Οι άνθρωποι που έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα τους μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο και καρδιοπάθεια, ενώ έχουν αυξημένες πιθανότητες να εκδηλώσουν και άλλα νοσήματα, σύμφωνα με δύο νέες μεγάλες μελέτες.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D αποτελούν βαρόμετρο της υγείας, αλλά δεν δίνουν απάντηση στο ερώτημα αν αποτελούν την αιτία των νοσημάτων αυτών ή απλώς μια ένδειξη συμπεριφοράς η οποία συμβάλλει στη φτωχή υγεία, όπως η καθιστική ζωή, το κάπνισμα και η διατροφή πλούσια σε επεξεργασμένα, ανθυγιεινά τρόφιμα, γράφει η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς».
Η βιταμίνη D παράγεται όταν το δέρμα εκτίθεται στον ήλιο. Μπορεί επίσης να ληφθεί από τρόφιμα όπως τα ψάρια, τα αβγά, τα εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά και τα βιολογικά κρέατα, καθώς και από λαχανικά όπως τα μανιτάρια και το λάχανο. Τα επίπεδά της στο αίμα, εξάλλου, μπορεί να ελαττωθούν από το κάπνισμα, την παχυσαρκία και την φλεγμονή.
Η βιταμίνη D βοηθάει το σώμα να απορροφά το ασβέστιο και αποτελεί σημαντικό όπλο του ανοσοποιητικού συστήματος. Οι υποδοχείς της και τα σχετιζόμενα ένζυμα υπάρχουν διάσπαρτα σε κύτταρα και ιστούς του σώματος, γεγονός που υποδηλώνει ότι παίζει ρόλο σε πολλές φυσιολογικές λειτουργίες, κατά τον δρα Οσκαρ Φράνκο, καθηγητή Προληπτικής Ιατρικής στο Ιατρικό Κέντρο Erasmus στην Ολλανδία και επικεφαλής μίας εκ των δύο νέων μελετών που δημοσιεύεται στη «Βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση» («BMJ»).
«Ασκεί επιδράσεις σε γενετικό επίπεδο και επηρεάζει την καρδιαγγειακή και οστεϊκή υγεία» λέει. «Υπάρχουν διάφορες υποθέσεις για τους παράγοντες που ρυθμίζει, γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντική».
Οι δύο νέες μελέτες είναι μεταναλύσεις, δηλαδή βασίζονται στη συνδυασμένη ανάλυση προγενέστερων μελετών, στις οποίες συμμετείχαν συνολικά περισσότεροι από 1 εκατ. εθελοντές.
Οι ερευνητές συμπεριέλαβαν μελέτες παρατήρησης, στις οποίες εξετάσθηκε η υγεία εθελοντών και συγκρίθηκε με τα επίπεδα της βιταμίνης D, καθώς και τυχαιοποιημένες μελέτες, στις οποίες ελέγχθηκε κατά πόσον ωφελεί την υγεία η λήψη της σε σύγκριση με ανενεργή ουσία.
Ο δρ Φράνκο και οι συνεργάτες του βρήκαν πειστικές ενδείξεις ότι προστατεύει από σοβαρές ασθένειες. Οι ενήλικοι με χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης στο αίμα είχαν κατά 35% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιοπάθεια, κατά 14% περισσότερες πιθανότητες θανάτου από καρκίνο και γενικώς μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από όλες τις αιτίες.
Οσον αφορά τη λήψη συμπληρωμάτων της βιταμίνης, η λήψη βιταμίνης D2 δεν φάνηκε να παρέχει κάποιο όφελος. Ωστόσο οι μεσήλικοι και ηλικιωμένοι που έπαιρναν μία άλλη μορφή της, την D3 (είναι το είδος που υπάρχει στα ψάρια και στα εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά και παράγεται από το δέρμα) είχαν κατά 11% μειωμένη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες, σε σύγκριση με όσους δεν έπαιρναν συμπλήρωμα της D3.
Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι πάνω από τα δύο τρίτα του πληθυσμού έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D και ο δρ Φράνκο με τους συνεργάτες του υπολόγισαν ότι το σχεδόν 13% όλων των θανάτων στις ΗΠΑ και το 9% εκείνων στην Ευρώπη μπορούν να αποδοθούν σε χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.
Η δεύτερη μελέτη
Στη δεύτερη μελέτη, η οποία επίσης δημοσιεύεται στην «BMJ», επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και άλλα πανεπιστήμια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης D προστατεύουν από τον διαβήτη, το εγκεφαλικό, την υπέρταση και άλλες ασθένειες. Ωστόσο, δεν βρήκαν «ιδιαίτερα πειστικές» ενδείξεις ότι η λήψη συμπληρωμάτων μπορεί να επηρεάσει την έκβαση των νοσημάτων αυτών.
«Βάσει των ευρημάτων μας, δεν μπορούμε να συστήσουμε ευρεία λήψη συμπληρωμάτων της βιταμίνης» δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Ευρώπη Θεοδωράτου, ερευνήτρια στο Κέντρο Πληθυσμιακών Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.
Την ίδια άποψη ενστερνίζεται ο δρ Φράνκο, παρότι στη δική του μελέτη υπήρξαν ενδείξεις οφέλους. «Αντί να παίρνει χάπια, ο κόσμος μπορεί να βελτιώσει τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό φροντίζοντας τη διατροφή του και εκτιθέμενος στον ήλιο επί 30 λεπτά, δύο φορές την εβδομάδα» είπε.
Σε ένα σχόλιό τους που συνοδεύει τις δύο μελέτες, οι δρες Πολ Ουέλς και Ναβίντ Σατάρ, από το Κέντρο Καρδιαγγειακής Ερευνας της Γλασκώβης, τονίζουν ότι τα συμπληρώματα βιταμίνης D δεν θα πρέπει να συστήνονται ευρέως, μέχρις ότου κλινικές μελέτες ρίξουν περισσότερο φως στα οφέλη και στις δυνητικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Ωστόσο, ο Ντάφι ΜακΚέι, από το αμερικανικό Συμβούλιο Υπεύθυνης Διατροφής (CRN) που εκπροσωπεί παρασκευαστές συμπληρωμάτων, αντέτεινε ότι δεν είναι εύκολο να προσλάβει κάποιος μόνο μέσω της διατροφής όση βιταμίνη D χρειάζεται, ενώ η έκθεση στον ήλιο κρύβει κινδύνους. «Υπάρχουν αρκετές θετικές μελέτες οι οποίες υποδηλώνουν ότι ο κόσμος πρέπει να παίρνει συμπληρώματα βιταμίνης D για πολλά θετικά αποτελέσματα στην υγεία», είπε.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!