Η Αργεντινή «μπήκε» στη ζωή της το 1978 όταν σπούδαζε στη Γαλλία και συμμετείχε σε κάποιες ομάδες αλληλεγγύης και συμπαράστασης στα θύματα των δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής, που τότε ήταν πολλές και δραστήριες.
Ο πονεμένος αυτός λαός της βασανισμένης αυτής χώρας, στο πέρασμα των αιώνων, για να εκφράσει τα όνειρα και τις επιθυμίες του σε πείσμα των ταπεινώσεων και των αδικιών, που του έχουν επιβληθεί βρήκε καταφύγιο στη λογοτεχνία.
Η Όλγα Προφίλη αγάπησε τους ανθρώπους και επεξεργάσθηκε το αγνό υλικό που έχει μέσα της. Το έκανε μυθιστόρημα ειλικρινές και χρήσιμο για τον αναγνώστη.
Η ίδια αγαπά τις πόλεις, διότι μεγαλώνουν μαζί μας, μεταβάλλονται και κλείνουν χιλιάδες μυστικά. Τις βρίσκει ελκυστικές και επιθυμεί να τις γνωρίσει και να ανακαλύψει αυτό που κρύβουν μέσα τους.
Πάντα έβρισκε και συνεχίζει να βρίσκει καταφύγιο στη λογοτεχνία. Η πένα της είναι τολμηρή, εύθραυστη, περιπετειώδης. Κινείται από μια εσωτερική δύναμη που την ωθεί στην ανάγκη να εκφράσει αυτά που τραβούν το ενδιαφέρον της, παρατηρεί, ανακαλύπτει και ερευνά…
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πριν δύο μέρες και συγκεκριμένα στις 27 Μαΐου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Καλειδοσκόπιο» η πρώτη σας συγγραφική δουλειά. Πώς συλλάβατε την ιδέα του βιβλίου «Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες», κυρία Προφίλη;
Η ιδέα τριγυρνούσε στο μυαλό μου για χρόνια, χωρίς όμως να την επεξεργάζομαι. Πριν από 4 χρόνια, καθαρίζοντας το υπόγειο του σπιτιού μου στις Βρυξέλλες βρήκα ένα παλιό χειρόγραφο που είχα ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και αποφάσισα ότι είχε έρθει πια η στιγμή να το βάλω μπροστά.
Το βιβλίο σας είναι δομημένο σε πολλαπλά επίπεδα, πολυπολιτισμικό, ιστορικό, πολιτικό, μεταναστευτικό. Αυτή η πρωτότυπη δομή ήρθε αυθόρμητα μέσα από τη διαδικασία της γραφής ή ήταν εξαρχής στο μυαλό σας;
Όχι δεν ήρθε αυθόρμητα μέσα από τη διαδικασία της γραφής, κυρία Δούλη. Αλλά σίγουρα είναι αυθόρμητη γιατί εκφράζει αυτό που είμαι στην πραγματικότητα κι αυτό που από την πρώτη στιγμή που πλησίασα την Αργεντινή με σαγήνευσε σε αυτή τη χώρα. Το ανακάτεμα και η ένταξη των Ευρωπαίων μεταναστών, που κατέκλυσαν τη χώρα από τις αρχές του 20ού αιώνα. Μετανάστες με διαφορετικές γλώσσες και προσωπικά βιώματα που άφηναν την Ευρώπη είτε για να βρουν ένα καλύτερο μέλλον, είτε γιατί ήθελαν να γλυτώσουν από κάποιο πόλεμο, παγκόσμιο ή εμφύλιο, είτε για να τους ξεχάσει η δικαιοσύνη, όπως πολλοί ναζί που κρύφτηκαν στην Αργεντινή μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Βρίσκω εξαιρετική την φράση του μεξικανού συγγραφέα Οκτάβιο Πας που χαρακτηρίζει τους Αργεντίνους δηλώνοντας ότι ενώ οι Μεξικανοί κατάγονται από τους Αζτέκους και οι Περουβιανοί από τους Ίνκας, οι Αργεντίνοι κατεβαίνουν (στα ισπανικά κατάγομαι και κατεβαίνω είναι το ίδιο) από τα πλοία.
Τι σας έκανε να τοποθετήσετε τη δράση του μυθιστορήματος σας στην Αργεντινή;
Η Αργεντινή “μπήκε” στη ζωή μου το 1978 όταν σπούδαζα στη Γαλλία και συμμετείχα σε κάποιες ομάδες αλληλεγγύης και συμπαράστασης στα θύματα των δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής που τότε ήταν πολλές και δραστήριες.
Πόσο βαθιά ερευνήσατε τα απόκρυφα αυτής της περιόδου πριν αρχίσετε να γράφετε;
Πέραν του ότι έζησα αυτή την εποχή κοντά στους πολιτικούς πρόσφυγες, «ξαναγύρισα πίσω» στα γεγονότα τα τελευταία χρόνια με προσωπική έρευνα και συνεντεύξεις στην Αργεντινή.
Πόσο «μικροί» είμαστε μπροστά στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα; Μας καθορίζουν ολοκληρωτικά, κυρία Προφίλη;
Αναμφισβήτητα καθορίζουν τη ζωή αυτών που επιζούν, κυρία Δούλη. Με απασχόλησαν ιδιαίτερα στην έρευνά μου οι συνέπειες της εξαφάνισης ενός συγγενικού προσώπου. Πώς με άλλα λόγια οι συγγενείς ενός αγνοούμενου βιώνουν την απώλεια στην καθημερινή τους ζωή, πώς τα καταφέρνουν. Μερικοί παραδίδονται, άλλοι, όπως οι μητέρες και οι γιαγιάδες της πλατείας του Μάη συνεχίζουν να αγωνίζονται. Θυμάμαι πόσο με είχε συγκλονίσει η αυτοκτονία μιας γυναίκας το 2010. Ήταν 4 χρονών, όταν οι στρατιωτικοί την παρέδωσαν στη γιαγιά της, αφού είχαν σύρει βίαια έξω από το σπίτι τους γονείς και την μικρή της αδελφή που ήταν ακόμα βρέφος. Πέρασε 40 χρόνια της ζωής της αναζητώντας, μαζί με τη γιαγιά της, τα ίχνη των εξαφανισμένων γονιών της και τη μικρή της αδελφή. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, το κοριτσάκι είχε υιοθετηθεί και αλλάξει όνομα. Λίγα χρόνια μετά το θάνατο της γιαγιάς της, επέστρεψε στο διαμέρισμα όπου είχε μεγαλώσει με τη γιαγιά της και έδωσε τέλος στη ζωή της πέφτοντας από το μπαλκόνι.
Η χρονική απόσταση βοηθά έναν συγγραφέα να δει την εποχή με έναν πιο ώριμο τρόπο;
Η χρονική απόσταση θα έπρεπε να βοηθάει τους ανθρώπους να μαθαίνουν από τα λάθη τους και να μην ξεχνούν. Δυστυχώς όμως η ιστορία επαναλαμβάνεται, διότι η μνήμη χάνεται. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να συμπεριφέρονται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα στο παρελθόν. Για τον λόγο αυτό οι μανάδες και οι γιαγιάδες της Πλατείας του Μάη αγωνίστηκαν να μην παραδοθούν στη συλλογική λήθη τα εγκλήματα των στρατιωτικών. Μετά το 2004 οι οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατάφεραν να μετατρέψουν το άντρο των βασανιστηρίων, τη φοβερή ESMA, (Σχολή των Μηχανικών του Ναυτικού) σε Μουσείο της Μνήμης, για να μην ξεχαστούν ποτέ οι αποτροπιαστικές πράξεις εκείνων των χρόνων.
Φαίνεται πως αγαπάτε πολύ την Αθήνα, το Παρίσι, την Ιταλία, την Αργεντινή. Τι τροφοδοτεί αυτή την αγάπη σας;
Ταξιδεύω πολύ, κυρία Δούλη. Αγαπώ τις πόλεις, όχι μόνο αυτές που περιγράφω στο μυθιστόρημά μου. Κι αυτό γιατί μεγαλώνουν μαζί μας, μεταβάλλονται και κλείνουν χιλιάδες μυστικά. Τις βρίσκω ελκυστικές, με καλούν να τις γνωρίσω και να ανακαλύψω τι κρύβουν μέσα τους.
Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου σας, η Νίνα έχει μια ιδιαίτερη σχέση αλλά και μόνιμο σύμμαχο στα γεγονότα της ζωής της τη μουσική και τα τραγούδια. Θέλετε να μας το αναλύσετε;
Η Νίνα μεγαλώνει με τη μουσική. Ο Αλμπέρτο, ο Ιταλός πατέρας της, είναι λάτρης της Όπερας και παίζει πιάνο. Η ίδια χωρίς να το καταλαβαίνει χρησιμοποιεί τα τραγούδια για να βρίσκει λύσεις στα θέματα που την απασχολούν κάνοντας στο μυαλό της διασκεδαστικούς συνειρμούς.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή του «Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες»;
Η αλήθεια είναι ότι το σκεφτόμουνα πάρα πολλά χρόνια, χωρίς να του έχω δώσει μια συγκεκριμένη μορφή. Δεν ήμουνα καν σίγουρη σε ποια γλώσσα θα το γράψω. Η ελληνική είναι η μητρική μου γλώσσα, αλλά δεν την χρησιμοποιώ καθημερινά. Ώσπου μια μέρα πριν από 4 χρόνια, αισθάνθηκα ότι έπρεπε να το αρχίσω. Έτσι και έγινε.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Το ταξίδι που έκανα δουλεύοντας το.
Θέλετε να μας πείτε δύο χαρακτηριστικά αποφθέγματα από τους βασικούς ήρωες του βιβλίου σας;
Η σχέση της Νίνας με τον Λέο, τον αργεντινό πρόσφυγα, είναι γεμάτη ατυχείς συγκυρίες. Κάτι που στα ισπανικά εκφράζει η λέξη «δεσενκουέντρο», αλλά που δεν είναι δυνατόν να μεταφραστεί στα ελληνικά. Αυτή τη λέξη πρωτο-ακούει η Νίνα στο Μπουένος Άιρες από ένα γκαρσόνι, αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί ο Λέο όταν της γράφει. Το «δεσενκουέντρο» προβληματίζει τη Νίνα, όταν επιχειρεί να έρθει σε επαφή μαζί του. Και ως από μηχανής θεός έρχεται στο μυαλό της το ρεφρέν ενός τραγουδιού που γνωρίζουν και οι δύο, το «Tourbillon de la Vie», το στροβίλισμα της ζωής. Το τραγούδι που τραγουδάει η Ζαν Μορό στο έργο του Τρυφώ για τον Ζυλ και τον Τζιμ. Με αυτό το ρεφρέν τον αποχαιρετά σε ένα γράμμα της, ευχόμενη το στροβίλισμα της ζωής να τους ξαναφέρει μια μέρα κοντά.
Θα θέλατε να μας πείτε τι ακριβώς λέει αυτό το ρεφρέν;
Ναι βεβαίως. Το έχω μεταφρασμένο στα ελληνικά μέσα στο βιβλίο :
«Γνωριστήκαμε, αναγνωριστήκαμε,
Χαθήκαμε, ξαναχαθήκαμε,
Ξαναβρεθήκαμε, ξαναχωρίσαμε,
Στο στροβίλισμα της ζωής».
Έτσι και στο βιβλίο, τα κεφάλαια δηλώνουν την αρχή του κάθε στίχου. Έτσι λειτουργεί η Νίνα. Οι συνειρμοί ταξιδεύουν στο μυαλό της, και παίρνουν μορφή, πρώτα σαν μουσική και μετά σαν στίχοι ενός συγκεκριμένου τραγουδιού. Το πρόβλημα που την απασχολεί προσδιορίζεται με αυτό τον τρόπο και της γίνεται κατανοητό.
Πολλοί συγγραφείς εκδίδουν βιβλία μέσα σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πώς το σχολιάζετε αυτό;
Κάθε συγγραφέας είναι διαφορετικός, κυρία Δούλη. Εγώ προσωπικά κινούμαι από μια εσωτερική δύναμη που με ωθεί στην ανάγκη να εκφράσω αυτά που τραβούν το ενδιαφέρον μου, παρατηρώ, ανακαλύπτω και ερευνώ.
Μοιράζετε τον χρόνο σας ανάμεσα στις Βρυξέλλες, την Καρδαμύλη και το Μπουένος Άιρες. Πώς το καταφέρνετε;
Ζω από το 1976 εκτός Ελλάδας. Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά στην Καρδαμύλη ένιωσα ότι θα μπορούσα να ρίξω ρίζες. Τις υπόλοιπες ρίζες τις μεταφέρω επάνω μου, στα κλειδιά και κινητά που έχω στην τσάντα μου προσπαθώντας να μη τα χάσω…προς το παρόν στις Βρυξέλλες και στο Μπουένος Άιρες. Αργότερα δεν ξέρω…
Στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε κρίσιμο σημείο. Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται η ταυτότητα της Ελλάδας;
Οι Έλληνες ήταν για μένα, που εργάστηκα χρόνια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από τους θερμότερους υποστηρικτές του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή, όχι όμως μόνο ελληνική. Διακυβεύεται η ίδια η Ευρωπαϊκή ταυτότητα. Αυτό το οικονομικό, πολιτικό, σκληρό παιχνίδι που παίζεται θα έχει βαριές συνέπειες για ολόκληρη την Ευρώπη.
Στο βιογραφικό σας εξομολογείστε πώς ένα παραλίγο μοιραίο τροχαίο ατύχημα σας άλλαξε ριζικά τον τρόπο που αντιμετωπίζετε τη ζωή. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας αυτόν τον τρόπο σκέψης, κυρία Προφίλη;
Πριν από το ατύχημα, ζούσα με την αίσθηση ότι ήθελα να προφτάσω ένα τρένο που ήταν έτοιμο να φύγει. Έφτανα στην αποβάθρα κουβαλώντας δυο ασήκωτες βαλίτσες που με έκαναν να κινούμαι αργά και με μεγάλη δυσκολία. Είχα πλήρη επίγνωση της αδυναμίας μου, αλλά δεν ελάφρυνα το βάρος πετώντας κάποια αντικείμενα από τις βαλίτσες μου. Και το τρένο έφευγε χωρίς εμένα. Το γεγονός ότι μπορεί σήμερα να μην σας έδινα αυτή τη συνέντευξη με έκανε να δω τις δυο βαλίτσες με άλλο μάτι, να τις ζυγίσω διαφορετικά και να αλλάξω προτεραιότητες.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Η ανεπίστρεπτη διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας που το ανθρώπινο στοιχείο επιφέρει στον πλανήτη μας. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι αλλά παραμένουμε απαθείς παρατηρητές. Θα έπρεπε να αποκτήσουμε μεγαλύτερη περιβαλλοντική παιδεία! Γιατί δυστυχώς, ο χρόνος μας εξαντλείται, η άμμος στην κλεψύδρα σώνεται!
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Όλγα Προφίλη γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι τα 18 της.
Σπούδασε Ιταλική Φιλολογία και Γλωσσολογία καθώς και Γεωγλωσσολογία Λατινογενών Γλωσσών στην Γκρενόμπλ. Eκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή πάνω στο κατωιταλικό ιδίωμα της Απουλίας.
Εργάστηκε ως ερευνήτρια στην Γκρενόμπλ και την Οξφόρδη και στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης Απασχολήθηκε επίσης, στον τομέα ενημέρωσης του γυναικείου κοινού στις χώρες της Ευρώπης και υπήρξε πρόεδρος του Προσωπικού της Επιτροπής.
Το 2005, ένα παραλίγο μοιραίο τροχαίο ατύχημα, άλλαξε ριζικά τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη ζωή.
Μιλάει έξι γλώσσες και μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στις Βρυξέλλες, την Καρδαμύλη και το Μπουένος Άιρες.
Το Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Μετέωρα» στις 29 Μαΐου 2015.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!