Η αραίωση των μαλλιών, ακόμα και η μερική ή ολική απώλειά τους, μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους λόγους, όπως σε γενετική διαταραχή, σε ασθένεια ή σε φάρμακα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση της απώλειας μαλλιών στους αστικούς πληθυσμούς. Αρχικά, πολλοί επιστήμονες έσπευσαν να αποδώσουν τις ευθύνες στις θεραπείες μαλλιών ή στην ακατάλληλη φροντίδα τους. Αλλά πρόσφατα ανακαλύφθηκε ότι η αιτία μπορεί να είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλές περιβαλλοντικές συνθήκες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε τριχόπτωση.
«Η ταχύτατη εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση έχει οδηγήσει σε σοβαρή περιβαλλοντική ρύπανση, η οποία έχει καταστεί ένα σοβαρό δημόσιο πρόβλημα παγκοσμίως. Μελέτες έχουν δείξει ότι οδηγεί σε πρόωρο θάνατο 4,2 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει διαπιστώσει ότι οι πρόωροι θάνατοι λόγω αναπνευστικών και καρδιαγγειακών παθήσεων αλλά και καρκίνου του πνεύμονα εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αγγίζουν το 80%, 14% και 6% αντίστοιχα (2014). Τα μαλλιά και το δέρμα, ωστόσο, είναι τα πρώτα που πλήττονται από αυτήν, αλλά και από τις σκληρές περιβαλλοντικές συνθήκες. Η βλάβη από τις ακτίνες UV, τον καπνό και άλλα στοιχεία μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως έντονη και να εμφανίζεται με διαφορετικούς τρόπους», μας εξηγεί ο δερματολόγος-αφροδισιολόγος Δρ. Χρήστος Στάμου.
Τα αιωρούμενα σωματίδια (Particulate Matter) δεν είναι άλλο παρά ένα μίγμα ρύπων (αιθαλομίχλη, καπνός, αιθάλη, κλπ.), διαφόρων ειδών σκόνης, βιολογικών μολυσματικών παραγόντων (γύρη, οικιακή σκόνη, αλλεργιογόνα, ακάρεα, κλπ.), και μολυσματικών αερίων. Τα τελευταία μπορεί να προέρχονται από την καύση της βενζίνης και του ντίζελ, αλλά και του άνθρακα, του πετρελαίου και της βιομάζας, καθώς επίσης και από την παραγωγή οικοδομικών υλικών, όπως τούβλα και τσιμέντο. Τα σωματίδια αυτά χωρίζονται στα PM10, που έχουν διάμετρο 10 μικρόμετρα ή μικρότερα και στα PM2,5 που έχουν διάμετρο 2,5 μικρόμετρα ή μικρότερα.
Οι επιπτώσεις τους τόσο στο δέρμα όσο και στα μαλλιά είναι ορατές. Το δέρμα γερνά πρόωρα και παρουσιάζονται ξηρότητα και τοπικός αποχρωματισμός, ενώ στα μαλλιά η βλάβη γίνεται αντιληπτή μέσω της τριχόπτωσης.
Για το θέμα έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες, αν και όχι πολλές. Η πιο πρόσφατη χρησιμοποίησε ανθρώπινα πολυδύναμα κύτταρα (derma papilla) του τριχοθυλακίου τα οποία εκτέθηκαν σε μια σειρά συγκεντρώσεων σωματιδίων ντίζελ και σκόνης, σωματιδίων παρόμοιων με PM10.
Οι ερευνητές μετά από μια περίοδο 24 ωρών, χρησιμοποίησαν μια εργαστηριακή τεχνική μοριακού ελέγχου (western blotting), στην οποία συγκεκριμένα μόρια πρωτεΐνης μπορούν να αναγνωριστούν σε ένα πολύπλοκο μείγμα διαφορετικών πρωτεϊνών.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα σωματίδια PM10 και τα σωματίδια ντίζελ μείωσαν τα επίπεδα της β-κατενίνης, η οποία είναι μια πρωτεΐνη υπεύθυνη για την ενδυνάμωση της τριχοφυΐας και της μορφογένεσης (η βιολογική διαδικασία που δίνει στον οργανισμό το σχήμα του μέσω της διαφοροποίησης των κυττάρων, των ιστών και των οργάνων). Ταυτόχρονα παρατηρήθηκε μείωση των πρωτεϊνών cyclin D1, cyclin Ε και CDK2, επίσης υπεύθυνες για την ανάπτυξη και τη διατήρηση των τριχών. Μάλιστα, η σχέση ήταν δοσοεξαρτώμενη.
Στο ίδιο συμπέρασμα είχε καταλήξει και μια παλαιότερη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο OMICS International. Επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η ρύπανση μπορεί να προκαλέσει αυξημένη ευαισθησία στο τριχωτό της κεφαλής, οδηγώντας σε κνησμό, πιτυρίαση, υπερβολική λιπαρότητα και πόνο στις ρίζες των τριχών. Αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρή τριχόπτωση, είτε εξαιτίας του ξυσίματος για τον κατευνασμό του κνησμού, είτε λόγω του ερεθισμού από τους αερομεταφερόμενους ρύπους.
Εκτός από τις διάφορες μελέτες που έχουν αναγνωρίσει την ύπαρξη του «συνδρόμου ευαίσθητου τριχωτού» και τα συμπτώματα που προκύπτουν από την έκθεσή του σε αυξημένα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης (συμπεριλαμβανομένων σωματιδίων σκόνης, καπνού, νικελίου, μολύβδου και αρσενικού, διοξειδίου του αζώτου, διοξειδίου του θείου, αμμωνίας και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων), ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και στους κλιματιζόμενους χώρους λόγω της απελευθέρωσης πτητικών οργανικών ενώσεων από διάφορες πηγές που καταλήγουν στο τριχωτό της κεφαλής. Οι ρύποι εισέρχονται στο χόριο, μέσω των τριχοθυλακίων, οδηγώντας σε οξειδωτικό στρες και τριχόπτωση.
Ωστόσο, οι ρύποι δεν είναι μόνο οι χημικές ουσίες που εκπέμπονται από την κυκλοφορία ή τις βιομηχανικές μονάδες, αλλά και ουσίες όπως ο καπνός από τα τσιγάρα και τη φωτιά. Οι καρκινογόνοι παράγοντες που βρίσκονται στον καπνό τσιγάρων μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στα μαλλιά, ενώ κάθε καπνός από φωτιά μπορεί να προκαλέσει φαγούρα και πιτυρίαση.
Η κοινή οικιακή σκόνη περιέχει μικροοργανισμούς οι οποίοι αν έρθουν σε επαφή με το τριχωτό της κεφαλής μπορούν να βλάψουν τόσο την τρίχα όσο και τον θύλακά της. Αρχικά οι αλλαγές μπορεί να είναι ασήμαντες, αλλά αν παραμείνουν αδιάγνωστες και ανεπίλυτες, μπορεί να προκύψει ανδρογενετική (ανδρογενής) αλωπεκία.
Σύμφωνα με τον Δρ. Στάμου, η τριχόπτωση λόγω ρύπανσης μπορεί να συνυπάρχει ή να μιμείται την ανδρογενετική αλωπεκία, οπότε, προς αποφυγή λανθασμένης εκτίμησης, απαιτείται προσεκτική λήψη του ιστορικού καθώς και τριχοσκοπική αξιολόγηση για την έγκυρη διάγνωση και τη σύσταση θεραπευτικού πλάνου.
«Παρότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει προτείνει τον περιορισμό των συγκεντρώσεων των PM10 στα 20μg/m3 (ετήσιο μέσο όρο) και τα 50 μg/m3 (μέση ημερήσια τιμή) και των PM2,5 στα 10 μg/m3 ετησίως και στα 25 μg/m3 (ημερησίως), προς αποφυγή των επιβλαβών επιδράσεων στην υγεία των ανθρώπων, αυτά τα όρια δεν είναι πάντοτε εφικτά. Για την προστασία των μαλλιών θα πρέπει να αποφεύγεται η υπερβολική ρύπανση της τρίχας και του τριχωτού της κεφαλής και η εμμονή στην καλή υγιεινή των μαλλιών, με το τακτικό λούσιμό τους, την ενυδάτωσή τους και τη βαθιά περιποίησή τους μία φορά την εβδομάδα. Προστασία από τη ρύπανση μπορούν να προσφέρουν και τα καπέλα ή οι μαντήλες. Τέλος, μείωση των βλαβών μπορεί να επιτευχθεί και μέσω της μείωσης της θερμοκρασίας των συσκευών styling», καταλήγει ο Δρ. Χρήστος Στάμου.