To Σάββατο 16 Ιουλίου 2016 θα πραγματοποιηθεί στη Βλαχάβα το 9ο Αντάμωμα Βλαχαβιωτών, το οποίο διοργανώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Βλαχάβας «Η Παλαιοπαναγιά».
Φέτος το 9ο Αντάμωμα Βλαχαβιωτών θα φιλοξενήσει τον μοναδικό Γιώργο Μάγκα, ο οποίος αναμένεται να χαρίσει μοναδικές μουσικές στιγμές στο κοινό με το κλαρίνο του, συνοδευόμενος από την εξαιρετική τραγουδίστρια και σύντροφο της ζωής του Τζούλη Τζινιέρη.
Η συμβολή του στη διατήρηση της λαϊκής μουσικής είναι πολύτιμη, αφού φροντίζει για τη μετάδοσή της από γενιά σε γενιά, γίνεται κρίκος της παράδοσης που συνδέει το παρόν με το παρελθόν, και διαμορφώνει την ελληνική ταυτότητα και τον λαϊκό πολιτισμό, αυτός είναι ο Γιώργος Μάγκας.
Όσα και να σου πουν, όσα και ν’ ακούσεις δεν είναι τίποτα μπροστά στην πρόκληση να μιλήσεις μαζί του. Κύριος, γενναιόδωρος και ευγενικός δεν σου αφήνει περιθώρια να σκεφτείς κάτι αρνητικό γι’ αυτόν.
«Νικόλα μου, θα τα πούμε όλα, παλληκάρι μου», ήταν η απάντηση στην ερώτησή μου αν μπορούμε να μιλήσουμε με αφορμή την εμφάνισή του στην όμορφη Βλαχάβα.
Συνέντευξη στον ΝΙΚΟ ΜΠΑΚΟΛΑ
Ο τρόπος που παίζετε κλαρίνο δείχνει ότι η μουσική κυλά στο αίμα σας. Σε τι ηλικία ξεκινήσατε και πώς εξελίχτηκε η πορεία σας;
Ζω μόνιμα στη Λιβαδειά, εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα. Με ξέρουν οι γριούλες, μου μιλούν και κάνω και καμιά συναυλία να τους βοηθήσω όπως μπορώ, γιατί είναι φτωχοί άνθρωποι.
Δεν το είχα με τα γράμματα. Δεν τα έπαιρνα. Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος κλαριντζής, αλλά δεν έμαθα απ’ αυτόν. Δεν μου έδειχνε, ήθελε ντε και καλά να μάθω γράμματα, ονειρευόταν να γίνω επιστήμονας. Εγώ, όταν έφευγε, τρύπωνα κάτω από το κρεβάτι του, που έκρυβε το κλαρίνο και θάμπωνα. Μάλωνε η μάνα, «μην το πάρει είδηση ο πατέρας σου», μου φώναζε. Γράμματα ντιπ δεν έμαθα. Στο σχολείο είχα τη φλογέρα στο ζουνάρι. «Παίξε, ρε», μου έλεγε ο δάσκαλος, γέλαγαν τα παιδιά, αλλά εκείνος τούς έλεγε «μια μέρα θα δείτε τι θα γίνει ο Γιώργης!». Αλλά, όταν με ρώταγε πόσο κάνει 8×4, του απαντούσα «δεν ξέρω». «Να τα μάθεις, θα σου χρειαστούν τα γράμματα», επέμενε. Κι εγώ έφτασα στην πέμπτη δημοτικού. Τη φλογέρα την πήρε η μάνα μου παρακαλετά από τον μαγαζάτορα, γιατί δεν είχε χρήματα να την αγοράσει κι εγώ έκλαιγα μέσα στο μαγαζί.
Στα 13 χρόνια μου τελικά πήγε και μου αγόρασε το καλύτερο κλαρίνο από τα Τρίκαλα, από τον Καρακώστα. Το φυλάω σαν τα μάτια μου αυτό το κλαρίνο. Ο πατέρας μου μια φορά έκλεισε δύο δουλειές. Πώς να παίξει όμως σε δύο δουλειές την ίδια μέρα; Με έστειλε στη θέση του, χωρίς να με έχει ακούσει να παίζω. Πήγα στη δουλειά με τους μουσικούς και κοιτούσα χαμηλά και δεν μιλούσα. Εκείνοι νόμιζαν ότι δεν ήξερα να παίζω. Με το που ξεκίνησα να παίζω, έμειναν να με κοιτάζουν. Πήραμε πολύ χρήμα εκείνο το βράδυ, δεν είχα ξαναδεί εγώ τόσα χρήματα. Τα έδωσα στη μάνα μου να ψωνίσει. Σεβόμασταν εκείνα τα χρόνια τους γονείς μας. Από τα 13 μου λοιπόν σε πανηγύρια, γάμους, κέντρα, αργότερα συναυλίες και τζαζ κλαμπ.
Στη συνέχεια ηχογράφησα τον «Αναρχο θεό» των αδελφών Φαληρέα. Ήρθαν και από το MTV της Αγγλίας να με φιλμάρουν! Επαιξα σε μεγάλα φεστιβάλ του Εξωτερικού με μεγάλους καλλιτέχνες και ροκάδες που κοίταγαν το κλαρίνο νομίζοντας ότι έκρυβα κάτι από κάτω. Φημίζομαι για τη γρηγοράδα μου και τη γλύκα όταν παίζω.
Παρόλη την επιτυχία σας μείνατε στη Λιβαδειά. Γιατί;
Δεν μπόρεσα να χαλάσω το χατίρι της μάνας μου. Πήγα στο Αιγάλεω και έμενα 15 χρόνια. Αλλά παραπονιόταν η κυρία Στυλιανή, με ήθελε δίπλα της. Είμαι μόνη μου, μου έλεγε, εσένα θέλω, έλα εδώ πέρα, και πώς να της χαλάσω το χατίρι εγώ μετά;
Έχω πάει σ’ όλο τον κόσμο. Και στο Παρίσι με κοινό 3.000 κόσμο έχω παίξει και φώναζαν George Maggas ρυθμικά. Έκανα θεαματική είσοδο. Μπήκα από τον δρόμο παίζοντας κλαρίνο.
Η παράδοση τι ρόλο παίζει στη ζωή σας και πόσο σας έχει επηρεάσει;
Η παράδοση δεν θα βγει ποτέ από το πετσί του Έλληνα. Είναι όπως η θρησκεία. Όπως τα θρησκευτικά πανηγύρια που γίνονται από τις εκκλησιές, για να τιμήσουνε τους Άγιους έτσι και η παράδοση. Η δημοτική μουσική μπορεί να ξεκίνησε απλά και λιτά από τα χωριά, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να φοράμε τα ταγάρια για να την παίζουμε. Σε όλο τον κόσμο αγάπησαν τον Μάγκα έτσι όπως είμαι. Εγώ νομίζω πως πρέπει να βάλουμε τη δημοτική μουσική στα μεγάλα σαλόνια, στα μέγαρα, στα αυτιά όσων δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει καλό, δημοτικό τραγούδι. Περιμένω, κάποια στιγμή, να με φωνάξουν και στο Μέγαρο Μουσικής. Το κλαρίνο έχει να πει πολλές ιστορίες για αυτόν τον τόπο.
Τα ακούσματά μου εμένα ήταν και είναι τα δημοτικά. Φυσικά, αγαπώ όλα τα ελληνικά τραγούδια, και το λαϊκό και το ρεμπέτικο και όλα. Και έχουμε αξιωθεί να έχουμε σε αυτή τη χώρα πολύ σπουδαίους μουσικούς. Έχω γνωρίσει μουσικούς από όλο τον κόσμο και το κλαρίνο οι ροκάδες το παραδεχτήκανε. Το κλαρίνο είναι η ψυχή μου, ο άνθρωπός μου, ο κολλητός μου φίλος, η γυναίκα μου, η μάνα μου. Το κουβαλάω πάντα και παντού μαζί μου, άλλωστε είναι και το σήμα κατατεθέν μου πια.
Τι άποψη έχετε για τα σημερινά μουσικά ακούσματα;
Το έχουν χαλάσει, έχει χαθεί πλέον η παράδοση. Το έχουν ρίξει στο τσιφτετέλι, και τα όμορφα παλιά δημοτικά τραγούδια οι περισσότεροι νέοι δεν τα ξέρουν. Εμείς βέβαια όλα τα παίζουμε, προσπαθώντας να κρατάμε την παράδοση.
Οι φανταχτερές εμφανίσεις σας πώς προέκυψαν;
Στη Γερμανία και στην Αυστραλία ξέρεις πώς με φωνάζουν; Έλβις Πρίσλεϊ της Ελλάδας, επειδή φοράω φανταχτερά κοστούμια. Η Τζούλη μου τα ράβει. Είχε πάει 20 χρόνια στην Αυστραλία και δούλευε εκεί και μοδίστρα και τραγουδίστρια. Δεν ήμουν πολύ φτασμένος, αλλά είχα αρχίσει να κάνω όνομα. Η Τζούλη με είχε ακούσει σε μια κασέτα που είχα κάνει με τον Αλέκο Δήμου και την Έφη Γεωργακοπούλου.
Μια μέρα που έβλεπα τον Λεβαδειακό, ήρθε η Τζούλη με τη ραπτομηχανή της και μου ανακοίνωσε: «Θα σου αλλάξω το look». Δεν κατάλαβα τι μου είπε. Κρου, κρου, κρου, ξύπνησα από τον θόρυβο της μηχανής ένα βράδυ. Τι να δω! Σαν Ινδός βασιλιάς λαμποκοπούσα όταν το φόρεσα. Το Μουσείο Μπενάκη είχε ζητήσει ένα ρούχο μου. Έπειτα το έστειλε σε ένα άλλο μουσείο στο Ναύπλιο. Είναι πολλά τα κοστούμια, πάνω από 100 και 300 ζευγάρια παπούτσια.
Πώς γνωριστήκατε με τη σύντροφό σας;
Τη Τζούλη τη γνώρισα σε έναν κέντρο στην Αθήνα. Πήγα να παίξω και δίπλα μου κάθισε μια κοπελίτσα κούκλα, η τραγουδίστρια. Με το που την είδα, μαγεύτηκα. Σύντομα, της ζήτησα να τα φτιάξουμε κι αυτή δέχτηκε. Δεν την παντρεύτηκα τη Τζούλη, εδώ και 30 χρόνια, όμως αυτή είναι η γυναίκα μου. Τους γιους μου δεν τους έχω κάνει μαζί της, όμως σαν μάνα τους τούς πονάει και είναι αυτή που μου λέει πολλές φορές να πάω να καθίσω μαζί τους, να τους δω, ν’ ασχοληθώ. Η Τζούλη είναι σπουδαία τραγουδίστρια.
Τι να περιμένει ο κόσμος που θα έρθει στη Βλαχάβα να σας δει και να σας ακούσει;
Οταν παίζω εγώ, δεν αφήνω κανέναν να φύγει. Στο τέλος θα φύγουν όλοι ικανοποιημένοι, θα τα δώσουμε όλα. Δημοτικά, λαϊκά, τζαζ, ροκ, ινδικά, της αγάπης τραγούδια. Μου αρέσει να παίζω για ερωτευμένους. Ο καθένας έχει το παίξιμό μου. Και εγώ τον τρόπο μου στο κλαρίνο. Τα δίνω όλα, ρε παιδί μου, και όταν ο κόσμος ανταποκρίνεται αυτό είναι το καλύτερό μου. Εκεί να δεις τι κάνω. Εγώ όταν παίζω διώχνω πίκρες και φαρμάκια. Μεθάω με το κλαρίνο, χορεύω μαζί του, τρελαίνομαι.
Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω τον πρόεδρο του Συλλόγου Αλέξανδρο Τάτσιο, τον Αντιπρόεδρο και όλο το Διοικητικό Συμβούλιο που με κάλεσαν. Δεν θα τους απογοητεύσω. Είναι έτσι η φτιασιά μου. Όταν μου φέρονται καλά, τα δίνω όλα. Θέλω ο κόσμος να διασκεδάσει. Θα τα πούμε στη Βλαχάβα, καλή αντάμωση, την αγάπη μου σε όλους σας.
Έτσι τελείωσε μια απολαυστική κουβέντα με τον μάγο του κλαρίνου, τον Γιώργο Μάγκα, που ξέρουμε ότι στη Βλαχάβα θα ικανοποιήσει όλα τα μουσικά γούστα.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 8 Ιουλίου 2016.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!