Ηταν 24 Φεβρουαρίου 2012, όταν στις σελίδες των «Μετεώρων» γεννήθηκε η στήλη «Πρόσωπα». Από τότε πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Τέσσερα μοναδικά χρόνια που μου χάρισαν την μαγευτική εμπειρία της αρθρογραφίας.
Μέσα σ’ αυτό το διάστημα φιλοξενήθηκαν στη στήλη πάνω από 150 πρόσωπα από το λογοτεχνικό και πνευματικό στερέωμα της χώρας μας – και όχι μόνο. Εκατόν πενήντα συγγραφείς και λογοτέχνες, άλλοι γνωστοί και άλλοι λιγότερο. Όλοι τους όμως είχαν κάτι να πουν, κάτι σημαντικό, και να το μοιραστούν μαζί μας. Όλοι τους μας χάρισαν ένα κομμάτι από την ψυχή τους.
Σε περιόδους κρίσης οι πνευματικοί άνθρωποι οφείλουν να είναι οι φωτεινοί μας φάροι κι εκείνοι που θα μας καθοδηγούν, για να μας βγάλουν τελικά από τις συμπληγάδες μας.
Τους ευχαριστώ όλους κι έναν έναν ξεχωριστά για την τιμή που μου έκαναν να ανταποκριθούν στο κάλεσμά μου, αλλά και διότι μ’ έκαναν σοφότερη. Ελπίζω κι εσάς!
Τους ευχαριστώ και σας ευχαριστώ από καρδιάς, διότι αν δεν ήσασταν όλοι εσείς που αγκαλιάσατε αυτή τη στήλη με αγάπη κι ενδιαφέρον, δεν θα συνεχίζαμε μαζί αυτό το πολύτιμο ταξίδι!
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Διακρίνεστε για την ικανότητά σας να μαγεύετε τον αναγνώστη αλλά και για την ειλικρίνεια με την οποία «αγγίζετε» τις ιστορίες των βιβλίων σας, γι’ αυτό εξάλλου βρίσκονται και στις πρώτες θέσεις πωλήσεων. Πώς έχετε καταφέρει, κυρία Μαντά, να δημιουργήσετε τόσο πιστό κοινό, που σας ακολουθεί τόσα χρόνια τώρα;
Αυτή είναι μια ερώτηση που κανείς δεν μπορεί ν’ απαντήσει! Μάλλον θα απαντούσαν καλύτερα οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες, για ποιο λόγο τα βιβλία μου αγγίζουν τόσο πολύ την ψυχή τους. Υποθέτω ότι το ένστικτο του εκάστοτε αναγνώστη, αναγνωρίζει την εντιμότητα και την αλήθεια μου, όπως αυτή αναδύεται από κάθε μυθιστόρημά μου.
Στις 10 Δεκεμβρίου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» το τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο «Όσα ήθελα να δώσω», ένα βιβλίο που δίνει τη συνέχεια και το τέλος στα δώδεκα προηγούμενα βιβλία σας. Θέλετε να μας πείτε πως προέκυψε αυτό το βιβλίο;
Ήταν μια απάντηση στις δεκάδες ερωτήσεις αναγνωστών που δέχομαι τόσα χρόνια. Ήθελαν να μάθουν την μοίρα όσων αγάπησαν και αυτό μου έδινε μεγάλη χαρά γιατί ήταν φανερό ότι η Θεανώ, η Κλαίλια, η Ηρώ, η Ντάτα, τα κορίτσια από το σπίτι δίπλα στο ποτάμι και όλες οι άλλες ηρωίδες μου ήταν για το αναγνωστικό κοινό όχι χάρτινοι, αλλά αληθινοί χαρακτήρες!
Είναι πραγματικά μια πρωτότυπη ιδέα να γυρίσετε πίσω και να πιάσετε από την αρχή το νήμα των ιστοριών σας αλλά και να τα «πείτε» ξανά με τους ήρωές σας. Πώς αισθανθήκατε όταν γυρίσατε πίσω και τι είναι αυτό που ανακαλύψατε;
Μοναδικό το ταξίδι, πραγματικά, κυρία Δούλη. Συναντήθηκα ξανά με τα μυθιστορήματά μου και κατάφερα να τα αντιμετωπίσω σαν αναγνώστρια. Αφενός μου άρεσε ό,τι διάβασα και αφετέρου διαπίστωσα ότι τελικά, δεν είχα μετανιώσει για τίποτα! Δεν θα άλλαζα το παραμικρό στην εξέλιξη κάθε ιστορίας!
Τα βιβλία πόσα ταξίδια αντέχουν;
Άπειρα! Το λέω και το πιστεύω: Γερό σκαρί κάθε βιβλίο. Αντέχει να μας ταξιδεύει ξανά και ξανά. Ένα βιβλίο ούτε γερνάει, ούτε πεθαίνει. Και κάθε φορά που ανατρέχεις στις σελίδες του, και κάτι διαφορετικό ανακαλύπτεις.
Και μια που γυρίσαμε πίσω, πριν τέσσερα ακριβώς χρόνια μου παραχωρήσατε την πρώτη συνέντευξη της στήλης «Πρόσωπα», από τότε κυκλοφόρησαν άλλα τέσσερα βιβλία σας με απόλυτη επιτυχία. Επέλεξα λοιπόν να γιορτάσω τα γενέθλια της στήλης μαζί σας και να μιλήσουμε ξανά ανοίγοντας ακόμη ένα κύκλο. Τότε μεταξύ άλλων σας είχα κάνει και την ερώτηση «Πιστεύατε σ’ αυτή σας την επιτυχία όταν πλησιάσατε τον πρώτο εκδοτικό οίκο»; Τι θα μου απαντούσατε σήμερα, κυρία Μαντά;
Η απάντηση, κυρία Δούλη, τέσσερα χρόνια μετά θα είναι πάλι η ίδια: Ούτε όταν προσέγγισα τον πρώτο εκδότη μου πίστευα ή μπορούσα να φανταστώ την συνέχεια, αλλά ούτε κι όταν πέρασα το κατώφλι των εκδόσεων Ψυχογιός! Μάλιστα διαβάζοντας ξανά το «Βαλς με δώδεκα θεούς», θυμήθηκα με πόση αγωνία υπέγραψα τότε με τις εκδόσεις Ψυχογιός και πόσο ήθελα να πετύχει αυτό το βιβλίο για να δικαιώσω τους ανθρώπους που με πίστεψαν και μου έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία. Και κάθε φορά που υπογράφω ένα συμβόλαιο για ένα καινούριο βιβλίο, έχω την ίδια αγωνία και το ίδιο τρακ. Ακόμα και την ίδια συγκίνηση. Σαν να είναι η πρώτη φορά!
Μπορεί κάποιος που γράφει να αλλάξει τον κόσμο;
Δεν ξέρω αν μπορεί να τον αλλάξει, αλλά ίσως έχει μια ευκαιρία να τον κάνει καλύτερο. Στο υποσυνείδητο του αναγνώστη που έχει παρασυρθεί από μια ιστορία, μπορούν πιο εύκολα να περάσουν μηνύματα, ιδέες και κυρίως η δύναμη ν’ αντιμετωπίσει όσα τον βασανίζουν. Να τα βάλει με τους δαίμονές του και να τους νικήσει.
Ποια είναι η κινητήρια δύναμη ενός συγγραφέα;
Μιλώντας μόνο για μένα, λέω ότι η κινητήριος δύναμή μου, βρίσκεται στην ήρεμη ζωή που ζω, στους ανθρώπους μου, που αγαπώ και σε όλα εκείνα τα μικρά και καθημερινά που όμως στο τέλος της μέρας μ’ έχουν γεμίσει γαλήνη και πραγματική ευτυχία.
Πώς νομίζετε ότι επηρεάζει το περιβάλλον στο οποίο ζει ένα άτομο, ως προς το συγγραφικό του χαρακτήρα ή με πιο απλά λόγια τον τρόπο που γράφει;
Θεωρώ πως είναι πιο περίπλοκο απ’ ότι φαντάζεστε. Όλα όσα αλληλεπιδρούν γύρω από ένα άτομο με συγγραφικές ανησυχίες αλλά και συγγραφική δεινότητα, βάζουν το δικό τους λιθαράκι σε αυτό που τελικά απορρέει από την ψυχή και το μυαλό ενός συγγραφέα που το καταθέτει σ’ ένα χαρτί. Το περιβάλλον, η μόρφωση, η κοσμοθεωρία του, ο χαρακτήρας του ο ίδιος είναι μόνο μερικά από αυτά τα… συστατικά!
Ένας συγγραφέας best–sellers αντιμετωπίζει άγχος να κρατηθεί στην κορυφή; Τι είναι καλύτερο να είσαι διάσημος ή άσημος συγγραφέας;
Δεν είχα ποτέ αυτό το είδος άγχους. Όταν γράφω δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα παρά μόνο την ιστορία μου. Αν το είχα αυτό το άγχος, θα είχα σταματήσει να γράφω μετά «Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι»! Όσο για το διάσημος ή άσημος, θα πω ότι όλοι όσοι γράφουν, επιθυμούν η δουλειά τους, η κατάθεση μυαλού και ψυχής, να φτάσει και ν’ αγγίξει όσο το δυνατόν περισσότερους αναγνώστες.
Όταν είσαι ψηλά κοιτάς και τον πάτο;
Αν είσαι πραγματικά ψηλά, σημαίνει ότι και η ψυχή σου ψηλά βρίσκεται. Άρα και θυμάσαι από πού ξεκίνησες και κατανοείς την λαχτάρα όσων προσπαθούν ν’ ανέβουν.
Πείτε μας κάποιο ταξίδι σας, που θα θέλατε να κάνετε ιστορία;
Αυτό που δεν έκανα ακόμα….
Στο γενικό κλίμα της κρίσης που βιώνουμε θα ήταν σοφό από το εγώ να πάμε στο εμείς; Είναι αναμφισβήτητα ένας μακρύς, δύσκολος και επώδυνος δρόμος, όμως αξίζει. Ποια είναι η άποψή σας επ’ αυτού;
Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε ακριβώς επειδή έλειπε το «εμείς». Η κρίση ήταν η ευκαιρία να βγούμε από το μικρόκοσμό μας…,κυρία Δούλη.
Υπάρχει «εμείς», σήμερα, κυρία Μαντά;
Φυσικά και υπάρχει και με κάνει περήφανη για την πατρίδα μας, μαζί και για τους ανθρώπους της. Είναι όλοι αυτοί που θαλασσοπνίγονται για να σώσουν πρόσφυγες στο Αιγαίο, αυτοί που τρέχουν και προσφέρουν τρόφιμα από το υστέρημά τους, που βοηθούν όπως μπορούν. Σαφώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που αγνοούν την πραγματικότητα, αλλά οι εξαιρέσεις υπάρχουν μόνο για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Πολλοί είναι αυτοί που μιλούν για ηθική και πνευματική κρίση στις μέρες μας. Πιστεύετε ότι υπάρχουν «πεδία μάχης», που παραμένουν αφύλακτα;
Σ’ έναν πόλεμο, όπως αυτόν που βιώνουμε, ακόμα και ο καλύτερος στρατηγός, έχει παραβλέψει κάτι σημαντικό. Ίσως αυτό που θα έπρεπε όλοι να μάθουμε καλά, είναι η ιστορία μας. Λαός χωρίς ιστορική μνήμη δεν έχει μέλλον.
Στο βιβλίο της ζωής σας ποιον τίτλο θα δίνατε;
Ψυχή βαθιά… Να τους χωράει όλους…!
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Λένα Μαντά γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά ήρθε στην Ελλάδα σε μικρή ηλικία. Σπούδασε νηπιαγωγός χωρίς ποτέ να θελήσει να ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Επί τρία χρόνια είχε δικό της θίασο κουκλοθέατρου, με έργα δικής της συγγραφής.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε τοπικές εφημερίδες και για δύο χρόνια διετέλεσε διευθύντρια προγράμματος σε ραδιοφωνικό σταθμό των βορείων προαστίων.
Είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά και μένει μόνιμα στο Καπανδρίτι. Βραβεύτηκε «Συγγραφέας της Χρονιάς» το 2009 και το 2011 από το περιοδικό Life & Style.
Τα βιβλία της έχουν πουλήσει περισσότερα από 1,5 εκατομμύριο αντίτυπα. Από τις «Εκδόσεις Ψυχογιός» έχουν εκδοθεί άλλα δώδεκα μυθιστορήματά της, καθώς και μια συλλογή διηγημάτων.
Το τελευταίο της μυθιστόρημα έχει τίτλο «Όσα ήθελα να δώσω» και πρόκειται για Δώδεκα ιστορίες… Δώδεκα, όσες και τα βιβλία της. Σε καθεμία από αυτές η συγγραφέας δίνει τη συνέχεια και το τέλος.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 19 Φεβρουαρίου 2016.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!