Αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, υπναγωγά, σταθεροποιητικά και αντιψυχωτικά: Οι επιστήμονες διαθέτουν πλέον στη φαρέτρα τους, έναν μεγάλο αριθμό φαρμάκων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση ψυχικών συμπτωμάτων και νοσημάτων.
Η χρήση αυτών των φαρμάκων όμως, συνοδεύεται από μύθους, παρεξηγήσεις και προκατάληψη. Ο φόβος για τα “ψυχοφάρμακα” είναι συχνά μη δικαιολογημένος.
Σε μεγάλης κλίμακας μελέτη που έγινε στις ΗΠΑ από το UCLA, αποδείχθηκε ότι το 74% των ασθενών διακόπτει τη φαρμακευτική του αγωγή, καθώς ανησυχεί για τις μακροπρόθεσμες ή βραχυπρόθεσμες παρενέργειες των φαρμάκων.
Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα;
Ο Άγις Γούζαρης, Ψυχίατρος, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ψυχιατρική και Επιστημονικά Υπεύθυνος στην εταιρεία ΨΥΧΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ, (psychikifrontida.gr) διαλύει τους συνηθέστερους μύθους σχετικά με τα ψυχοφάρμακα.
Μύθος πρώτος: “Μήπως δεν χρειάζονται τα ψυχοφάρμακα; Η ψυχοθεραπεία μπορεί να φέρει εξίσου καλά αποτελέσματα!”
Μου θυμίζει μια άλλη συχνή ερώτηση: πότε κάποιος με αρχόμενο σακχαρώδη μπορεί να τον αντιμετωπίσει μόνο με δίαιτα και πότε χρειάζεται να πάρει και φαρμακευτική αγωγή; Η αντιμετώπιση των ψυχικών παθήσεων, φαρμακευτική ή μη-φαρμακευτική, δε διαφέρει ουσιαστικά από την αντιμετώπιση της πλειοψηφίας των χρόνιων σωματικών παθήσεων.
Συχνά είναι απαραίτητος ο συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας, δεδομένου ότι για πολλές ψυχικές παθήσεις υπάρχει μια πληθώρα ερευνών, οι οποίες αποδεικνύουν ότι αυτός ο συνδυασμός είναι ο αποτελεσματικότερος σε σχέση με “μόνο φαρμακευτική αγωγή” ή “μόνο ψυχοθεραπεία”. Συνεπώς θεωρώ ότι είναι πιο σωστό να βλέπουμε τις διαθέσιμες θεραπευτικές μεθόδους συνδυαστικά και αλληλοσυμπληρωματικά, παρά διχαστικά.
Η λήψη ψυχοφαρμάκων είναι απαραίτητη στις περιπτώσεις των πλέον σοβαρών ψυχικών παθήσεων όπως για παράδειγμα οι ψυχώσεις, η διπολική διαταραχή, η υποτροπιάζουσα κατάθλιψη, ιδιαίτερα αυτή με βαριά, παρατεταμένα και συχνά καταθλιπτικά επεισόδια ή ακόμη και σοβαρές περιπτώσεις αγχωδών διαταραχών, όπου η λειτουργικότητα ενός ασθενή έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Βέβαια σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, χρειάζεται και παράλληλη ψυχοθεραπευτική στήριξη είτε αυτή είναι υποστηρικτική – συμβουλευτική, είτε είναι ψυχοεκπαίδευση, ψυχοκοινωνική αποκατάσταση, είτε μια ψυχοθεραπεία η οποία θα αγγίξει βαθύτερες δομές του ψυχισμού ενός ατόμου συμβάλλοντας σε καλύτερες και πιο μακροπρόθεσμες θεραπευτικές αλλαγές.
Μύθος δεύτερος: “Είναι δικαιολογημένη η δυσπιστία και ο φόβος για τα ψυχιατρικά φάρμακα – Έχουν παρενέργειες και προκαλούν εθισμό”
Στην ουσία ο φόβος αυτός απηχεί όλη την άγνοια και τις προκαταλήψεις που δυστυχώς εξακολουθούν να υπάρχουν για τις ίδιες τις ψυχικές παθήσεις και για τους ίδιους τους ψυχικά πάσχοντες.
Όταν επικρατεί η άγνοια και η προκατάληψη, επικρατεί η δυσπιστία και ο φόβος. Εξάλλου το ίδιο συνέβη ιστορικά όχι μόνο με τα ψυχοφάρμακα αλλά με σχεδόν όλα τα φάρμακα. Ας μην ξεχνούμε με πόσο φόβο και πόση χλεύη υποδέχθηκε ο πολύς κόσμος τον πρώτο δοκιμαστικό εμβολιασμό έναντι της ευλογιάς από τον Άγγλο ιατρό Edward Jenner το 1798.
Τα πρώτα -πραγματικά αποτελεσματικά- ψυχιατρικά φάρμακα κυκλοφόρησαν μετά το 1950 και από τότε η ζωή των ψυχικά πασχόντων άλλαξε τελείως. Η διαβίωσή τους στην κοινότητα, έξω από τον μακροχρόνιο εγκλεισμό στο άσυλο, έγινε για πρώτη φορά εφικτή. Η θνησιμότητα και οι υποτροπές των σοβαρών ψυχικών παθήσεων μειώθηκαν δραστικά, η ποιότητα ζωής των ψυχικά πασχόντων εξανθρωπίστηκε και οι περισσότεροι από αυτούς μπορούν πια να ζουν μια φυσιολογική ζωή.
Ορισμένοι βασίζουν το φόβο τους για τα ψυχοφάρμακα σε -κατά κύριο λόγο- εσφαλμένες και υπερβολικές πεποιθήσεις για ανεπιθύμητες ενέργειές τους. Ποιο φάρμακο ωστόσο δεν έχει καμιά παρενέργεια; Για παράδειγμα, πολλοί θεωρούν τα ψυχιατρικά φάρμακα συλλήβδην ως εθιστικά, κάτι που βέβαια δεν ισχύει, ταυτίζοντας προκατειλημμένα κι εσφαλμένα την αναγκαιότητα χρόνιας λήψης ενός φαρμάκου με κάποιον υποτιθέμενο εθισμό. Άλλοι βασίζουν τη δυσπιστία τους για τα ψυχιατρικά φάρμακα σε ανυπόστατες και αντι-επιστημονικές απόψεις οι οποίες, είτε αρνούνται αυτή καθαυτή την ύπαρξη ψυχικών παθήσεων, είτε αποδίδουν τις ψυχικές παθήσεις αποκλειστικά σε διεργασίες ψυχολογικές στερούμενες οποιασδήποτε βιολογικής βάσης.
Όπως και να έχει πάντως, τέτοιες προκαταλήψεις μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορούν να έχουν για την ψυχική υγεία ενός ατόμου εάν του στερήσουν τη δυνατότητα, εφόσον χρειαστεί, να βοηθηθεί από ψυχιατρικά φάρμακα που σε τελική ανάλυση δεν είναι κάτι το διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα φάρμακα.
Μύθος τρίτος: “Τα ψυχοφάρμακα αλλοιώνουν τη συνείδηση κι ο ασθενής “αλλάζει προσωπικότητα””
Πράγματι αυτή η εσφαλμένη προκατάληψη υπάρχει σε μεγάλη μερίδα του κόσμου. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν αληθεύει. Η προσωπικότητά μας είναι ο χαρακτήρας μας, τα προτερήματά μας και τα ελαττώματά μας, οι ικανότητές μας και οι αδυναμίες μας, ο τρόπος που έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε, να νιώθουμε, να σχετιζόμαστε, να δημιουργούμε, όλα αυτά τα στοιχεία που είναι τόσο μοναδικά για τον καθένα από εμάς. Αυτό σε καμία περίπτωση ούτε επηρεάζεται ούτε αλλοιώνεται από τα ψυχιατρικά φάρμακα.
Η βιοχημική τους δράση σχετίζεται με την ανακούφιση από βασανιστικά και ενοχλητικά συμπτώματα, όπως για παράδειγμα το αίσθημα κατάθλιψης ή άγχους, οι ψευδαισθήσεις, οι παραληρητικές ιδέες και οι διάφορες διαταραχές συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν τις πιο σοβαρές ψυχικές παθήσεις. Αφετέρου η φαρμακολογική τους δράση επηρεάζει θετικά την πρόγνωση και την εξέλιξη των χρόνιων ψυχικών παθήσεων προφυλάσσοντας από υποτροπές. Τα ψυχιατρικά φάρμακα δεν μπορούν και δεν κάνουν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Ουσιαστική θεραπευτική δράση έχουν μόνο σε αυτόν που πάσχει, σε κάποιον υγιή δεν κάνουν κάτι, ούτε αλλάζουν τον φιλότιμο σε απατεώνα, ούτε τον ψεύτη σε ειλικρινή, ούτε τον οκνηρό σε εργατικό, ούτε τον ευσυνείδητο σε ασυνείδητο, ούτε τον γκρινιάρη σε καλόβολο.
Μύθος τέταρτος: “Οι παρενέργειες των ψυχιατρικών φαρμάκων μπορεί να προκαλέσουν μη αναστρέψιμες βλάβες”
Μιλώντας γενικά, τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι αρκετά ασφαλή για μακροχρόνια χρήση και μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις μπορούν να προκαλέσουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία. Ενδέχεται να έχουν παρενέργειες όπως υπνηλία, αύξηση της όρεξης για φαγητό, ζάλη ή πονοκέφαλο, ξηροστομία, δυσκοιλιότητα, ορισμένες ορμονικές διαταραχές, ελαφρύ τρόμο κυρίως στα άνω άκρα, ορισμένες κινητικές δυσκολίες, ελαφρές διαταραχές στη μνήμη, την προσοχή και τη συγκέντρωση αλλά και ορισμένες αρνητικές επιδράσεις είτε στην ερωτική διάθεση, τη στύση ή την εκσπερμάτιση.
Ας μην ξεχνάμε όμως την αγγλική παροιμία ότι το σκουπίδι για έναν άνθρωπο μπορεί να είναι θησαυρός για κάποιον άλλο: η καθυστέρηση στην εκσπερμάτιση που ορισμένα αντικαταθλιπτικά ενδέχεται να προκαλέσουν, για κάποιον ο οποίος έχει πρόωρη εκσπερμάτιση, όχι μόνο δεν είναι ανεπιθύμητη δράση αλλά ακριβώς το αντίθετο: πολύ επιθυμητή.
Πολλές ανεπιθύμητες ενέργειες δεν είναι εύκολο να αποφευχθούν. Ωστόσο ο καλύτερος τρόπος πρόληψης είναι η επιλογή του κατάλληλου φαρμάκου για τον κατάλληλο ασθενή εκ μέρους του ειδικού ιατρού. Ο ψυχίατρος είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει εκτενώς τον ασθενή του για την πιθανότητα και το είδος των ανεπιθύμητων ενεργειών που ίσως παρουσιαστούν και να λαμβάνει υπόψη του πολλές παραμέτρους του ασθενή, όπως ο τρόπος ζωής του, οι συνήθειές του, η ηλικία του, η γενικότερη κατάσταση της υγείας του καθώς και αν ο ασθενής λαμβάνει και φάρμακα για σωματικές παθήσεις. Από πλευράς ασθενούς είναι χρήσιμο να ενημερώνει τον ιατρό του για τις όποιες παρενέργειες πιστεύει ότι παρουσίασε και καλό είναι να συζητούν μαζί εναλλακτικό τρόπο χορήγησης της φαρμακευτικής αγωγής με στόχο τη μείωση των παρενεργειών χωρίς παράλληλα να διακυβεύεται το θεραπευτικό αποτέλεσμα.