Η χαμηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών και το αυξημένο σωματικό λίπος συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τις αγχώδεις διαταραχές, συνδυαστικά και με παράγοντες όπως το φύλο, η φτώχεια, ο χρόνιος πόνος, η οικογενειακή κατάσταση και η κλινική εικόνα, υποστηρίζει νέα μελέτη
Νέα έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πολυτεχνείου Kwantlen και περιελάμβανε δεδομένα 26.991 ανδρών και γυναικών 45-85 ετών, δείχνουν ότι οι ενήλικες που έχουν χαμηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών έχουν υψηλότερες πιθανότητες να διαγνωσθούν με αγχώδη διαταραχή.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο International Journal of Environmental Research and Public Health.
«Για όσους κατανάλωναν λιγότερα από τρία διαφορετικά φρούτα και λαχανικά ημερησίως, οι πιθανότητες διάγνωσης με αγχώδεις διαταραχές ήταν 24% υψηλότερες. Αυτό μπορεί εν μέρει να εξηγεί και τα ευρήματα που σχετίζονται με τη σύνθεση του σώματος, καθώς, όταν τα επίπεδα του συνολικού σωματικού λίπους ξεπερνούν το 36%, η πιθανότητα εκδήλωσης αγχώδους διαταραχής αυξανόταν κατά περισσότερο από 70%. Το αυξημένο σωματικό λίπος ίσως συνδέεται με μεγαλύτερη φλεγμονή και οι έρευνες υποδεικνύουν ότι κάποιες από τις αγχώδεις διαταραχές μπορεί να συνδέονται με τη φλεγμονή», αναφέρουν οι ερευνητές, Karen Davison και Jose Mora-Almanza στη σχετική δημοσίευση.
Άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με τις αγχώδεις διαταραχές στους μεσήλικους και τους ηλικιωμένους
Εκτός από τη διατροφή και τη σύνθεση του σώματος, η επικράτηση των αγχωδών διαταραχών μπορεί, επίσης, να διαφέρει ανάλογα με το φύλο, την οικογενειακή κατάσταση, το εισόδημα, τη μετανάστευση και διάφορα προβλήματα υγείας.
Ενδεικτικά, μία στις εννέα γυναίκες έπασχαν από αγχώδη διαταραχή, συγκριτικά με μόλις ένας στους 15 άνδρες. «Τα ευρήματά μας βρίσκονται σε αντιστοιχία με προηγούμενες έρευνες που έχουν επίσης υποδείξει ότι οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες από τους άνδρες στις αγχώδεις διαταραχές», αναφέρει σχετικά η Karen Kobayashi, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Επίσης, η επικράτηση των αγχωδών διαταραχών ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν είχαν παντρευτεί ποτέ (13,9%) ήταν πολύ υψηλότερη από ό,τι ανάμεσα σε εκείνους που ζούσαν με κάποιο σύντροφο (7,8%). Επιπλέον, σχεδόν ένας στους πέντε συμμετέχοντες στη μελέτη με οικογενειακό εισόδημα κάτω των 20.000 δολαρίων ετησίως έπασχε από αγχώδεις διαταραχές, ποσοστό πάνω από διπλάσιο σε σχέση με τους πιο πλούσιους συμμετέχοντες.
«Δεν μας έκανε εντύπωση το γεγονός ότι στους φτωχότερους ανθρώπους υπάρχει τόσο υψηλή επικράτηση των αγχωδών διαταραχών: η συνεχής πάλη για την απόκτηση βασικών υλικών αγαθών όπως τα τρόφιμα και η στέγαση, προκαλεί μεγάλο άγχος και εγγενή ανησυχία», σημειώνει με τη σειρά του ο Hongmei Tong, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο MacEwan.
Από τα αποτελέσματα της μελέτης αναδείχθηκε, ακόμη, ότι η επικράτηση των διαταραχών αυτών στα άτομα με τρία ή περισσότερα προβλήματα υγείας ήταν πενταπλάσια σε σύγκριση με εκείνους που δεν έχουν κάποια χρόνια πάθηση (16,4% – 3%). Αντίστοιχα, οι πάσχοντες από χρόνιο πόνο είχαν διπλάσια επικράτηση σε αγχώδεις διαταραχές σε σύγκριση με όσους ήταν υγιείς.
Σημειώνεται, τέλος, ότι η μελέτη αυτή είχε ένα σημαντικό περιορισμό, που δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι η αξιολόγηση των αγχωδών διαταραχών βασίστηκε σε ιατρική διάγνωση που ανέφεραν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες, με τους ερευνητές, πάντως, να λαμβάνουν υπόψιν τους οικογενειακούς γιατρούς για να μειώσουν την πιθανότητα λιγότερων αναφορών από άτομα που δεν επισκέπτονται τακτικά τους παρόχους υγείας.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!