Οριστική λύση στο τεράστιο παγκόσμιο πρόβλημα των καρδιακών μεταμοσχεύσεων, λόγω έλλειψης μοσχευμάτων, αναμένεται να δώσει τα επόμενα χρόνια η πλήρως εμφυτεύσιμη τεχνητή καρδιά!
Αυτό τονίστηκε σήμερα κατά τη διάρκεια Συνέντευξης Τύπου της Εταιρείας Μελέτης και Έρευνας Καρδιακής Ανεπάρκειας, στο πλαίσιο του 15ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της.
«Ιδιαίτερες ελπίδες, προς την κατεύθυνση αυτή, δίνει η πλήρως εμφυτεύσιμη τεχνητή καρδιά που πρόσφατα δοκιμάσθηκε με επιτυχία στην Γαλλία και που έχει προοπτική, σύμφωνα με τους κατασκευαστές, να διαρκέσει τουλάχιστον για πέντε χρόνια», τόνισε ο πρόεδρος της Εταιρείας Μελέτης και Έρευνας Καρδιακής Ανεπάρκειας κ. Σταμάτης Αδαμόπουλος (ΦΩΤΟ).
Η αλματώδης εξέλιξη της τεχνολογίας με την δημιουργία αμφικοιλιακών βηματοδοτών, απινιδιστών και της τεχνητής καρδιάς έχει βοηθήσει σημαντικά στον τομέα της καρδιακής ανεπάρκειας, η οποία ωστόσο εξακολουθεί κάθε χρόνο να σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους και από τις πιο βαριές μορφές καρκίνου!
Όπως διευκρίνισε ο κ Αδαμόπουλος «η ετήσια επιβίωση ασθενών που φέρουν συσκευές μηχανικής υποστήριξης, σαν γέφυρα για μεταμόσχευση, πλησιάζει το 90%. Oυσιαστικά δεν διαφέρει από την ετήσια επιβίωση ασθενών μετά από μεταμόσχευση καρδιάς έτσι ώστε το ενδεχόμενο να υποκαταστήσουν οι τεχνητές καρδιές την μεταμόσχευση, δίνοντας οριστική λύση στο τεράστιο πρόβλημα της έλλειψης μοσχευμάτων, δεν τοποθετείται στο μακρινό μέλλον».
Βεβαίως, σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή καρδιολογίας Παν/ου Αθηνών κ. Γεράσιμο Φιλιππάτο «Η μεταμόσχευση καρδιάς εξακολουθεί να αποτελεί την πλέον δόκιμη θεραπεία στους ασθενείς με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια καθώς όχι μόνο επιμηκύνει τη ζωή (μέσος χρόνος επιβίωσης πάνω από 12 χρόνια σε ασθενείς που αν παραμείνουν με την συμβατική θεραπεία θα έχουν μέσο χρόνο επιβίωσης λιγότερο από 12 μήνες) αλλά προσφέρει εντυπωσιακή βελτίωση στην ποιότητα ζωής δεδομένου ότι πάνω από 50% των μεταμοσχευμένων επιστρέφουν στην εργασία τους και συνεχίζουν να εργάζονται ακόμα και πέντε χρόνια μετά την μεταμόσχευση».
Σήμερα, η τεχνητή καρδιά χρησιμοποιείται είτε σαν γέφυρα για μεταμόσχευση (bridge to transplantation), “αγοράζοντας” έτσι χρόνο μέχρι την ανεύρεση του πολυπόθητου κατάλληλου μοσχεύματος (το 40% των μεταμοσχευμένων υποστηριζόταν μηχανικά πριν την μεταμόσχευση), είτε σαν καταληκτική (τελική) θεραπεία σε ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση (destination therapy) και στους οποίους πριν μερικά χρόνια τα θεραπευτικά όπλα είχαν εξαντληθεί.
Υπάρχει μία τρίτη, μικρότερη, κατηγορία ασθενών στους οποίους η “τεχνητή καρδιά” προκαλεί τέτοια βελτίωση της λειτουργίας του πάσχοντος μυοκαρδίου ώστε να καθίσταται δυνατός ο απογαλακτισμός του ασθενούς από το μηχάνημα (bridge to recovery) με αποτέλεσμα η καρδιά να είναι πλέον ικανή να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του οργανισμού για μήνες ή και για χρόνια χωρίς την ανάγκη νέας μηχανικής υποστήριξης ή μεταμόσχευσης.
ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Σύμφωνα με στοιχεία που ανέφερε ο συντονιστής διευθυντής καρδιολογίας στο «Ελπίς» κ. Αθανάσιος Τρίκας κάθε χρόνο οι μεταμοσχεύσεις παγκοσμίως δεν υπερβαίνουν τις 5500-6000, όταν μόνο στις ΗΠΑ ο αριθμός των ασθενών με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια ανέρχεται με τους μετριότερους υπολογισμούς στις 300000!
Μάλιστα ο αριθμός ασθενών με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια, κάτω των 75 χρόνων, που θα μπορούσαν να ωφεληθούν με μεταμόσχευση καρδιάς ή μηχανική υποστήριξη, ανέρχεται με τους μετριότερους, επίσης, υπολογισμούς στις 150000.
Λόγω, λοιπόν, του περιορισμένου αριθμού δωρητών καρδιάς η συνολική ευεργετική επίδραση της μεταμόσχευσης στην καρδιακή ανεπάρκεια κρίνεται ως «επιδημιολογικά πολύ μικρή».
Αντίστοιχα στη χώρα μας ο αριθμός των ασθενών με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια, στους οποίους η συμβατική αγωγή έχει καταστεί αναποτελεσματική, ανέρχεται σε 10-20000 και πιο ειδικά ο αριθμός ασθενών με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια κάτω από των 75 χρόνων, που θα μπορούσαν να ωφεληθούν με μεταμόσχευση καρδιάς ή μηχανική υποστήριξη, ανέρχεται σε τουλάχιστον 5000.
Ως εκ τούτου η ανάγκη αντιμετώπισης του ολοένα αυξανόμενου αυτού πληθυσμού, πέραν της μεταμόσχευσης, είναι πλέον διεθνώς άκρως επιτακτική και η χρόνια υποστήριξη με τις τεχνητές καρδιές εμφανίζεται αυτή την στιγμή και για το προσεχές, τουλάχιστον, μέλλον ως η πιο πρόσφορη εφαρμόσιμη λύση. Στην αύξηση αυτή της επιβίωσης που προσφέρουν οι συσκευές αυτές έχουν συμβάλλει τρείς παράγοντες: η εκρηκτική τεχνολογική πρόοδος, η καλύτερη γνώση της λειτουργίας και των επιπλοκών των συσκευών αυτών και η ορθότερη επιλογή των πλέον κατάλληλων ασθενών με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια για την συγκεκριμένη θεραπεία.
Τα τελευταία 15 χρόνια η χώρα μας δεν υπολείπεται, συγκρινόμενη με μεγάλα κέντρα της Ευρώπης και της Αμερικής, στην αντιμετώπιση του τελικού σταδίου καρδιακής ανεπάρκειας προσφέροντας ελπίδα σε περιπτώσεις που προ 15ετίας εθεωρούντο «χαμένες», είτε με την μορφή της μεταμόσχευσης καρδιάς, είτε με την μορφή της μηχανικής υποστήριξης. Μάλιστα στην Ελλάδα η μεταμόσχευση καρδιάς γνωρίζει τους τελευταίους μήνες καινούρια άνθιση με την πραγματοποίηση 29 μεταμοσχεύσεων μέσα σε 20 μήνες!
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Η ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ένα σύνδρομο, το οποίο σχετίζεται με κακή ποιότητα ζωής, πολύ υψηλό κόστος και είναι δυνητικά θανατηφόρος. Πέραν, όμως, της σοβαρής ιατρικής και ανθρώπινης διάστασης η καρδιακή ανεπάρκεια θέτει στις σύγχρονες κοινωνίες ένα μείζον οικονομικό πρόβλημα: επιδημιολογικά στοιχεία από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη δείχνουν ότι ενώ η θνητότητα των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια έχει βελτιωθεί την τελευταία τριακονταετία, ωστόσο οι νοσηλείες των ασθενών για απορρύθμιση του συνδρόμου έχουν τριπλασιαστεί. Η αύξηση του μέσου προσδόκιμου επιβίωσης του γενικού πληθυσμού αλλά και των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια (λόγω εμφύτευσης απινιδιστών που προλαμβάνουν τον αιφνίδιο θάνατο), η πιο αποτελεσματική θεραπεία του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου και η τεχνολογική εξέλιξη οδήγησε στην αύξηση του πληθυσμού των ασθενών με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια, η οποία απαιτεί συχνές νοσηλείες.
Η αύξηση των νοσηλειών οδηγεί μοιραία στην αύξηση των δαπανών για την υγεία, διπλασιάζοντας το κόστος την τελευταία τριακονταετία έτσι ώστε οι εισαγωγές στο νοσοκομείο ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια να απορροφούν πλέον πάνω από το 2% των συνολικών δαπανών για την υγεία.
Στοιχεία από την Μεγάλη Βρετανία αλλά και από την Ελλάδα δείχνουν ότι περίπου το 70-80% των δαπανών για την καρδιακή ανεπάρκεια οφείλονται στις νοσηλείες των ασθενών, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό οφείλεται στη φαρμακευτική αγωγή (10-18%) και τις εξωτερικές επισκέψεις των ασθενών (10-20%).
Στοιχεία από τις ΗΠΑ δείχνουν ότι τα 2/3 των νοσηλειών θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί γιατί οφείλονταν από πλευράς των ασθενών σε κακή συμμόρφωση τους με τις διαιτητικές οδηγίες (υπερβολική πρόσληψη αλατιού και υγρών) και τη φαρμακευτική αγωγή αλλά και από πλευράς της ιατρικής κοινότητας σε μη ορθή τήρηση των κατευθυντήριων οδηγιών για την συνταγογράφηση και τιτλοποίηση των δόσεων των φαρμάκων.
Συνεπώς, η εκπαίδευση τόσο των ασθενών όσο και των ατόμων που παρέχουν υπηρεσίες υγείας είναι απαραίτητη για τη μείωση των νοσηλειών για ΚΑ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ευεργετικού ρόλου της εκπαίδευσης και της εφαρμογής των διεθνών κατευθυντηρίων οδηγιών προσφέρει και η Ελλάδα όπου η αύξηση της συνταγογράφησης θεραπειών όπως οι βήτα-αναστολείς από το 30% στο 80% την τελευταία δεκαετία συνετέλεσε στην μείωση της ενδονοσοκομειακής θνητότητας των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια από το 7% στο 4%.