Είναι ένας μαχητής της ζωής και αθεράπευτος λάτρης της λογοτεχνίας. Με τον δυναμισμό και το ταλέντο του περιγράφει το φως και το σκοτάδι κάθε ιστορίας που οικοδομεί συγγραφικά. Πρόκειται για έναν από τους πιο ευαίσθητους, απλούς και σεμνούς εργάτες της τέχνης της γραφής, έναν άνθρωπο γνήσιο και αυθεντικό.
Κάνοντας λεπτομερή δουλειά και με τη δυνατή εκφραστική του ικανότητα, αναδεικνύει τον κάθε χαρακτήρα των ιστοριών του με σαφήνεια και διακριτό ύφος.
Ο Βαγγέλης Γονιδάκης θεωρεί πως το μικροδιήγημα, η μικρή ιστορία, είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό λογοτεχνικό είδος, αλλά τον εκφράζει βαθύτατα, διότι μέσω του διηγήματος υπηρετεί καλύτερα την πυκνή και δραστική αφήγηση που είναι η μεγάλη του αγάπη.
Πιστεύει ότι η επιθυμία να μοιραστείς την εμπειρία που θεωρείς σημαντική για σένα με τους άλλους και η εσωτερική ανάγκη να «ξεκαπνίσεις» την ψυχή σου από τις ιστορίες που σου εμπιστεύονται οι άνθρωποι που συναντάς ή που βιώνεις εσύ ο ίδιος είναι το εφαλτήριο, για να αποτυπώσει ένας συγγραφέας στο χαρτί όσα χαράχτηκαν βαθιά μέσα του.
Και δεν διστάζει να ομολογήσει ότι η μύχια επιθυμία του είναι να καπετανεύει ανάμεσα σε μια θάλασσα λέξεων, γράφοντας κάτι καθαρό και επιεικώς αναγνώσιμο…
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε το βιβλίο σας με τίτλο «Δεν είμαι εγώ, τ’ ορκίζομαι», από τις εκδόσεις «Κέδρος», το οποίο αποτελείται από είκοσι ιστορίες. Πώς ξεκινήσατε να γράφετε το συγκεκριμένο βιβλίο; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Κατ’ αρχάς, κυρία Δούλη, σας ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία που μου δίνετε να παρουσιάσω το τελευταίο μου βιβλίο. Το ερέθισμα για το κάθε διήγημα είναι διαφορετικό. Άλλοτε είναι μια εξομολόγηση, άλλοτε ένα γράμμα από το μέτωπο, άλλοτε ένα κουτσομπολιό, μια κακία ή ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Όλες όμως έχουν ως βασικό θέμα τον άνθρωπο, την ύπαρξή του, τις σχέσεις του, την ευημερία του, την τραγικότητά του. Διότι ο Άνθρωπος και η ζωή του είναι η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις.
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτα για εσάς, κύριε Γονιδάκη;
Το βιβλίο περιλαμβάνει είκοσι ιστορίες καθημερινών στιγμών πόνου και χαράς, ήττας και μικρών νικών, περιπλανήσεων σε στενά σοκάκια, σε πολύβουες πόλεις και σε σκοτεινά δωμάτια με ήρωες τόσο αληθινούς, που σίγουρα όλοι μας τους έχουμε συναντήσει και τους έχουμε μιλήσει κάποια στιγμή στη ζωή μας.
Σπουδάσατε στην ΑΔΣΕΝ Πλοιάρχων της Κύμης και στη Σχολή Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ. Το 1981 ξεκινήσατε να εργάζεστε στη ναυτιλία και συνεχίζετε μέχρι σήμερα. Τι σας ώθησε να καταπιαστείτε με τη συγγραφή;
Το ερώτημά σας θα έλεγα πως είναι υπαρξιακού τύπου. Γιατί γράφω; Δεν έχω έτοιμη απάντηση σε αυτό, αλλά θα μπορούσα να πω ότι με τη γραφή, όπως και με την προφορική αφήγηση, προσπαθώ να αποφορτίσω ένα κομμάτι του εαυτού μου. Σκέφτηκα για πρώτη φορά να γράψω μετά από παρότρυνση φίλων παραμυθάδων, που άκουγαν τις ιστορίες που αφηγούμουν. Αυτό βέβαια δεν ήταν καθόλου εύκολο. Οι σπουδές μου δεν ήταν λογοτεχνικές και δεν βοηθούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Τότε συνάντησα τον Βασίλη Βασιλικό, που πίστεψε σε μένα και με την εμπειρία του και τις συμβουλές του με βοήθησε να βρω τον δρόμο.
Έως τώρα έχετε γράψει τρεις συλλογές διηγημάτων. Τι είναι αυτό που σας αρέσει στη μικρή φόρμα; Έχετε σκοπό να δοκιμάσετε τις δυνάμεις σας σε κάτι μεγαλύτερο;
Η μικρή φόρμα, το μικροδιήγημα, η μικρή ιστορία, είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό λογοτεχνικό είδος και πιστεύω πως με εκφράζει περισσότερο. Μέσω του διηγήματος υπηρετώ καλύτερα την πυκνή και δραστική αφήγηση, που είναι η μεγάλη μου αγάπη. Δεν ξέρω που θα με φέρει το ταξίδι της ζωής στο μέλλον. Αν όμως αισθανθώ πως ένας κύκλος έχει ολοκληρωθεί, τότε ίσως να αποφασίσω να «αναμετρηθώ» με τη μεγάλη φόρμα. Προς το παρόν δεν το σκέφτομαι.
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που ξεκινήσατε να γράφετε. Ποια είναι τα συναισθήματά σας από όλη αυτή τη λογοτεχνική διαδρομή;
Ξεκίνησα να γράφω το 2018 και δεν μετάνιωσα. Η διαδρομή βέβαια άρχισε 50 χρόνια πριν, μαθητεύοντας κοντά σε λαϊκούς παραμυθάδες. Τότε αγάπησα την αφήγηση. Έζησα σε μια εποχή κοινωνικών αλλαγών και ζυμώσεων και ταξίδεψα σε πάνω από 100 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Αγάπησα τη μοναξιά της νυχτερινής βάρδιας στη γέφυρα, κι αυτή την ιδιαίτερη μοναξιά, την καθόλου καταθλιπτική, την ξαναβρήκα στο γράψιμο. Η ζωή ήταν δύσκολη, αλλά γίνεται να γράψεις καλό διήγημα, αν έχεις μια καλή και ανεμπόδιστη ζωή;
Ποιοι συγγραφείς και διηγηματογράφοι έχουν επηρεάσει τη γραφή σας; Ποιον ή ποιους ξεχωρίζετε;
Μαθητής του γυμνασίου πρωτογνώρισα τους κλασσικούς Καρκαβίτσα, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη. Στο λύκειο τους Καραγάτση, Τσίρκα, Βενέζη, Λουντέμη, Χιόνη, Βασιλικό, Χάκκα, Μηλιώνη, Ελύτη, Ρίτσο, Καβάφη, Δημουλά… είναι μακρύς ο κατάλογος. Ταξιδεύοντας με τα βαπόρια, ρίχτηκα συστηματικά στους ξένους Κάφκα, Τσέχοφ, Καλβίνο, Χέμινγουεϊ, Όργουελ, Ντοστογιέφσκι, Μπωντλέρ, Πόε, Κάρβερ, χωρίς όμως να αφήσω ποτέ τους σύγχρονους Έλληνες. Έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε και εξακολουθώ να διαβάζω με το ίδιο πάθος. Μια από τις μεγαλύτερές μου απολαύσεις είναι το διάβασμα καλών βιβλίων.
Πώς ξεκινάτε τη συγγραφή ενός διηγήματος;
Ανάλογα με το περιεχόμενο της ιστορίας που θέλω να αφηγηθώ η αρχή διαφέρει. Γράφοντας την πρώτη παράγραφο έχω ήδη επιλέξει το ύφος, τον τόνο και τα γεγονότα. Πολλές φορές η γραφή είναι καταιγιστική, κι ένα διήγημα μπορεί να γραφτεί σε ελάχιστες ώρες. Άλλες πάλι δουλεύω πολύ ό,τι γράφω. Είναι σαν μια μουσική σύνθεση, που έχει έναν ρυθμό συγκεκριμένο και που πρέπει εσύ να τον δώσεις. Μερικές φορές το καταλαβαίνεις με το καλημέρα κι άλλοτε πρέπει να το σκεφτείς.
Τα διηγήματα της νέας σας συλλογής περιλαμβάνουν είκοσι ιστορίες που εκτυλίσσονται στο παρελθόν, αλλά ο απόηχός τους φτάνει ώς τις μέρες μας. Οι χαρακτήρες δεν φοβούνται το τυχαίο και διεκδικούν το δικαίωμά τους να μη γίνουν το πρόσωπο που δεν θέλουν να είναι. Από πού εμπνέεστε, κύριε Γονιδάκη;
Από πάρα πολλά ερεθίσματα. Από μια ιστορία που μου εμπιστεύτηκε ένα πρόσωπο, από μια ανάμνηση, ένα βίωμα, μια εμπειρία, ένα ατύχημα, μια γκριμάτσα πόνου, ένα σύνθημα γραμμένο στον τοίχο, μια ανάρτηση στα media, ένα παιδικό γέλιο, μια επιστολή, ένα ταξίδι, μια εικόνα που έχει μπει στο μυαλό μου. Η ζωή μπορεί να σου προσφέρει διηγήματα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Φυσικά, όταν εμπνέεσαι από κάτι, δεν σημαίνει ότι γράφεις γι’ αυτό.
Ξεκινήσατε τη συγγραφή με σκοπό να αποτυπώσετε στο χαρτί όσα χαράχτηκαν βαθιά μέσα σας από την προσωπική σας διαδρομή ή ήταν απλά μια εσωτερική σας ανάγκη;
Νομίζω πως σε κάθε συγγραφέα συνυπάρχουν και τα δύο, κυρία Δούλη. Ίσως σε διαφορετικό βαθμό, αλλά υπάρχουν. Η επιθυμία να μοιραστείς την εμπειρία που θεωρείς σημαντική για σένα με τους άλλους και η εσωτερική ανάγκη να «ξεκαπνίσεις» την ψυχή σου από τις ιστορίες που σου εμπιστεύονται οι άνθρωποι που συναντάς ή που βιώνεις εσύ ο ίδιος. Για να γράψεις μια ιστορία, πρέπει αυτή να σου μιλά, να σε ενδιαφέρει πραγματικά.
Ο δρόμος προς την έκδοση ενός πονήματος για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Τι θα συμβουλεύατε τους νέους που γράφουν;
Διαβάζετε βιβλία, η τροφή της λογοτεχνίας είναι η λογοτεχνία. Επίσης, μέσω των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής, επιδιώξτε να αναπτύξετε την ατομική ευαισθησία και τη φαντασία σας, καθώς και την κατάκτηση των λογοτεχνικών δεξιοτήτων.
Τελειώνοντας και την τελευταία σελίδα του βιβλίου σας, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τη δική σας προσωπική αναζήτηση και αλήθεια. Σε ποιο σκοπό υπακούει αυτό το προσωπικό ταξίδι αναζήτησης, κύριε Γονιδάκη;
Η συγγραφή ενός βιβλίου, είναι ένας εξαντλητικός αγώνας, μια μάχη. Από τη μια είναι οι ήρωες που ψάχνουν να ανακαλύψουν τα μύχια της ψυχής τους στις μικρές και στις μεγάλες διηγήσεις και από την άλλη ο συγγραφέας, που πασχίζει να εξαφανίσει την προσωπικότητά του, ώστε να «ανασάνει» το έργο του αυτόνομο. Αυτή τη μάχη αναζητώ. Να καπετανεύω ανάμεσα σε μια θάλασσα λέξεων, γράφοντας κάτι καθαρό και επιεικώς αναγνώσιμο.
Τι θεωρείτε επιτυχία για έναν συγγραφέα;
Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν εμπορικοί συγγράφεις. Απ’ την άλλη, δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο μυστικό όπλο, για να φτάσει κάποιος στην επιτυχία, αλλά αν γράφεις για κάτι που σε ενδιαφέρει, αν διασκεδάζεις καθώς γράφεις, αν μάχεσαι με τους ήρωές σου και αυτό σε βοηθά να αντιμετωπίσεις τα προβλήματά σου, αν χάρη της λογοτεχνίας γνωρίζεις κι άλλους ανθρώπους που γράφουν, αν μοιράζεσαι τις ιστορίες σου και απολαμβάνεις τις ιστορίες που γράφουν οι άλλοι, αν τελικά είσαι ευτυχισμένος γράφοντας, τότε μπορεί να είσαι κοντά στην επιτυχία, και ίσως κάποια στιγμή ο διάλογος του βιβλίου σου με το αναγνωστικό κοινό στο επιβεβαιώσει.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Βαγγέλης Γονιδάκης κατάγεται από τη Δρυοπίδα της Κύθνου.
Σπούδασε στην ΑΔΣΕΝ Πλοιάρχων της Κύμης και στη Σχολή Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ.
Το 1981 ξεκίνησε να εργάζεται στη ναυτιλία και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Ταξιδευτής της ζωής, έχει επισκεφθεί περισσότερες από εκατό χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Μαθητής παλιών λαϊκών παραμυθάδων και απόφοιτος της Σχολής Αφηγηματικής Τέχνης του Κέντρου Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών, κουβαλά με σεβασμό τα λαϊκά παραμύθια και τις ιστορίες που του εμπιστεύτηκαν οι άνθρωποι και τα μοιράζεται με όλους.
Έχει γράψει τρεις συλλογές διηγημάτων: «Μη το γελάς» (Ταξιδευτής, 2019), «Ο χρησμός της τρύπας» (Ταξιδευτής, 2020), τις οποίες προλογίζει ο Βασίλης Βασιλικός και «Δεν είμαι εγώ, τ’ ορκίζομαι», (Κέδρος, 2023).
Συμμετείχε στα συλλογικά έργα «Αδέσποτα» (Ταξιδευτής, 2019) και «Αντιθέσεις» (ΙΑΝΟS, 2019).
Το 2022 εκδόθηκε το εικονογραφημένο παραμύθι του «Η Καρακατσού και οι δράκοι» (Πατάκης).
Έργα του έχουν βραβευτεί σε διάφορους διαγωνισμούς.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ στις 23 Φεβρουαρίου 2024.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!