Η ανάγκη έκφρασης μέσω της γραφής της δημιουργήθηκε από την επαφή της με το θέατρο, που έγινε σε πολύ μικρή ηλικία με τη συμμετοχή της στη θεατρική ομάδα του σχολείου της, σε συνδυασμό με τις πολλές θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες την πήγαινε η μητέρα της.
Ακολούθησαν οι σπουδές της στην Ψυχολογία και στην υποκριτική, οι οποίες ήρθαν να συμπληρώσουν την ανάγκη της για γνώση.
Η Τατιάνα Κίρχοφ μέσω του νέου της βιβλίου θέλει ο αναγνώστης να αναλογιστεί τι είναι για εκείνον η ελευθερία, να της δώσει έναν δικό του ορισμό.
Πιστεύει ότι κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιο είναι το ερέθισμα που μπορεί να του αλλάζει τη ζωή, κι αυτό διότι πολλά πράγματα επιδρούν μέσα μας και με τρόπο υποσυνείδητο.
Είναι μια σύγχρονη ταλαντούχα γυναίκα, η οποία υποστηρίζει ότι η Τέχνη γεννιέται απ’ τη νεότητα και συντηρείται και εξελίσσεται απ’ την πείρα.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Στο πανηγύρι την έχασα» τιτλοφορείται το πρώτο σας μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα» και σε μια «ιστορία περιπλάνησης», ένα ταξίδι στην προσωπική μας απομόνωση στον χώρο του διαδικτύου. Τι πιστεύετε, κυρία Κίρχοφ, ότι οδηγεί την πένα ενός συγγραφέα στην καταγραφή μιας ιστορίας;
Η ανάγκη να λεχθεί αυτή η ιστορία. Σ’ εμένα τουλάχιστον αυτό είναι το κίνητρο, κυρία Δούλη. Παρατηρείς, αναλύεις, παρατηρείς περισσότερο, σκέφτεσαι και κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι αυτό που βλέπεις είναι -μάλλον- κάτι άξιο να επικοινωνηθεί με περισσότερους ανθρώπους. Καθιστάς και τον υπόλοιπο κόσμο, το αναγνωστικό κοινό, κοινωνό και συμμέτοχο σ’ αυτή την παρατήρηση και ουσιαστικά ανοίγεις έναν διάλογο… μαζί του. Στρέφεις τον προβολέα πάνω σε μια ιστορία που θεωρείς ότι έχει νόημα να τη δουν περισσότεροι.
Είναι αλήθεια ότι σήμερα ζούμε σε μια προσωπική απομόνωση, κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας, κι αυτό εσείς το ανακαλύπτετε καθημερινά μέσα από το λειτούργημα της ψυχολογίας αλλά και των θεατρικών παραστάσεων. Γιατί σήμερα έχουν «μικρύνει» τόσο οι ψυχές που δεν είναι ικανές να ακούσουν τα λόγια των δικών μας ανθρώπων;
Ναι, θεωρώ πως είναι αλήθεια. Υπάρχει τεράστια ανάγκη για επικοινωνία και το συναντώ πολύ συχνά στη δουλειά μου στις ψυχοθεραπείες. Πολύς κόσμος, και νέος κόσμος, έχει ανάγκη να μιλήσει, να τον ακούσουν, να πει το πρόβλημά του, να το μοιραστεί, να νιώσει ότι υπάρχει κάποιος εκεί έξω που τον νοιάζεται και του δίνει προσοχή. Κι αυτό αποκαλύπτεται κάποιες φορές, διότι υπάρχουν αρκετοί νέοι άνθρωποι που θα έρθουν στον ψυχολόγο να του πουν ένα πρόβλημά τους, το οποίο δεν χρήζει τόσο «ψυχολογικής» υποστήριξης όσο φιλικής. Θα μπορούσαν να το επικοινωνήσουν και σε έναν φίλο τους, αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν. Δεν υπάρχει τόσο συχνά πια αυτή η επαφή με τον άλλον άνθρωπο, αυτό το μοίρασμα. Οι περισσότεροι είναι κλεισμένοι στις δουλειές τους και στις υποχρεώσεις τους. Ή ακόμη και στον εαυτό τους. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως δεν φταίει μόνο ο εθισμός στην τεχνολογία, αυτή θα ήταν μια εύκολη απάντηση. Κάθε εποχή έχει τους δικούς της εθισμούς, αλλά θεωρώ ότι είναι περισσότερο «καινούργια» αυτή η απομόνωση των ανθρώπων σε έναν προσωπικό μικρόκοσμο. Δίνω μεγάλη σημασία σ’ αυτή την τάση που υπάρχει να ανακαλύπτουν όλοι τον εαυτό τους. Να αυτοβελτιώνονται, να αυτοεξελίσσονται. Και κατ’ επέκταση, να αυτοαναλύονται, να δίνουν τόσο μεγάλη σημασία στο ποιοι είναι, πώς νιώθουν. Υπάρχει μια τάση στην εποχή μας για όλα αυτά, που είναι πολύ σημαντικά και σπουδαία, διότι οι άνθρωποι φαίνεται να έχουν μια ανάγκη να στρέψουν τον φακό προς τα μέσα και να ανακαλύψουν τον εαυτό τους, αλλά εμένα με προβληματίζει το γιατί γίνεται όλο αυτό. Διότι, αν δεν γίνεται τελικά έτσι ώστε το άτομο μετά να είναι περισσότερο ικανό, δυνατό, έτοιμο να προσφέρει στους άλλους ανθρώπους, στη φύση, στα ζώα, στην κοινωνία, τότε μιλάμε για μια εσωστρέφεια, μια έως και ναρκισσιστική έκφανση της ζωής, που το μόνο που καταφέρνει είναι να μας οδηγεί στην απομόνωση που λέγαμε.
Το βιβλίο σας βοηθά τον αναγνώστη να ακονίσει τη σκέψη του και να έρθει αντιμέτωπος με τα «τείχη» του, πίσω από τα οποία οχυρώθηκε, για να αμυνθεί από υπαρκτούς και ανύπαρκτους εχθρούς. Πιο πολύ όμως νιώθω ότι θέλετε να αφυπνίσετε τους νέους ανθρώπους. Οι νέοι σήμερα είναι τόσο επαναστάτες, όσο ήταν οι νέοι άλλων εποχών;
Ναι, θα ήθελα να αφυπνίσω τους νέους. Τους αγαπώ πολύ, κυρία Δούλη. Τα παιδιά από 26-27 ετών και κάτω είναι η αγαπημένη μου ηλικιακή ομάδα και στις ψυχοθεραπείες. Είναι το μέλλον! Είναι τόσο όμορφο και ελπιδοφόρο αυτό! Και έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στη νέα γενιά, διότι πάντα οι γενιές που έρχονται είναι πιο έξυπνες απ’ τις προηγούμενες, πιο εξελιγμένες, κουβαλάνε λιγότερα κόμπλεξ, λιγότερη πατριαρχία, περισσότερη ανεκτικότητα απέναντι στη διαφορετικότητα της ζωής και των ανθρώπων! Γι’ αυτό, θα ήθελα να τους πω να μην φοβούνται και να μην χάνονται πίσω απ’ τις μόδες της εποχής. Το εύκολο είναι πάντα γλυκό, αλλά δεν σε φτάνει μακριά. Πρέπει να πονέσεις, για να πετύχεις πράγματα στη ζωή σου, αλλιώς δεν γίνεται. Και το να πεις «όχι» σε κάτι που είναι τόσο ξέγνοιαστο και ακούραστο, όπως το να σκρολάρεις επί ώρες στα σόσιαλ, είναι μια μορφή επανάστασης. Διότι έτσι μπορείς να στρέψεις το βλέμμα σου προς τον κόσμο και να δεις τι γίνεται και να πάρεις θέση! Και πρέπει τα νέα παιδιά να πάρουν θέση, ακόμη κι αν είναι λανθασμένη λόγω νεότητας ή έλλειψης ωριμότητας – δεν πειράζει. Να είναι όμως ένα με την κοινωνία, με αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Η επιλογή του πώς θα ξοδέψω τον ελεύθερο χρόνο μου είναι μια μορφή ελευθερίας. Και πολύ σημαντικής απόφασης. Το εύκολο θα είναι πάντα μπροστά στα μάτια μας. Όσο υπάρχει υπερκατανάλωση, πάντα τα εύκολα θα τα βρίσκεις μπροστά σου. Το ζητούμενο είναι να βρεις το θάρρος και να αυτοπροσδιοριστείς πώς θες να ζεις, πώς θες να διασκεδάζεις, πώς θες να ενημερώνεσαι, πώς θες να γίνεις ως ενήλικας. Κι αυτός ο αυτοπροσδιορισμός έρχεται και μέσα από αρνήσεις. Κυρίως μέσα απ’ αυτές. Ο Τερζάκης είχε γράψει πως «η ελευθερία προϋποθέτει τη σκληρότητα. Δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος, όταν ενδίδω».
Θα θέλατε να δώσετε ένα μήνυμα σε όσους δεν διαβάζουν λογοτεχνία, προκειμένου αυτό το μήνυμα να τους προτρέψει να έρθουν σε επαφή με τον μαγικό κόσμο του βιβλίου και να ξεκολλήσουν από τις οθόνες των κινητών, των tablets και των Η/Υ;
Θα ήθελα μόνο να τους πω πως επειδή μια φορά ερχόμαστε σε τούτη τη ζωή και είναι πραγματικά λίγη, τουλάχιστον όταν και αν έχουμε την ευλογία να γεράσουμε, να μπορούμε να κοιτάξουμε τη ζωή μας προς τα πίσω και να πούμε ότι ζήσαμε μια ζωή γεμάτη, που είχε νόημα. Που καταλάβαμε πέντε πράγματα γι’ αυτόν τον κόσμο, που υπήρξαν άλλα εκατοντάδες, χιλιάδες που δεν τα καταλάβαμε καν, αλλά που τουλάχιστον προσπαθήσαμε να είμαστε ένα κομμάτι του καιρού μας. Που όταν οι γενιές μετά από εμάς θα λένε τι γινόταν στα 90s, στα 00s, το 2020, το 2040 κ.λπ., που εμείς τότε ζούσαμε, ήμασταν νέοι, υπήρξαμε κι εμείς ένα κομμάτι αυτών των καιρών. Πως δεν μας προσπέρασε η ζωή…
Αφουγκραζόσαστε τους ανθρώπους γύρω σας; Πιστεύετε ότι οι αναγνώστες μπορούν να διδάξουν τους συγγραφείς;
Ασφαλώς, κυρία Δούλη. Οι αναγνώστες, δηλαδή ο κόσμος, είναι πάντοτε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Για τον κόσμο μιλάνε οι συγγραφείς, για τους ανθρώπους γύρω τους. Άρα και για τους αναγνώστες. Αυτοί αποτελούν την κατευθυντήρια γραμμή. Και φυσικά αυτοί αποτελούν στο τέλος της ημέρας και τους αποδέκτες του έργου ενός συγγραφέα. Αν ένα βιβλίο δεν γίνει αποδεκτό απ’ το αναγνωστικό κοινό, τι νόημα έχει; Αν δεν μας αφορούσε η γνώμη του κοινού, θα τα γράφαμε και θα κρατούσαμε αρχείο στον υπολογιστή μας. Οπότε, το ότι απευθυνόμαστε κάπου μάς κάνει και να αναμένουμε την ανταπόκρισή του. Είτε θετική είτε αρνητική, είναι μια διδαχή.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!