Η Ντόρα Βαλκάνου και ο Παναγιώτης Κουκουβίτης είναι δυο άνθρωποι που συναντήθηκαν πριν δύο χρόνια και με την γλυκιά αίσθηση που αφήνει στον ουρανίσκο το καλό φαγητό αποφάσισαν να γράψουν μαζί ένα βιβλίο, συνδέοντας τις γνώσεις για την τέχνη της μαγειρικής και τις γνώσεις για την τέχνη της απόλαυσης.
Οι δράσεις τους πηγάζουν από τη βαθιά πίστη ότι ο τρόπος που ο καθένας μας, «τρέφεται», συναισθηματικά, πνευματικά και ερωτικά από την ζωή του, συχνά εκφράζεται και στον τρόπο με τον οποίο τρέφεται κυριολεκτικά. Η Ντόρα Βαλκάνου από τότε που θυμάται τον εαυτό της ήξερε ότι το μέλλον της ανήκε στην παιδεία γι’ αυτό και επένδυσε σ’ αυτή.
Η τετράχρονη παραμονή της στη Νέα Υόρκη για σπουδές αλλά και στην Αγγλία για την απόκτηση του Μεταπτυχιακού της τίτλου επηρέασε καθοριστικά την αισθητική της.
Ο Παναγιώτης Κουκουβίτης από νωρίς έστρεψε το ενδιαφέρον του στην υπαρξιακή αναζήτηση και στον δημιουργικό πειραματισμό ενώ πέραν της γαστρονομίας και της τροφογνωσίας ανέπτυξε παράλληλη δραστηριότητα στη ζωγραφική.
Οι συγγραφείς δημιουργούν στο βιβλίο τους έναν όμορφο κόσμο γεμάτο συναισθήματα και εμπειρίες και εμπεριέχουν σ’ αυτό την ανάγκη για επαφή και αφύπνιση που είναι τόσο επιτακτική στις μέρες μας.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Το μαγειρείο των αισθήσεων», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» και είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα μέσα στις σελίδες του οποίου συναντάται περίτεχνα η ποίηση με την φιλοσοφία, η μουσική με τη λογοτεχνία και το θέατρο, καθώς και οι γευσιγνωστικές περιπέτειες και οι εθνικές κουζίνες με εξήντα πρωτότυπες συνταγές εφαρμοσμένες στην πράξη. Θέλετε κυρία Βαλκάνου να μας μυήσετε στην ιστορία του βιβλίου σας;
Ν.Β.: Πριν από δύο χρόνια, βρεθήκαμε με τον καλό μου φίλο Παναγιώτη Κουκουβίτη για ένα τσιπουράκι. Πάνω στην κουβέντα, λέγαμε πώς ο τρόπος που κάποιος “τρέφεται”, συναισθηματικά, πνευματικά και ερωτικά από την ζωή του, συχνά εκφράζεται και στον τρόπο με τον οποίο τρέφεται κυριολεκτικά. Αποφασίσαμε τότε να γράψουμε μαζί ένα βιβλίο, συνδέοντας τις δικές του γνώσεις για την τέχνη της μαγειρικής και τις δικές μου για την τέχνη της απόλαυσης.
Η ιστορία σας εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη, η οποία είναι και η γενέτειρά και των δυο σας, μια όμορφη πόλη με πλούσια ιστορία αλλά και διαδρομή στις γεύσεις. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να επιλέξετε αυτή την πόλη για να εξελίξετε την ιστορία σας;
Π.Κ.: Πιστεύουμε πως καλό είναι οι συγγραφείς να γράφουν για πράγματα που γνωρίζουν και όχι για όσα δεν γνωρίζουν. Από την άλλη, οι άνθρωποι της πόλης μας νοιάζονται πολύ για την καλοπέρασή τους – με την έννοια της ποιότητας – και όχι τόσο για το χρήμα, που δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την ποιοτική καλοπέραση. Ένα ερωτικό γαστρονομικό μυθιστόρημα φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα στο περιβάλλον της Θεσσαλονίκης.
Ο τίτλος του βιβλίου σας αποπνέει ένα μυστήριο και ελκύει τον αναγνώστη. Πώς πρόεκυψε;
Ν.Β.: Στον πυρήνα του βιβλίου, βρίσκεται ένα ανέκδοτο του Λακάν. Ένας άντρας πηγαίνει σε ένα κινέζικο εστιατόριο και προσπαθεί να διαβάσει το μενού, όμως είναι όλο γραμμένο στα κινέζικα. Φωνάζει λοιπόν την σερβιτόρα, η οποία του εξηγεί τι περιέχει το κάθε πιάτο. Του ερμηνεύει δηλαδή την επιθυμία του και τελικά την ίδια την απόλαυση.
Κάπως έτσι λειτουργεί το μαγειρείο της απόλαυσης και τελικά το μαγειρείο όλων των αισθήσεων. Η απόλαυση δεν είναι έτοιμα πιάτα σε φαστφουντάδικο – όπως επιχειρεί να μας πείσει η καταναλωτική κοινωνία γύρω μας. Δημιουργείται πάντα ανάμεσα σε δύο και είναι ένας συνδυασμός μοναδικός.
Ποιο ήταν το κίνητρο για να καταπιαστείτε με μία ιστορία, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η μαγειρική;
Π.Κ.: Η Ελλάδα έχει παράδοση στην μαγειρική – και όχι τυχαία. Οι πρόγονοί μας ήταν πότες και καλοφαγάδες αλλά και άνθρωποι ερωτικοί, αριστοτέχνες της απόλαυσης. Ακόμη και σήμερα, ο μέσος Έλληνας απολαμβάνει την ζωή του με έναν τρόπο πολύ πιο ποιοτικό από τον μέσο βορειο-Ευρωπαίο. Ελπίζουμε ότι το βιβλίο μας, που ήδη μεταφράζεται, να κυκλοφορήσει σύντομα και στην υπόλοιπη Ευρώπη, μεταφέροντας αυτό το μήνυμα από την Ελλάδα. Προτείνουμε στον υπόλοιπο κόσμο – από τη θέση του δασκάλου και όχι του φτωχού συγγενή – να μάθει να απολαμβάνει κατ’ αρχάς το ποιοτικό φαγητό, που φτιάχνεται με αγάπη και μεράκι. Ας ξεκινήσουμε από την μαγειρική και τα υπόλοιπα έπονται.
Πώς γράφεται από κοινού ένα μυθιστόρημα; Ποια στοιχεία είναι απαραίτητα για να υλοποιηθεί;
Ν.Β.: Ο Κουκουβίτης έγραψε όλες τις συνταγές του βιβλίου, ενώ εγώ δημιούργησα τους χαρακτήρες και τις ιστορίες. Μια καλή συνεργασία απαιτεί να “κουμπώνει” η έμπνευση του ενός με την έμπνευση του άλλου. Επίσης απαιτεί ταπεινότητα.
Πόσα κομμάτια δικά σας και πόσα του κυρίου Κουκουβίτη ενυπάρχουν στον κεντρικό ήρωα της ιστορίας σας, τον Απόστολο και τις μούσες του;
Ν.Β.: Έχω βιώσει συναισθηματικές και ερωτικές αγκυλώσεις παρόμοιες με αυτές των ηρωίδων του βιβλίου, όπως πιστεύω και πολλές γυναίκες της εποχής μας. Για παράδειγμα, η μετατροπή της γυναίκας σε είδος προς συναλλαγή, η οποία δεν επιτρέπει στην γυναίκα να απολαμβάνει τον έρωτα επί ίσοις όροις με τον άντρα.
Ο Κουκουβίτης εν μέρει αποτέλεσε την έμπνευση για τον κεντρικό ήρωα, ως γευσιγνώστης αλλά και ζωγράφος.
Κατά τα λοιπά, το βιβλίο είναι προϊόν μυθοπλασίας, κυρία Δούλη.
Πώς ξεκινάει και πού μπορεί να τελειώνει η ταύτιση δύο φαινομενικά άγνωστων ανθρώπων, όταν δεν φαίνεται ότι έχουν κάτι κοινό, όμως στην ουσία μπορεί να κουβαλούν τα ίδια βιώματα;
Ν.Β.: Υπάρχει κάτι κοινό σε όλους τους ανθρώπους. Ο T.S. Eliot το αποκαλούσε, “an infinitely gentle, infinitely suffering thing”. Αυτό είναι πιστεύω που μας ενώνει, όλους. Από εκεί ξεκινούμε όλοι κι εκεί τελειώνουμε.
Μήπως η ζωή μας τελικά είναι μια σειρά γεγονότων, που μόνο όταν ξέρουμε να τα «μαγειρεύουμε» σωστά μπορούμε να πετύχουμε αυτό που θέλουμε;
Ν.Β.: Η ζωή μας είναι μια σειρά επιλογών. Και βέβαια χρειάζεται ένα εμπνευσμένο “ξεδιάλεγμα” των συστατικών της ζωής, όπως και του χαρακτήρα μας. Ιεραρχούμε και επιλέγουμε τα πιο ποιοτικά, τα πιο φωτεινά κομμάτια της ζωής, απορρίπτοντας τα ευτελή. Όταν το κάνουμε σωστά δηλαδή…
Η μαγειρική κατά τη γνώμη σας είναι αγχολυτική; Μπορεί να αποτελέσει κι ένα είδος … ψυχανάλυσης;
Π.Κ.: Η μαγειρική μπορεί να βοηθήσει κάποιον να δει την ζωή από μία καλύτερη οπτική γωνία. Για να μαγειρέψεις, πρέπει να ξέρεις τι θέλεις να φτιάξεις, να έχεις την συνταγή, να διαλέξεις τα υλικά, να ανακαλύψεις ότι η ποιότητα είναι αποτέλεσμα ενασχόλησης και φροντίδας. Εκεί αρχίζει και υπεισέρχεται η απόλαυση της δημιουργίας, η δύναμη της αυτοπεποίθησης και τέλος η διάθεση του μοιράσματος. Αρχίζει και φτιάχνει το σενάριο της ζωής μας, έτσι δεν είναι;
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένας καταιγισμός εκπομπών μαγειρικής. Κατά τη γνώμη σας ποιος είναι ο λόγος;
Ν.Β.: Οι άνθρωποι πεινούν για αυτά που περιγράψαμε πιο πάνω. Προσπαθούν να αναιρέσουν την κακή ποιότητα ζωής που τους πλασάρεται. Προσπαθούμε να πάρουμε ξανά τον έλεγχο της ζωής μας στα χέρια μας, τον έλεγχο αυτών που μας τρέφουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ποια είναι η δική σας σχέση με το φαγητό, κύριε Κουκουβίτη;
Π.Κ.: Είμαι καλοφαγάς και καλός μάγειρας. Η Ντόρα Βαλκάνου δεν τρώει κρέας εκ πεποιθήσεως και της αρέσουν τα ψάρια και τα θαλασσινά.
Τι πιστεύετε ότι θα μείνει στον αναγνώστη, μόλις κλείσει την τελευταία σελίδα «Του μαγειρείου των αισθήσεων»;
Ν.Β.: Μια αίσθηση φωτός. Σαν να τους τάισε κάποιος, διαλέγοντας από όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος μόνο ότι ήταν καλό, αληθινό και όμορφο. Αυτές φυσικά είναι οι ιδιότητες του Έρωτα.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο, κυρία Βαλκάνου;
Ν.Β.: Την ενοποίησή του. Δεν υπάρχει τίποτε παράταιρο και αντιφατικό στην φιλοσοφία που προτείνουμε για το πώς πρέπει να ζούμε την ζωή μας. Όλα δένουν με απόλυτα αρμονικό τρόπο. Αυτή είναι μία καλή συνταγή.
Βρίσκεται πως η λογοτεχνία στην εποχή που διανύουμε είναι απαραίτητη για τον Έλληνα;
Ν.Β.: Είναι απαραίτητη για όλο τον δυτικό κόσμο, όπου όλοι είμαστε Έλληνες.
Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός μυθιστορήματος που θα συζητηθεί, που θα το εκτοξεύσει στην κορυφή και οι αναγνώστες θα το αγκαλιάσουν;
Ν.Β.: Το μυστικό είναι να περιέχει την αλήθεια, με τρόπο αδιαμφισβήτητο και ενοποιημένο, δημιουργώντας στον αναγνώστη την αίσθηση ότι και ο ίδιος μετέχει της αλήθειας αυτής. Πρέπει δηλαδή ο αναγνώστης να ανα-γνωρίσει την αλήθεια, αυτή που ξέρει ήδη βαθειά μέσα του και την έχει ίσως ξεχάσει. Αυτή είναι η έννοια της ανάγνωσης εξάλλου.
Θα συνεχίσετε το ταξίδι της συγγραφής από κοινού ή χώρια;
Π.Κ.: Θα ήταν χαρά μας μια νέα μελλοντική συνεργασία. Είμαστε δύο πολύ αγαπημένοι φίλοι και το διασκεδάζουμε ειλικρινά.
Ποιες είναι οι ελπίδες και τα όνειρα σας για το αύριο;
Π.Κ.: Η Ελλάδα να ξαναβρεί την έμπνευσή της και να αναδείξει τα πιο θετικά σημεία του τόπου αυτού και των ανθρώπων που κατοικούν εδώ, στην πιο φωτεινή γωνιά της γης. Να μάθουμε ξανά να προσφέρουμε, από αυτό που διαθέτουμε σε περίσσεια, κυρία Δούλη.
ΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΟΥΣ
Η Ντόρα Βαλκάνου γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη και είναι μητέρα τριών παιδιών. Φοίτησε στο Hofstra University της Νέας Υόρκης.
Από το 1987 και μετά εργάστηκε ως καθηγήτρια στο New York College και στο City College στη Θεσσαλονίκη. Από το 1997 εργάζεται στο Γραφείο Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης.
Μία συλλογή ποιημάτων της στα αγγλικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό eleven το 1985 στη Νέα Υόρκη.
Το 1986, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Αμερικανικής Ποίησης, Nancy P. Schnader Poetry Award, από την Ακαδημία Αμερικανών Ποιητών στη Νέα Υόρκη.
Ο Παναγιώτης Κουκουβίτης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1956, ζει και εργάζεται στην ίδια πόλη. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Ασχολείται επαγγελματικά με το εμπόριο τροφίμων με εξειδίκευση στα τυροκομικά και τα προϊόντα υψηλής γαστρονομίας.
Είναι ιδρυτικό μέλος και Πρόεδρος της Ελληνικής Λέσχης Γαστρονομίας. Διετέλεσε Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Ελληνικού Slow Food της Β. Ελλάδας.
Διετέλεσε, επί σειρά ετών, σύμβουλος έκδοσης και συντάκτης σε περιοδικά γεύσης. Ανέπτυξε παράλληλη δραστηριότητα στη ζωγραφική. Έργα του βρίσκονται στην Πινακοθήκη ΕΜΣ, είναι ανηρτημένα σε ηλεκτρονικές πινακοθήκες και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές. Είναι μέλος του ΣΚΕΤΒΕ.
* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 23/1/2015.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!