκα, ένιωσα κενό. Τότε συνειδητοποίησα πόση μεγάλη δύναμη κρύβει μια αγκαλιά. Από εδώ προέκυψε η ιδέα ενός εφευρέτη της αγκαλιάς, που φτιάχνει όλων των λογιών αγκαλιές, ανάλογα με την ανάγκη κάθε φορά. Κάποιες τις δένει σφικτά να αντέχουν, κάποιες μυρίζουν σαν μια ζεστή κούπα γάλα, κι άλλες τις πασπαλίζει με μια αδιάβροχη σκόνη να αντέχουν στα δάκρυα.
Μια ιστορία έχει σκοπό να πείσει, να διδάξει, ή να κεντρίσει τη σκέψη του αναγνώστη, κυρία Λοϊζίδου;
Νομίζω κανένα από τα πιο πάνω. Ένας συγγραφέας γράφει πρώτα για τον εαυτό του. Για αυτό που έχει ανάγκη να ερμηνεύσει, να αισθανθεί, κυρία Δούλη. Ύστερα προσφέρει την ιστορία του στον κόσμο. Κάποιοι αναγνώστες θα δεθούν μαζί της, κάποιοι θα εντοπίσουν κοινά σημεία με τις δικές τους εσωτερικές αναζητήσεις, κάποιοι θα βρουν στο βιβλίο τα κομμάτια που τους λείπουν. Για αυτό και ενώ όλοι διαβάζουμε την ίδια ιστορία, ο καθένας αποκομίζει διαφορετικά νοήματα. Αυτός πιστεύω είναι ο ρόλος κάθε ιστορίας. Να βρίσκει συμπορευτές στον κόσμο που στήνει ο συγγραφέας. Όχι μαθητές, όχι ακόλουθους.
Ποιο είναι το νόημα που θέλετε να περάσετε στους μικρούς αναγνώστες μέσα από τον μαγικό κόσμο της «Αγκαλιάς»;
Πέρα από την αξία της αγκαλιάς, που είναι για τον καθένα μας πολύτιμη, το κεντρικό νόημα της ιστορίας είναι πώς στεκόμαστε απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Κάπου διάβασα πως η ψυχή, όταν πονά, χρειάζεται ένα μάρτυρα. Κάποιον να είναι εκεί κοντά της. Έτσι συνέβη και με τον κύριο Χαράλαμπο. Όταν άκουσε κάποια άσχημα νέα, οι υπόλοιποι του έλεγαν πως είναι δυνατός και έπρεπε να το ξεπεράσει. Αυτό τον αποδυνάμωνε περισσότερο. Όταν όμως τον αγκάλιασαν και του ζήτησαν να μιλήσει για το τι τον βάραινε, τότε το σύννεφό του άρχισε να διαλύεται. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο από όλα. Να αγκαλιάζουμε τον άλλο και να τον ακούμε. Μπορεί να μην έχουμε τη λύση για το «σύννεφό» του, είναι σημαντικό όμως να είμαστε εκεί.
Σπουδάσατε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής κι έπειτα ακολουθήσατε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης στο Λονδίνο. Ποιο ήταν το έναυσμα, για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων και τι είναι αυτό που θρέφει την επιθυμία σας να συνεχίζετε;
Το έναυσμα να γράψω ιστορίες ήταν τα δικά μου παιδιά. Τις διαβάζαμε το βράδυ πριν κοιμηθούν. Κάποιες τις έπαιρναν στο σχολείο να τις διαβάσουν αντί ενός παραμυθιού. Δική μου επιθυμίας είναι να συνεχίσω να γράφω ιστορίες. Γράφοντας, με καταλαβαίνω καλύτερα, ερμηνεύω ό,τι γίνεται γύρω μου, δένομαι περισσότερο με τον εαυτό μου.
Είστε δασκάλα και διδάσκετε σε δημοτικά σχολεία της Κύπρου. Τι διαπιστώνετε για τα παιδιά στις μέρες μας; Διαβάζουν βιβλία, κυρία Λοϊζίδου;
Αν ο περίγυρος των παιδιών διαβάζει, τότε διαβάζουν κι αυτά. Αν ο περίγυρος δεν διαβάζει, το σχολείο καλείται να δημιουργήσει αναγνώστες. Στην Κύπρο όμως, όπως και στην Ελλάδα, οι βιβλιοθήκες είναι φτωχές όχι μόνο σε ποσότητα βιβλίων, αλλά και σε ποικιλία. Το παιδί πρέπει πρώτα να έρθει σε επαφή με διάφορες κατηγορίες βιβλίων και από εκεί να βρει αυτές που ταιριάζουν στα ενδιαφέροντά του. Όταν λοιπόν δεν υπάρχουν ούτε τα κονδύλια για εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών, τότε περιορίζουμε και το εύρος των αναγνωστών.
«Λένε πως οι άνθρωποι ζουν σε σπίτια. Μα εγώ ξέρω πως ζουν σε φωλιές φτιαγμένες από χέρια που μπλέκονται μεταξύ τους. Τις ονομάζουν ”αγκαλιές”». Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που συναντά ο αναγνώστης, ανοίγοντας το βιβλίο σας. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να περνάτε μηνύματα στο παιδικό κοινό μέσω των βιβλίων σας;
Είναι αρκετά δύσκολο να γράφεις μια παιδική ιστορία, κυρία Δούλη. Πρέπει αρχικά να έχεις βρει το νόημα αυτού που θα γράψεις, να το ξεδιαλύνεις αρκετά ώστε να γραφτεί στη σύντομη έκταση που απαιτεί μια παιδική ιστορία. Έπειτα, πρέπει να το φορμάρεις με αρκετή παιδικότητα και ευαισθησία. Ως ενήλικας, πρέπει να τσαλακωθείς, να ταπεινωθείς και να μιλήσεις σαν παιδί. Να ακουστεί η παιδική φωνή σου. Αν δεν γράφουμε με παιδική φωνή, τότε το κείμενο θα είναι ανοίκειο στα παιδιά ή θα έχει διδακτισμό.
Πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί να μπορέσει να «αγκαλιάσει» τον εαυτό του; Πώς θα μπορούσε ένας γονιός να βοηθήσει σε αυτό;
Για να «αγκαλιάσεις» τον εαυτό σου, πρέπει να τον αγαπήσεις όπως είναι. Είτε είμαστε μεγάλοι, είτε παιδιά. Πότε έχουμε ανάγκη να αγκαλιάσουμε τον εαυτό μας; Όταν τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά ή όπως τα περιμέναμε. Εκεί, χρειάζεται να αγκαλιαστούμε και να μας πούμε «ανάπνευσε». Εδώ έρχεται ο ρόλος του γονιού. Αν αγκαλιάζουμε τα παιδιά μας στις αποτυχίες τους, τότε τους δείχνουμε πως τους αγαπάμε πάραυτα. Και τότε τα παιδιά μαθαίνουν να αγαπούν τον εαυτό τους. Μαθαίνουν να αγκαλιάζονται. Ένα παιδί που μεγαλώνει στην κριτική, δεν θα καταφέρει ποτέ να αγαπήσει τον εαυτό του, δεν θα συνεχίσει να προσπαθεί.
Ως δασκάλα και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, πιστεύετε ότι σηκώνετε το ίδιο βάρος με το αντίστοιχο των γονέων για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών;
Νομίζω πως ο ρόλος που επιτελώ ως συγγραφέας είναι διαφορετικός από αυτόν των γονέων, που είναι σαφώς πολυδιάστατος και βαρυσήμαντος. Ένας συγγραφέας προσφέρει τη δική του ερμηνεία του κόσμου, μέσα από τις ιστορίες του. Κάποιες φορές χρειάζεται να κάνει μια «επανάσταση» από μια τετριμμένη θέση και να φανερώσει μια άλλη οπτική. Αυτή η άλλη οπτική διευρύνει σε έναν βαθμό τους ορίζοντες σκέψης ενός παιδιού, τον βοηθά να θεσπίσει τη δική του αντίληψη.
Πόσο απαιτητικοί και δύσκολοι αναγνώστες είναι τα παιδιά, κυρία Λοϊζίδου;
Νομίζω πως τα ίδια τα παιδιά επιζητούν πλέον ιστορίες πρωτότυπες, που να έχουν κάτι να τους πουν. Τα μέσα τεχνολογίας έχουν καλύψει σε έναν μεγάλο βαθμό τις ανάγκες τους. Παλαιότερα ένα παιδί έβρισκε συντροφιά σε ένα βιβλίο, γελούσε με ένα βιβλίο, μάθαινε από τον ήρωα του βιβλίου. Όλα αυτά πλέον καλύπτονται τεχνολογικά σε έναν μεγάλο βαθμό. Επομένως, μια ιστορία πρέπει να είναι τόσο δυνατή, ώστε το παιδί να αφιερώσει χρόνο και προσοχή διαβάζοντάς την.
Αρκετοί από εμάς συνηθίζουμε να κάνουμε δώρο στα παιδιά βιβλία. Ποια θεωρείτε πως είναι τα σωστά κριτήρια, για να επιλέξουμε ένα καλό παιδικό βιβλίο;
Πιστεύω πρέπει να ξέρουμε καλά τον αναγνώστη για τον οποίο προορίζεται το βιβλίο, τα ενδιαφέροντά του, τις αναζητήσεις του.
Τι πιστεύετε ότι αποτελεί το βιβλίο για τον άνθρωπο, οποιοδήποτε βιβλίο κι αν είναι αυτό;
Κάθε βιβλίο λειτουργεί για τον άνθρωπο ως ένας χάρτης που μας οδηγεί στην ανακάλυψη μιας πτυχής του εαυτού μας. Για κάθε αναγνώστη υπάρχει ένα βιβλίο που γράφτηκε για αυτόν τον σκοπό. Φτάνει να το ανακαλύψουμε.
Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ για τις τόσο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις, κυρία Δούλη. Ήταν τιμή μου.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Μαρία Λοϊζίδου κατάγεται από την Κύπρο. Είναι παντρεμένη και έχει δύο μικρά παιδιά.
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής κι έπειτα ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης στο Λονδίνο.
Τώρα εργάζεται ως δασκάλα στα δημοτικά σχολεία της Κύπρου.
Ασχολείται με την παιδική λογοτεχνία και ποίηση. Παράλληλα, δραστηριοποιείται ως εμψυχώτρια σε ομίλους παιδικής λογοτεχνίας.
Το 2015 κέρδισε διάκριση στον διαγωνισμό Ανέκδοτου Παιδικού Παραμυθιού του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου.
Η «Αγκαλιά», είναι το τελευταίο της βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός».
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ στις 9 Φεβρουαρίου 2024.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!