Η ζωή μας δεν είναι άχρωμη. Επιφυλάσσει συναντήσεις, κρύβει εκπλήξεις… απρόοπτα συμβάντα που της δίνουν ενδιαφέρον. Ο ίδιος υφαίνει το δικό του ανεξάρτητο νήμα. Κατευθύνει με ένστικτο και γνώση το σφυροκόπημά του, γνωρίζει καλά να κοινωνεί τη βαθύτερη ανάγκη του για Τέχνη και να τη μετουσιώνει σε σώμα, σε ψυχή, σε πατρίδα. Κατέχει ότι η καταξίωση δεν έρχεται δίχως η παλάμη να αγγίξει την τραχιά και καυτή ηφαιστειακή πέτρα. Δίχως η αδυσώπητη λάβα να σου κάψει τη σάρκα. Τολμά.
Η ζωή του αντιστέκεται στη ρηχή απλοποίηση, στη ρουτίνα και στη συνήθεια, στην πλήξη, στη στασιμότητα, στην άνευ ουσίας επανάληψη, στο βόλεμα. Έχει άποψη και αυτοέλεγχο. Τόλμη και λάμψη γνήσιου Ηπειρώτη, δίψα για περιπέτεια, βαθυστόχαστη μαγεία λόγου. Στάση ζωής και εξυπνάδα για αξιοποίηση των ευκαιριών.
Ο Μιχάλης Γκανάς έχει το χάρισμα του δημιουργού, έχει τον τρόπο να στηρίζει εαυτόν και αλλήλους. Κατεργάζεται το πάθος. Διαχειρίζεται συναισθηματικές χορδές. Χτίζει χερσότοπους. Δουλεύει και διαρκώς εξελίσσεται. Ωριμάζει με ποιότητα. Πατάει σε βάσεις γερές, που ο ίδιος με πείρα και αποκτημένη γνώση θέτει. Πολεμιστής τής ζωής αλλά και της ποίησης..
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Αρχίζω αυτή την κουβέντα μαζί σας δανειζόμενη στίχους από ένα από τα υπέροχα τραγούδια που έχετε γράψει. «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάμε…». Άλλαξε ο τρόπος που κοιτάμε στις μέρες μας, κύριε Γκανά;
Ο τρόπος που κοιτάμε αλλάζει πάντα καθώς μεγαλώνουμε. Λίγο η μυωπία, λίγο η πρεσβυωπία… Αυτό όμως είναι το λιγότερο, γιατί υπάρχουν και τα γυαλιά. Το δύσκολο είναι να σχηματίσεις μια καθαρή εικόνα, κοιτάζοντας έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Αυτό συμβαίνει στις μέρες μας, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν ζούμε το τέλος μιας εποχής ή το τέλος τού κόσμου όπως τον ξέραμε. Δεν μας βοηθάνε και τα γυαλιά, που δεν είναι καν τα δικά μας, γιατί «μας τα βάζουν» άλλοι, οι οποίοι βλέπουν καλύτερα υποτίθεται, αλλά είναι βέβαιο ότι μας οδηγούν στο γκρεμό.
Αυτή την εποχή τής περιρέουσας μελαγχολίας και της κατάθλιψης η ποίηση έχει τελικά κάτι να πει στον κόσμο;
Η ποίηση έχει πάντα κάτι να πει, αλλά δεν βιάζεται να το πει, κυρία Δούλη. Δεν προσφέρεται για επείγοντα περιστατικά. Χρειάζεται χρόνο για να μετουσιώσει σε λόγο τα τρέχοντα. Αλλά κι αν μιλούσε αμέσως, ποιος θα το έπαιρνε χαμπάρι; Ο κόσμος; Ποιος κόσμος; Ξέρετε πόσοι διαβάζουν ποίηση; Ελάχιστοι. Ψυχραιμία λοιπόν. Υπάρχουν εξάλλου τόσα ποιήματα που μιλούν για καταστάσεις ανάλογες με τη σημερινή, που όποιος ενδιαφέρεται μπορεί εύκολα να τα βρει.
Ο έμμετρος λόγος σε τι διαφέρει από τον πεζό κατά τη γνώμη σας;
Ο ποιητικός λόγος έχει ρυθμό, είναι πιο «μουσικός», ενώ ο πεζός λόγος, χωρίς να του λείπει εντελώς ο ρυθμός, περπατάει αντί να χορεύει. «Πρόζα που χορεύει είναι κακή πρόζα», λέει κάπου ο Σεφέρης. Άλλη μια διαφορά έχει να κάνει με την ταχύτητα (κατοστάρης δρομέας ο ποιητής) και την αντοχή (Μαραθωνοδρόμος ο πεζογράφος).
Ορίζεται η ποίηση; Κι αν ναι πώς την ορίζει ο Μιχάλης Γκανάς;
Δεν είμαι υπέρ των ορισμών, αλλά θα δανειστώ ένα Ινδιάνικο ρητό, που μου αρέσει πολύ: Ποίηση είναι όταν δύο λέξεις συναντιούνται για πρώτη φορά.
Πότε έγινε η πρώτη σας συγγραφική απόπειρα;
Πολύ νωρίς, στην τελευταία τάξη του Δημοτικού.
Υπάρχει κάποιο κείμενο, μια φράση, μια λέξη, που επέδρασε καταλυτικά στη γραφή σας;
«Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», γράφει ο Σεφέρης. Χρειάζονται πολλά κείμενα, πολλές φράσεις, χιλιάδες λέξεις και εικόνες αλλά και πολλή καθημερινότητα, αμέτρητα όνειρα, σιδερένια πειθαρχία και αχαλίνωτη φαντασία, για να γράψεις κάτι τής προκοπής. Κι αν το γράψεις.
Στα ποιήματά σας αποτυπώνετε προσωπικά σας βιώματα;
Ναι, αλλά δεν αυτοβιογραφούμαι ακριβώς. Είναι δύσκολο να το πω χωρίς να παρεξηγηθώ, αλλά αισθάνομαι σαν να γράφω μία ομαδική αυτοβιογραφία της φάρας μου, της φυλής μου, των ανθρώπων, σαν να χάνω σταδιακά τη δική μου μνήμη και να καταδύομαι στη συλλογική μνήμη τού είδους.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας Έλληνας ποιητής;
Είναι πολλοί οι αγαπημένοι μου Έλληνες ποιητές, αν έπρεπε όμως να ξεχωρίσω δύο θα ήταν ο Κώστας Κρυστάλλης και ο Γιώργος Σεφέρης, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.
Βαδίζουμε σε μια μακρόχρονη κρίση; Ελπίζετε σε κάτι;
Ελπίζω. Δεν ξέρω ακριβώς σε τί. Ακόμη κι όταν απελπίζομαι, περισσότερο τότε, απελπίζομαι ελπίζοντας…
Υπάρχει μια αίσθηση στην κοινωνία ότι το πολιτικό σύστημα έχει αποτύχει ή τουλάχιστον έχει απογοητεύσει οικτρά τους πολίτες. Ποια είναι η γνώμη σας;
Όλοι το ίδιο νιώθουμε. Δεν φτάνει όμως. Κάτι πρέπει να γίνει. Εγώ πάντως δεν έχω να προτείνω κάτι. Ας σιωπήσουμε λίγο μήπως και ακουστεί κάτι χρήσιμο, που χάνεται μέσα στην οχλαγωγία μας.
Τι είναι τελικά η ζωή μας; Μια παγίδα, μια απάτη ή κάτι άλλο;
Μεγάλη κουβέντα, σηκώνει τσιγάρο κι εγώ το έκοψα από το 2006…
Τι λάφυρα έχετε πάρει από την ποίηση, αλλά και πόσο σας έχει κουρσέψει;
Μόνο καλά έχω πάρει από την ποίηση. Καθόλου δεν με κούρσεψε, αντίθετα με πλούτισε. Δεν είμαι ο τύπος τού «σταυρωμένου» καλλιτέχνη, που σηκώνει στις πλάτες του τις αμαρτίες τού κόσμου, ούτε ο «καταραμένος» ποιητής, που αναλώνεται για πάρτη του, περιφρονώντας τον κοσμάκη. Η ποίηση μόνο δώρα μού έφερε. Μακάρι να της έδωσα κάτι κι εγώ. Ένα πράσινο φύλλο, που λέει ο λόγος.
Έχετε πει ότι το Δημοτικό τραγούδι ήταν η κιβωτός σας. Αγαπάτε το δημοτικό τραγούδι; Βρίσκετε σ’ αυτό πράγματα να σας εμπνεύσουν;
Το Δημοτικό τραγούδι είναι ο Δάσκαλός μου. Δημοτικά τραγούδια γράφω κι εγώ, σαν καλός μαθητής, με τον τρόπο μου, που θα μπορούσαν να στεγαστούν κάτω από τις ίδιες ενότητες: της αγάπης, της ξενιτιάς, του κάτω κόσμου, της κλεφτουργιάς (για τους λυπημένους τού εμφυλίου).
Πολλά ποιήματά σας έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες και έχουν τραγουδηθεί από πολλά χείλη. Είναι αυτό σπουδαίο για έναν ποιητή;
Είναι μεγάλη χαρά. Γιατί το τραγούδι αποζημιώνει τον ποιητή που θα το υπηρετήσει με αγάπη, ταξιδεύοντας τα λόγια του στο μεγάλο κοινό, εκεί όπου τα ποιήματά του δεν θα φθάσουν ποτέ.
«Άψινθος» είναι το νέο ποιητικό σας βιβλίο, που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις «Μελάνι» και κατέχει τις πρώτες θέσεις σε πωλήσεις. Το βιβλίο συνομιλεί με την «Αποκάλυψη του Ιωάννου», απ’ όπου αντλεί και τον τίτλο του. Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο; Ποιο είναι το στίγμα του;
Είναι ένα βιβλίο για την Ύβρι του ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και στο ίδιο του το σπίτι, τον Γαλάζιο Πλανήτη. Η συνέχεια στα βιβλιοπωλεία…
Μετέωρα. Τι σας έρχεται αυθόρμητα στα χείλη;
Μια Πύλη τού Ουρανού, για πιστούς και απίστους.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
O Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Παρακολούθησε Νομικά χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Βιβλιοπώλης για μία δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 έως το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρία.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες συνθέτες. Μετέφρασε τις Νεφέλες τού Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κούν και τούς Επτά επί Θήβας τού Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών.
Τo 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για το βιβλίο του Παραλογή, το 2009 με το βραβείο Καβάφη, και το 2011 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το σύνολο του ποιητικού έργου του.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ” ΣΤΙΣ 18-1-2013
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!