«Η γιαγιά μου πέθανε από φυματίωση, όταν η μητέρα μου ήταν ακόμα μωρό. Αν ζούσε, θα είχε προλάβει να δει τις μεγάλες νίκες της Ιατρικής τις τελευταίες δεκαετίες και τα θαύματα που πέτυχε – τα περισσότερα χάρη στα αντιβιοτικά. Αλλά αν βρισκόταν σήμερα ανάμεσά μας, θα στενοχωριόταν. Γιατί ακούγοντάς μας θα συνειδητοποιούσε ότι η μαγεία των αντιβιοτικών έχει αρχίσει να χάνεται…». H Κέιτ Κέλαντ, επιστημονική συντάκτρια του Reuters και συντονίστρια της ημερίδας που διοργάνωσε το ECDC (Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων) με αφορμή την Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Ενημέρωσης και Ευαισθητοποίησης για τα
Αντιβιοτικά (12-18/11), μπήκε αμέσως στην ουσία του θέματος, ανοίγοντας την εκδήλωση.
Το πρωινό της περασμένης Πέμπτης στις Βρυξέλλες ήταν ηλιόλουστο, αλλά το θέμα συζήτησης στην κατάμεστη αίθουσα του Διεθνούς Κέντρου Τύπου του Residence Palace ζοφερό.
Δεκάδες εκπρόσωποι γιατρών, κτηνιάτρων, νοσηλευτών, φαρμακοποιών, κτηνιάτρων αλλά και ασθενών, στελέχη της Ευρωπαϊκής Ενωσης –με προεξάρχοντα τον επίτροπο Υγείας και Ασφάλειας Τροφίμων, Βιτένις Αντριουκάιτις–, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, του ECDC –με παρούσα την πρόεδρό του, Αντρεα Αμον– και φαρμακοβιομηχανιών, ερευνητές από κορυφαία ινστιτούτα και δημοσιογράφοι από τη Σουηδία μέχρι τη Μάλτα κι από την Ισπανία μέχρι τη Λιθουανία, συγκεντρωθήκαμε για να ακούσουμε τα νέα δεδομένα από το μέτωπο ενός πολέμου που μαίνεται τα τελευταία χρόνια: αυτού με τα πολυανθεκτικά μικρόβια –τα λεγόμενα και superbugs, υπερμικρόβια– για τα οποία δεν διατίθεται σχεδόν κανένα δραστικό φάρμακο. Τι τα καθιστά τόσο δυνατά; Η κατάχρηση και η λανθασμένη χρήση των αντιβιοτικών.
Το αντιβιοτικό που χορηγείται σε έναν ασθενή για τη θεραπεία κάποιας λοίμωξης έχει σκοπό να σκοτώσει τα μικρόβια που την προκαλούν. Δυστυχώς, δεν σκοτώνει μόνο αυτά, αλλά και όλα τα άλλα μικρόβια που είναι ευαίσθητα απέναντι στο συγκεκριμένο αντιβιοτικό, συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων «καλών μικροβίων» τα οποία χρειάζεται ο οργανισμός μας. Από την άλλη, δεν μπορεί να εξουδετερώσει τα μικρόβια που φέρουν τη γενετική πληροφορία η οποία τα καθιστά ανθεκτικά στη δράση του φαρμάκου: αυτή μεταδίδεται από τα μικρόβια που επιβιώνουν και σε άλλα και η ανθεκτικότητα εξαπλώνεται.
Ετσι, κάθε φορά που παίρνουμε ένα αντιβιοτικό, συμβάλλουμε στη δημιουργία πιο ανθεκτικών μικροβίων. Οταν το επίπεδο προστασίας που μας παρέχει ένα αντιβιοτικό πέσει σε πολύ χαμηλό επίπεδο, οι γιατροί σταματούν να το χρησιμοποιούν. Αυτό έχει ήδη συμβεί με τις κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς, των οποίων η θεραπευτική αξία έχει σημαντικά περιοριστεί, αλλά και με τις καρβαπενέμες, που κι αυτές τείνουν να χάσουν την αποτελεσματικότητά τους. Το τέλος των αντιβιοτικών, λένε οι ειδικοί, δεν είναι κοντά. Το ζούμε ήδη.
Κάθε χρόνο, 33.000 άνθρωποι πεθαίνουν στην Ευρώπη από λοιμώξεις που οφείλονται σε μικρόβια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά. Ο αριθμός αντιστοιχεί στο σύνολο των επιβατών εκατό αεροπλάνων μεσαίου μεγέθους. Σκεφθείτε πόσο θα σας σόκαρε η είδηση της συντριβής τόσο πολλών αεροπλάνων μέσα σε έναν χρόνο.
Γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο με τις απώλειες εξαιτίας της μικροβιακής αντοχής, που παγκοσμίως φτάνουν τις 700.000; Γιατί το κοινό δεν συνειδητοποιεί πόσο ολέθρια μπορούν να αποδειχθούν τα λάθη που κάνει σε σχέση με την κατανάλωση των αντιβιοτικών; Γιατί κάποιοι γιατροί και νοσηλευτές εξακολουθούν, δυστυχώς, να λειτουργούν ανεύθυνα;
Η Ελλάδα στο «κόκκινο» με 18.472 περιστατικά και 1.626 θανάτους
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στις Βρυξέλλες –αποτελέσματα ερευνών από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το Ευρωβαρόμετρο και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης– δεν αφήνουν περιθώριο αισιοδοξίας ούτε εφησυχασμού. Το 32% των Ευρωπαίων πήρε κάποιο αντιβιοτικό τους τελευταίους 12 μήνες· το 20% από αυτούς για να αντιμετωπίσει κοινό κρυολόγημα ή γρίπη (για τα οποία δεν ενδείκνυται η χρήση τους) και το 7% χωρίς συνταγή γιατρού. Αντιμικροβιακά χορηγούνται σε έναν στους τρεις ασθενείς στα ευρωπαϊκά νοσοκομεία. Σε ποσοστό 85% το κοινό στις χώρες της Ε.Ε. δηλώνει ενημερωμένο για το ότι η άσκοπη χρήση αντιβιοτικών τα καθιστά αναποτελεσματικά. «Κι όμως, το 70% δηλώνει ότι η γνώση των συνεπειών δεν επηρεάζει τον τρόπο που έχει συνηθίσει να τα καταναλώνει. Αυτό είναι καθαρή τρέλα! Το συμπέρασμα είναι ότι στην πραγματικότητα υπάρχει και έλλειψη ουσιαστικής ενημέρωσης αλλά και εμπιστοσύνης προς όσους κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου», όπως δήλωσε ο Λιθουανός Επίτροπος, Βιτένις Αντριουκάιτις.
Κοινή δράση
Ο κ. Αντριουκάιτις ανέφερε επίσης πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα στα νοσοκομεία των χωρών-μελών, όπου κάθε μέρα, 1 στους 15 ασθενείς προσβάλλεται από λοίμωξη που οφείλεται σε κάποιο ανθεκτικό στα φάρμακα βακτήριο – συνολικά, 98.000 άτομα. Στα γηροκομεία και στις κλινικές χρονίως πασχόντων ο αντίστοιχος αριθμός είναι 130.000 ασθενείς. Και τόνισε ότι κανείς δεν μπορεί να λύσει μόνος αυτό το πρόβλημα. Απαιτείται κοινή δράση ασθενών-καταναλωτών, γιατρών, νοσηλευτών, φαρμακοποιών, κτηνιάτρων, κτηνοτρόφων. Γιατί η μικροβιακή αντοχή αφορά και την εντατική κτηνοτροφία: μεγάλες ποσότητες αντιβιοτικών χρησιμοποιούνταν από τότε που οι εκτροφείς έμαθαν ότι βοηθούν τα ζώα να μεγαλώνουν γρηγορότερα – και έφταναν στο πιάτο μας. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία έχει από το 2006 απαγορεύσει τη χρήση τους. Και μολονότι έχει βρεθεί ένα «παραθυράκι» –τα χορηγούν για θεραπευτικούς, δήθεν, λόγους– είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι οι πωλήσεις κτηνιατρικών αντιβιοτικών μειώθηκαν κατά 20% στο διάστημα 2011-2016.
Περίπου 2,4 εκατ. άνθρωποι πιθανότατα θα πεθάνουν μέχρι το 2050 στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική και στην Αυστραλία, εξαιτίας λοιμώξεων από πολυανθεκτικά μικρόβια. Η διευθύντρια του ECDC, Αντρεα Αμον, επεσήμανε ότι η μικροβιακή αντοχή δεν στοιχίζει μόνο σε ανθρώπινες ζωές αλλά επιβαρύνει και με δυσβάστακτο κόστος τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας: ένα δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως. Οσο για τη γεωγραφία του προβλήματος; Οι λοιμώξεις από πολυανθεκτικά μικρόβια… προτιμούν τη Νότια και Ανατολική Ευρώπη, όπως εξήγησε. Η Ελλάδα, μάλιστα, είναι δεύτερη στη λίστα των αρνητικών επιδόσεων: 18.472 περιστατικά και 1.626 θάνατοι ετησίως. Με πρώτη την Ιταλία: 201.584 περιστατικά και 10.762 θάνατοι ετησίως. Ειδικά σε ό,τι αφορά την ανθεκτική στις καρβαπενέμες Κλεμπσιέλα, ένα μικρόβιο που προκαλεί σοβαρές λοιμώξεις με μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας, η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Η διευθύντρια του ECDC, Αντρεα Αμον, επισήμανε ότι η μικροβιακή αντοχή δεν στοιχίζει μόνο σε ανθρώπινες ζωές, αλλά επιβαρύνει και τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας.
Τα βήματα
Υπάρχει λύση; Πρώτο βήμα, και καθοριστικής σημασίας, η ορθή χρήση των αντιβιοτικών: η χορήγηση του σωστού φαρμάκου (έπειτα από μικροβιολογικές εξετάσεις) και για τον ενδεδειγμένο χρόνο. Δεύτερον, η πρόληψη των λοιμώξεων, μέσω της σωστής υγιεινής (στα νοσοκομεία και στην κοινότητα). Τρίτον, η χρήση τεστ ταχείας διάγνωσης. Και, επίσης πολύ μεγάλης σημασίας, η ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών. Αυτό το «πακέτο» δράσεων μπορεί να έχει τεράστια οφέλη, όπως αποδεικνύεται από την έρευνα του ΟΟΣΑ, την οποία παρουσίασε στην ημερίδα η επικεφαλής του τομέα Υγείας, Φραντσέσκα Κολόμπο: 47.000 θάνατοι θα προληφθούν ετησίως – 20.083 στις ΗΠΑ, 8.896 στην Ιταλία, 4.222 στη Γαλλία, 1.977 στην Πολωνία, 1.663 στη Βρετανία, 1.207 στην Ελλάδα.
Αλλά κανένα μέτρο από μόνο του δεν είναι αρκετό, όπως συμφώνησαν όλοι οι ομιλητές. Ούτε τα νέα φάρμακα θα μας σώσουν. Αν δεν αλλάξει η κουλτούρα χρήσης των αντιβιοτικών, και πάλι η αποτελεσματικότητά τους θα είναι διαρκώς μειούμενη. Η μικροβιακή αντοχή συνιστά το σοβαρότερο πρόβλημα δημόσιας υγείας στις μέρες μας. Ενδέχεται να σημάνει το τέλος της σύγχρονης ιατρικής, όπως τη γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες, από την ανακάλυψη της πενικιλίνης και μετά. Ας αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας, πριν να είναι αργά.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!