Η Ιφιγένεια Τέκου πιστεύει ότι όποιος γράφει το κάνει επειδή το έχει ανάγκη, επειδή δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Πιστεύει ακόμη ότι ορισμένοι θέλουν να γεμίσουν το κενό που ίσως νιώθουν μέσα τους και κάποιοι άλλοι επιθυμούν να μοιραστούν με όσο περισσότερο κόσμο γίνεται αυτό το περίσσευμα σκέψεων, συναισθημάτων και φαντασίας που τους κατακλύζει.
Άλλωστε, η καταγραφή συναισθημάτων ήταν πάντα για εκείνη ένας τρόπος να αδειάζει την ψυχή της, γι’ αυτό και η συγγραφή ικανοποιεί τη βαθύτερη ανάγκη της να εκφράσει τα συναισθήματά της, να μοιράζεται τις σκέψεις της, να εκτονώνει την απογοήτευσή της και να αναζητά τις αλήθειες της.
Όταν γράφει, όλα τα άλλα ησυχάζουν στο μυαλό της και τη συνεπαίρνει μόνο το συναίσθημα. Εκείνο που αναδεικνύει την τέχνη της γραφής της είναι η ευγένεια του χαρακτήρα της και η εργατικότητά της.
Είναι μια γυναίκα με πολλή ευαισθησία, που, όταν δουλεύει, σκαλίζει βαθιά μέσα στις μνήμες, τις εμπειρίες και τη ζωή, και βρίσκει πάντα τον τρόπο να πείθει και να γοητεύει τους αναγνώστες της.
Για εκείνη η λογοτεχνία δεν είναι κάποιος μάγος που με το ραβδάκι του μπορεί να επιδράσει πάνω μας, εάν εμείς οι ίδιοι δεν το θέλουμε, εάν δεν της το επιτρέψουμε.
Αυτό που θα ήθελε να κρατήσουμε ως συμβουλή από εκείνη είναι το εξής: «Μη σταματάς ποτέ να παλεύεις για την ευτυχία σου! Αγάπα ξανά και ξανά αν πρέπει, απλά κάθε φορά προσπάθησε να αγαπάς καλύτερα»!
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Το τρίτο νυφικό» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου σας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός». Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας, κυρία Τέκου, πώς ξεκίνησε να σχηματίζεται στο μυαλό σας η ιστορία του; Η πλοκή ή οι ήρωες ήρθαν πρώτα στη σκέψη σας;
Σε αυτό το βιβλίο δεν άντλησα την έμπνευσή μου από κάποιο ιστορικό γεγονός, το οποίο χρησιμοποίησα ως πάτημα για να εξελίξω την ιστορία μου, αν και οι ζωές των ηρώων μου επηρεάζονται σαφέστατα από τις ιστορικές συγκυρίες της εποχής, όπως οι τρεις διαδοχικοί κατακτητές που πέρασαν από το νησί της Κάσου αφήνοντας το αποτύπωμά τους, αλλά και η υπόθεση των «κλεμμένων παιδιών» των Αβορίγινων της Αυστραλίας, τα οποία απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους με τη βία (1910-1970) με σκοπό τον αφανισμό του πολιτισμού τους. Η αφορμή για να συνθέσω την πλοκή του νέου μου πονήματος δόθηκε με πολύ απλό και τυχαίο τρόπο και δεν ήταν παρά το άκουσμα μερικών στίχων του τραγουδιού του Γιάννη Αγγελάκα, που κατέληξαν να μου γίνουν εμμονή: «Κι όταν ακόμα θα πιστεύεις πως για πάντα έχω χαθεί, θα ανατέλλω». Πάνω στην αισιοδοξία που κραύγαζαν οι συγκεκριμένες λέξεις, βάσισα την κεντρική ηρωίδα μου, την Κασσία, μια αληθινή μαχήτρια της ζωής, που ήταν έτοιμη να πέσει από τον πιο ψηλό βράχο για χάρη του καλύτερού της φίλου.
Στην ιστορία σας εξερευνώνται η δύναμη της αγάπης, η σημασία της οικογένειας και η αξία της ελπίδας σε σκοτεινές εποχές. Μας μεταφέρετε μαγικά στην Κάσο του 1940, παρουσιάζοντας με μαεστρία το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Πώς αποφασίσατε να καταπιαστείτε μ’ αυτή τη δύσκολη χρονικά και κοινωνικά περίοδο;
Πράγματι, κυρία Δούλη, πρόκειται για μια δύσκολη περίοδο σε ό,τι αφορά στην έρευνα που χρειάζεται να γίνει, προκειμένου να αποδοθεί όσο γίνεται πιο πιστά το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, όμως ταυτόχρονα είναι και πιο πλούσια σε γεγονότα, κάτι που εξάπτει το ενδιαφέρον του συγγραφέα, τουλάχιστον το δικό μου, και, θέλω να πιστεύω, του αναγνώστη. Το παρελθόν ασκεί αναμφισβήτητα μια γοητεία, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει στον δημιουργό το πλεονέκτημα να «βλέπει» τα ιστορικά γεγονότα από μια απόσταση …συνεπώς πιο αντικειμενικά.
Οι ήρωές σας είναι βαθιά ανθρώπινοι, με συναισθήματα και προβληματισμούς που αντηχούν στη σύγχρονη εποχή. Γράφουμε από έλλειμμα ή από περίσσευμα τελικά;
Θαρρώ ότι όποιος γράφει, αν κρίνω από μένα, το κάνει επειδή το έχει ανάγκη, επειδή δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Ορισμένοι από εμάς θέλουμε να γεμίσουμε το κενό, που ίσως νιώθουμε μέσα μας, και κάποιοι άλλοι επιθυμούμε να μοιραστούμε με όσο περισσότερο κόσμο γίνεται αυτό το περίσσευμα σκέψεων, συναισθημάτων και φαντασίας που μας κατακλύζει.
Η γραφή σας στο εν λόγω βιβλίο πλέκει την ποιητικότητα με την ιστορική ακρίβεια. Τι σημαίνει για εσάς συγγραφή;
Αισθάνομαι κάπως άβολα να αυτοπροσδιοριστώ ως συγγραφέας δεδομένου ότι δεν έχω φτάσει ακόμη στο σημείο (και μάλλον δεν θα φτάσω ποτέ, μολονότι δεν θα σταματήσω να το προσπαθώ) να μην με προδίδουν οι λέξεις, παρ’ όλα αυτά, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, για μένα η συγγραφή είναι μοναξιά, κόπος, διαρκής αυτοαμφισβήτηση, κατά κάποιο τρόπο δουλεία, αφού κάθε εκπλήρωση του στόχου σου σε υποχρεώνει σε μια υψηλότερη εκπλήρωση, όπως έγραψε και ο Καμύ, αλλά είναι επίσης και χαρά, αγάπη και δημιουργία η αίσθηση ότι είσαι ο απόλυτος κυρίαρχος στο σύμπαν που δημιουργείς.
Έχετε σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία και έχετε εργαστεί στο παρελθόν σε πολλές πολυεθνικές εταιρείες. Πώς συνδεθήκατε και πότε με τη συγγραφή βιβλίων;
Ξεκίνησα να γράφω κατά την περίοδο που εργαζόμουν και παράλληλα έκανα το μεταπτυχιακό μου. Η πρώτη μου προσπάθεια να φτιάξω μια ιστορία στο χαρτί δεν έγινε ωστόσο συνειδητά, με την έννοια ότι δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή την έκδοση, απλώς περνούσα τότε μια αγχωτική περίοδο και αναζητούσα κάποια διέξοδο για να χαλαρώσω. Όταν συνειδητοποίησα πόσο θεραπευτική είναι η γραφή για μένα, την πήρα πιο σοβαρά και κάπως έτσι κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος πριν από δέκα χρόνια.
Η σχέση φανταστικού και πραγματικού έχει πολλές ερμηνείες ως προς το ποιο εκπηγάζει από το άλλο. Πόσο χάρτινος είναι ο κόσμος της μυθοπλασίας κατά τη γνώμη σας, κυρία Τέκου;
Θεωρώ ότι το φανταστικό και το πραγματικό συνυπάρχουν κατά μία έννοια στα περισσότερα μυθιστορήματα, ακόμη και σε αυτά που δεν βασίζονται σε αληθινές ιστορίες, όπως είθισται να αναγράφεται στο εξώφυλλό τους. Από εκεί και πέρα ο συγγραφέας οφείλει να προσφέρει στον αναγνώστη καλά δομημένους χαρακτήρες, των οποίων οι πράξεις δεν θα αφήνουν ερωτηματικά και κενά που δεν μπορούν να εξηγηθούν.
Ο έρωτας είναι ο πιο δημιουργικός παράγοντας στην έμπνευση σας ή ο πόνος;
Θα έλεγα ότι είναι ο πόνος, όποια κι αν είναι η αιτία που τον προκαλεί, διότι πιστεύω ότι, μονάχα όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση, αποκαλύπτει από τι πάστα είναι φτιαγμένος.
Ποια είναι τα καλύτερα που παίρνετε γράφοντας και ποια δίνετε στον αναγνώστη;
Αυτή η υπέροχη ευεξία που νιώθω όταν κάθομαι να γράψω και η αίσθηση πληρότητας που με πλημμυρίζει πιστεύω ότι με κάποιο μαγικό τρόπο διαποτίζει κάθε σελίδα του βιβλίου και μεταφέρεται στον αναγνώστη. Όπως έλεγε και η γιαγιά μου η Νίτσα, μόνο όταν κάνεις κάτι που πραγματικά σε ευχαριστεί, έχεις περισσότερες πιθανότητες να το κάνεις καλά.
Πιστεύετε ότι το εξώφυλλο, η περίληψη του οπισθόφυλλου και ένας αντιπροσωπευτικός – ευρηματικός τίτλος είναι σημαντικά για ένα βιβλίο και ποια είναι τα συναισθήματά σας τώρα που βλέπετε πλέον τυπωμένο το βιβλίο σας, να κοσμεί τις προθήκες των βιβλιοπωλείων;
Ναι, το πιστεύω, κυρία Δούλη. Παρόλο που ξενίζει αρκετούς συγγραφείς το γεγονός ότι η αποδοχή του έργου τους εξαρτάται περισσότερο από την εικόνα και την πρώτη εντύπωση παρά από το περιεχόμενο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτός είναι ο κυρίαρχος τρόπος ξεδιαλέγματος ενός βιβλίου, όταν ο αναγνώστης το βλέπει στα ράφια μαζί με πολλά άλλα. Εκτός… κι αν γνωρίζει ήδη το έργο του συγγραφέα και τον ακολουθεί πιστά.
Τι θα θέλατε να κρατήσουν οι αναγνώστες από το ταξίδι τους με «Το τρίτο νυφικό»;
Αν έπρεπε να διαλέξω αυτό το ένα μήνυμα που κυριαρχεί σε κάθε σελίδα, αποτελώντας και τον βασικό πυρήνα της συγκεκριμένης ιστορίας, είναι το εξής: Μην σταματάς ποτέ να παλεύεις για την ευτυχία σου! Αγάπα ξανά και ξανά, αν πρέπει, απλά κάθε φορά προσπάθησε να αγαπάς καλύτερα!
Μπορεί η λογοτεχνία να μας κάνει να δούμε από την αρχή τα πράγματα με διαφορετική ματιά και πόσο εφικτό είναι αυτό, κυρία Τέκου;
Η λογοτεχνία είναι η πλήρης κατανόηση και ώσμωση της ζωής, και, όπως έλεγε ο Ρενέ Ντεκάρτ, η ανάγνωση των καλών βιβλίων είναι σαν τη συνομιλία με τους τελειότερους ανθρώπους του παρελθόντος. Παρ’ όλα αυτά, η λογοτεχνία δεν είναι κάποιος μάγος που με το ραβδάκι του μπορεί να επιδράσει πάνω μας, αν εμείς οι ίδιοι δεν το θέλουμε, αν δεν της το επιτρέψουμε.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Ιφιγένεια Τέκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αργότερα πήρε μεταπτυχιακό τίτλο από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Εργάστηκε ως διοικητική υπάλληλος για αρκετά χρόνια σε διάφορες πολυεθνικές εταιρείες, ενώ πλέον κάνει μεταφράσεις και παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά.
Το πρώτο της βιβλίο κυκλοφόρησε το 2014 με τίτλο «Μνήμες χαμένες στην άμμο» από τις εκδόσεις Κέδρος.
Το 2015 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Αγάπα το ή Παράτα το» από τις εκδόσεις Λιβάνης.
Από τις Εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορούν τα βιβλία της «Θάλασσες μας Χώρισαν» και «Να Ονειρευτώ Ξανά», ενώ από τις εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της: «Το τελευταίο φως», «Η μοίρα της Πηνελόπης», «Δεξί κίτρινο λουστρίνι», «Το καλό μπλε σερβίτσιο», «Ο άντρας με τις κούκλες» καθώς και το βιβλίο της για εφήβους «YOLO- Ζεις μονάχα μια φορά».
Το τελευταίο της μυθιστόρημα έχει τίτλο «Το τρίτο νυφικό» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ στις 17 Μαΐου 2024.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!