Τον άκουσα να μου μιλάει απλά και ήρεμα, όπως όταν γράφει τη μουσική του. Απλώνει τον εαυτό του χωρίς ρόλους, χωρίς μάσκες, ευθύς, συνειδητοποιημένος και ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος, λέει τις σκέψεις του, με ένταση και ειλικρίνεια. Ο Θάνος Μικρούτσικος είναι γνωστός για την ευφράδειά του και δεν υπάρχει κανένας λόγος να τον διακόψεις όταν ακούς ενδιαφέροντα πράγματα.
Ο σπουδαίος καλλιτέχνης, με αφορμή την εμφάνισή του στην πόλη μας μαζί με τα «Υπόγεια Ρεύματα», μιλάει για τον τρόπο που αντιμετωπίζει την πολιτική, τη μουσική, την τέχνη και… τον χρόνο!
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κατ’ αρχάς, επειδή ο τίτλος μένει, πώς αντιδράτε, κύριε Μικρούτσικε, όταν σας προσφωνούν «κύριε υπουργέ»;
Ελάχιστοι είναι αυτοί που με προσφωνούν ακόμη Υπουργό. Διότι, μπορεί να μένει ο τίτλος υπό μία έννοια, αλλά παίζει ρόλο και η προσωπικότητα ενός εκάστου, πώς λειτούργησε την περίοδο που ήταν υπουργός, πώς λειτουργεί μετά. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που δεν με ξέρουν και με χαιρετούν με λένε Θάνο.
Σας αντιπροσωπεύει ο τίτλος τού Υπουργού;
Δεν μου άρεσε ποτέ.
Έχετε πει: «…Θεωρώ ότι ο Πολιτισμός είναι το χνάρι τού ανθρώπου πάνω στη γη και ότι ο Πολιτισμός βοηθάει πάρα πολύ, όπως και η Παιδεία, σε μια καλύτερη κοινωνία…». Θα θέλατε να αναφερθείτε λίγο στη θητεία σας στο Υπουργείο Πολιτισμού;
Ο Πολιτισμός είναι βεβαίως το χνάρι του ανθρώπου πάνω στη γη και αυτό το είπα και το υποστηρίζω, διότι αν δούμε ακόμα και στην πρώτη έλευση του ανθρώπου, του Homosapiens, τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε είναι από τις ζωγραφιές που χαράζανε στις σπηλιές, πόσο μάλλον στις πιο οργανωμένες κοινωνίες, μετά τον πρώτο καταμερισμό εργασίας τα τελευταία οκτώ χιλιάδες χρόνια. Η τέχνη πραγματικά μας δείχνει πώς ακριβώς ζούσαν οι άνθρωποι παλαιότερες εποχές, που έχουν χαθεί και δεν υπάρχουν πια. Γνωρίζουμε πράγματα μέσα από την Τέχνη. Αυτό γίνεται ακόμα και στις κοινωνίες πιο κοντά σε μας, δηλαδή 200 ή 300 χρόνια πριν, όπως μια έκθεση ζωγραφικής υψηλών προδιαγραφών ή να ακούσει κανείς ένα έργο του Μπετόβεν που γράφτηκε πριν από χρόνια. Δηλαδή η σοβαρή Τέχνη είναι μια τέχνη που κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται περισσότερο, να γίνονται πιο κριτικοί. Με είχαν ρωτήσει κάποτε επειδή κάνω και πολιτικό τραγούδι αν το πολιτικό τραγούδι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, είχα πει ότι βεβαίως και δεν μπορεί αλλά μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν πράγματα, να είναι πιο κριτικοί και αν θέλουμε να αλλάξει ο κόσμος, αυτός αλλάζει μόνο από ανθρώπους συνειδητοποιημένους, άρα η τέχνη μπορεί να βοηθήσει και σε αυτό. Αν φτάσουμε στις ημέρες τής κρίσης που ζούμε και βιώνουμε τα τρία τελευταία χρόνια με τέτοιο βάρβαρο τρόπο, θα πούμε ότι υπάρχει και μια άλλη ιδιότητα της σοβαρής Τέχνης που είναι αυτή της εμψύχωσης των ανθρώπων.
Τι θυμόσαστε από εκείνη την εποχή ως Υπουργός;
Μιλάμε πια για μια άλλη εποχή – πιθανόν να απέχει έτη φωτός από τη σημερινή! Ήταν όλα διαφορετικά. Στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου μπόρεσαν να γίνουν διάφορα πράγματα όχι με ευκολία θα έλεγα, αλλά μεθοδολογικά τουλάχιστον να ξεκινήσουν. Υπό αυτή την έννοια κι ως προς αυτό το επίπεδο θεωρώ την περίοδο εκείνη και τη δική μου δουλειά κομμάτι τής όλης δημιουργικής δουλειάς. Εκτός από συνθέτης ασχολήθηκα πολύ με την πολιτική διαχείριση, με την δημιουργία ή και την καθοδήγηση θεσμών, το Φεστιβάλ Πάτρας, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το Φεστιβάλ Αθηνών και μέσα εκεί ενέταξα και τη θητεία μου στο υπουργείο πολιτισμού, διότι ο βασικός λόγος που δέχτηκα την τιμητική πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου να γίνω υπουργός ήταν για τη δημιουργία θεσμών και υποδομών, κυρίως στην ελληνική περιφέρεια, διότι έλεγα πάντα, και το πιστεύω ακόμα αν και τα πράγματα είναι άθλια, ότι η χώρα στο επίπεδο του πολιτισμού μπορεί να προχωρήσει αν δημιουργήσει στην περιφέρεια, όπου υπάρχουν πόλεις με συνεκτικούς δεσμούς πολύ πιο έντονους απ’ ό,τι στις μεγάλες πόλεις Αθήνα και Θεσσαλονίκη, θεσμούς και υποδομές. Αυτό προσπάθησα να κάνω ως ένα βαθμό και το έκανα και ως ένα βαθμό μεθοδολογικά το υπέδειξα κιόλας.
Τι «γεύση» σας άφησε η υπουργική σας θητεία; Θα μπορούσατε να ασχοληθείτε ξανά με την πολιτική;
Δημιουργική γεύση, σε ό,τι αφορά στην προσπάθεια για τη δημιουργία θεσμών και υποδομών. Από κει και πέρα δήλωσα από το 1996 σε δημόσιες παρεμβάσεις μου ότι δεν επιστρέφω όποτε και αν μου γίνει πρόταση στο υπουργείο πολιτισμού για τους εξής τρεις λόγους: Ο πρώτος λόγος είναι ότι δεν με παίρνει ο χρόνος να αφήσω για δεύτερη φορά τη μουσική, διότι η μουσική είναι μια γυναίκα, μια ερωμένη, η οποία θέλει… κανάκεμα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αν την αφήσω για δεύτερη φορά θα με εγκαταλείψει, και αυτό εγώ το οποίο ξέρω από τεσσάρων χρόνων είναι να κάνω μουσικές. Δεύτερον, όσο περνάει ο χρόνος και οι μέρες λιγοστεύουν έχω την οικογένειά μου, τους φίλους μου που μου είναι πολύτιμοι και ως προς τη δουλειά μου και αυτονόμως. Ο τρίτος λόγος είναι ότι σε πολιτικό επίπεδο τουλάχιστον μέχρι τώρα στα κόμματα εξουσίας δεν πιστεύω ότι από το 1996 και μετά έγινε μια τομή. Ο ενδιάμεσος χώρος που υπήρχε το λεγόμενο ΠΑΣΟΚ, έχασε τον προσανατολισμό του για καθαρά αντικειμενικούς λόγους. Αυτούς που εξέφραζε δεν μπορούσε να τους εκφράσει πια, διότι άρχισε να εκφράζει στρώματα μεσαία ή και μεγάλα, μεγάλων συμφερόντων, ως εκ τούτου ο ρόλος μου δεν μπορούσε να είναι σε αυτό το χώρο. Είμαι παιδί της αριστεράς, με ενδιαφέρει η καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων σε όποιο σύστημα και αν είναι, αλλά ταυτόχρονα με ενδιαφέρουν έστω και μακροπρόθεσμα οι αλλαγές του συστήματος.
Πώς βλέπετε τη σημερινή κατάσταση;
Αυτό το οποίο συμβαίνει εδώ και τρία χρόνια είναι μια καταστροφή για όλο τον ελληνικό λαό ή τουλάχιστον για την συντριπτική πλειοψηφία του, δηλαδή τα μνημόνια που μας έβαλαν οι κυβερνήσεις Γεωργίου Παπανδρέου, Παπαδήμου και τώρα Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη είναι η απόλυτη καταστροφή. Θα βρει το 2020 τους νέους ανθρώπους να έχουν μεγαλώσει στην ανεργία, στους μισθούς των 300 και 400 ευρώ και σε μια τραγική κατάσταση της μεσαίας τάξης που ήταν πάντοτε η σπονδυλική στήλη τής χώρας. Ζούμε μια βαρβαρότητα, μια αθλιότητα και αναστέλλονται τα επαγγέλματά μας. Όταν ένα επάγγελμα έχει 80% άνεργους είναι επάγγελμα υπό αναστολήν και οι εργαζόμενοι αντί να παίρνουν 1500 ή 2000 ευρώ και να ζουν αξιοπρεπώς, παίρνουν 700 ή 800. Δυστυχώς το να μένουμε στο μνημόνιο είναι η συνέχεια της καταστροφής μας.
Ασχολείστε χρόνια με τη μουσική. Κάνοντας έναν απολογισμό, τι έχετε κερδίσει και τι έχετε χάσει;
Ασχολούμαι με τη μουσική από 1951 σε ηλικία τεσσάρων χρόνων, σε αυτό που λέμε Live είμαι από το 1967, από το 1972 στο θέατρο και από το 1975 στη δισκογραφία, παρά το γεγονός ότι επί δικτατορίας είχα κάνει δυο μικρούς δίσκους σε ποίηση Καρυωτάκη, που δεν μπορούσαν να εκδοθούν λόγω λογοκρισίας ολοκληρωμένες δουλειές. Από το 1975 που έχουν βγει δίσκοι με δουλειά μου, με πρωτότυπη δουλειά είναι 69 δίσκοι. Είμαι μουσικός ευρέως φάσματος, κλασικής μουσικής, πειραματικής μουσικής, αλλά και στον χώρο του τραγουδιού να περιοριστούμε θα δείτε ένα μεγάλο φάσμα που ξεκινάει από το απλό λαϊκό τραγούδι. Είναι γνωστές οι τρεις-τέσσερις ζεϊμπεκιές που έχουνε μείνει διαχρονικές (Μια πιρόγα, Ρόζα, Πάντα γελαστοί) μέχρι αρκετά σύνθετα έργα βασισμένα στο τραγούδι. Μέσα εκεί είναι ο Καββαδίας, δίπλα ο Μπρέχτ, η καντάδα η Μακρόνησος που είναι ένα διαχρονικό έργο βασισμένο στο τραγούδι. Το συμπέρασμα που μπορώ να βγάλω είναι ότι είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, διότι αυτό που προσπάθησα και κατάφερα να κάνω ήταν αυτό που μου παραδόθηκε από τους προηγούμενους, μεταξύ των οποίων δυο μεγάλα ονόματα του Θεοδωράκη και του Χατζηδάκη –τις δυο «κολώνες» τού Νεοελληνικού πολιτισμού– να το πάω παραπέρα. Να πάω παραπέρα αυτό που παρέλαβα από αυτούς. Πρέπει να σας πω ότι κατάφερα να διευρύνω τη φόρμα, διότι με ρωτάνε μερικές φορές πόσο καλά αισθάνεσαι που λόγω της κρίσης επανήλθαν τα πολιτικά σου τραγούδια. Δεν επανήλθαν λόγω της κρίσης, πήραν μεγαλύτερη ώθηση. Τα «Υπόγεια Ρεύματα» έπαιζαν τραγούδια μου πολιτικά, χωρίς να το ξέρω, σε ένα ακροατήριο 18άρηδων μανιακών ροκάδων και πέρναγε. Αυτό γινόταν, διότι όταν εγώ έγραφα το «Τους έχω βαρεθεί» το 1975 κοίταγα προς τα μπρος και όχι προς τα πίσω.
Τι είναι πιο σημαντικό σ’ ένα τραγούδι, ο λόγος ή η μουσική;
Αν αυτά τα δυο ξεχωρίσουν η σύνθεση απέτυχε. Μερικές φορές μπερδευόμαστε, λέμε ας πούμε στη «Ρόζα» το περιεχόμενο είναι αυτό που λέει ο στίχος «πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή». Το περιεχόμενο του στίχου σκέτο δεν είναι το περιεχόμενο του τραγουδιού. Είναι στίχος και μουσική μαζί και όπου σε πάει. Και αν δεν σε πάει σε πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι σε πάει μόνος του ο στίχος, τότε απέτυχε η μελοποίηση. Εάν, για παράδειγμα, έπαιρνες τη Ρόζα ή το Ανεμολόγιο και το διάβαζες πριν το μελοποιήσω εγώ, θα έλεγες αυτό το κείμενο λέει αυτό κι αυτό κι αυτό. Αν μετά από ένα χρόνο το άκουγες μελοποιημένο από μένα, για να είναι πετυχημένη η μελοποίηση μου, έπρεπε σ’ αυτά που σου είχαν δημιουργηθεί όταν το διάβαζες σαν κείμενο να είχες προσθέσει και συναισθήματα και καινούργιες πλευρές. Όταν συμβαίνει αυτό, η μελοποίηση είναι πετυχημένη. Περιεχόμενο ενός τραγουδιού είναι μουσική και στίχος μαζί.
Υπάρχει πρόβλημα στην Τέχνη, την εποχή που διανύουμε;
Η τέχνη, για παράδειγμα το θέατρο, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, η συμφωνική μουσική, το τραγούδι, θέλει βοήθειες. Η Συμφωνική μουσική θέλει Συμφωνικές ορχήστρες, οι οποίες πρέπει να πληρώνονται. Στα περισσότερα μέρη τού κόσμου πληρώνονται από τα κράτη σε άλλες από ιδιωτικές επιχειρήσεις – χορηγούς. Οι ζωγράφοι πρέπει να έχουν γκαλερί και μουσεία για να βλέπουμε τα έργα τους. Το θέατρο είναι μια ολόκληρη ιστορία, πρέπει να βοηθιέται, δεν είναι μόνο ένα εισιτήριο που μπορεί να δώσει κάποιος. Άρα η τέχνη πρέπει να βοηθιέται. Αν δεν βοηθιέται, υπάρχει πρόβλημα.
Αυτή η εποχή βοηθάει να δημιουργούνται έργα, κύριε Μικρούτσικε;
Δεν ξέρω αν βοηθάει ή δεν βοηθάει, αλλά ότι δημιουργούνται έργα, δημιουργούνται, και μάλιστα πολλά. Απλώς δυσκολότερα από παλιά φτάνουν στον θεατή και στον ακροατή, και αυτό συμβαίνει και λόγω τής έλλειψης της διαμεσολάβησης. Μπορεί μια σπουδαία ομάδα θεατρική να έχει τη διάθεση να ανεβάσει ένα έργο που το κόστος να είναι 100 ευρώ, αλλά να μην μπορεί να τα βρει και να μην γίνει, έστω κι αν είναι μια εξαιρετική δουλειά. Ή ακόμα και με τη διαμεσολάβηση, με την έννοια ότι δεν υπάρχουν ορχήστρες να παίξουν ή ένας τραγουδοποιός που έχει γράψει σπίτι του εξαιρετικά τραγούδια να μην μπορεί να βρει να τα εκδώσει ή να μην μπορεί να τον εμπιστευτεί κανένας και το κοινό επειδή δεν τον ξέρει να μην ακούσει τα τραγούδια του. Αυτή η δυσκολία υπάρχει, αλλά ότι γίνονται πράγματα στο βαθμό που μπορώ να παρακολουθώ, γίνονται και πολύ σοβαρά.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι που το έχετε γράψει για τη φωνή κάποιου, συγκεκριμένα;
Ναι, ένα κομμάτι της δουλειάς μου το έγραψα με βάση τη μελοποίηση κάποιων κειμένων και εκεί επέλεξα αυτόν ή αυτή που θεωρούσα καταλληλότερο να τον τραγουδήσει. Υπήρξε και ανάποδη περίπτωση να αποφασιστεί μια συνεργασία με κάποιον τραγουδιστή και εκεί να λάβω υπόψιν μου τη φωνή. Έτσι ακολουθήθηκαν και οι δυο μέθοδοι. Περισσότερο μελοποιούσα τα κείμενα και αποφάσιζα ποιος θα τα πει θεωρώντας ποια είναι καλύτερη περίπτωση. Για παράδειγμα, με τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Δημήτρη Μητροπάνο και τη Μίλβα η συνεργασία ολοκληρώθηκε και έγινε με βάση ότι θα έκανα ένα δίσκο με αυτούς τους καλλιτέχνες.
Πιστεύετε ότι ο καλλιτέχνης χρειάζεται να έχει έναν μύθο, όσον αφορά στην προβολή τού προσώπου του στον κόσμο;
Εγώ είμαι της άλλης άποψης:ότι αυτού του τύπου η μυθολογία για να έχει νόημα πρέπει να μην επιβάλλεται από διεργασίες μάρκετινγκ, αλλά να προέρχεται από την προσωπικότητα του καλλιτέχνη και το σεβασμό, σε τελευταία ανάλυση, νεοτέρων του στο πρόσωπό του σε σχέση με την πορεία του και το έργο του. Τότε μπορεί και να δημιουργείται ένας μύθος. Είπα στην αρχή ότι η συντριπτική πλειοψηφία όσων με βλέπουν στο δρόμο μου λένε «γεια σου Θάνο» και δεν είναι μια καρπαζιά στο κεφάλι ή στην πλάτη και είμαστε όλοι ένα. Δείχνει μια οικειότητα. Τις περισσότερες φορές αυτός ο ενικός είναι πιο πληθυντικός και από τον οποιοδήποτε πληθυντικό, διότι κρύβει μια αγάπη, μια εκτίμηση και ένα σεβασμό. Αυτή η μυθολογία για μένα είναι αποδεκτή και έχει κερδηθεί, η άλλη είναι αποτέλεσμα μάρκετινγκ και εμένα δεν μου λέει τίποτα.
«Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή…», από τους στίχους τού Άλκη Αλκαίου στο εξαιρετικό σας τραγούδι «Ρόζα». Για μας ο Δημήτρης Μητροπάνος είναι ο άνθρωπος που τιμά την περιοχή μας, αλλά και μια από τις σημαντικότερες φωνές στο ελληνικό πεντάγραμμο. Δεν μπορώ λοιπόν να μην σας ρωτήσω για τη συνεργασία σας μαζί του και αν πιστεύετε ότι η ιστορία έγινε σιωπή με τον θάνατό του;
Η συνεργασία με τον Μητροπάνο ήταν εξαίρετη. Θα έλεγα ότι ο Δημήτρης κουβάλαγε μια πορεία τεράστια, διότι όταν κάναμε αυτή τη δουλειά το 1996 ήταν ήδη ένας ολοκληρωμένος τραγουδιστής και πολλοί λέγανε ότι μετά το θάνατο του Καζαντζίδη και του Μπιθικώτση ο Μητροπάνος ήταν η λαϊκή φωνή της χώρας. Γνώρισα έναν άνθρωπο σεμνότατο και με πολύ σεβασμό στον δημιουργό, κάτι που δεν είναι σύνηθες φαινόμενο στους γνωστούς τραγουδιστές της εποχής μας. Ήταν μαθητής. Επειδή κι γι’ αυτόν ήταν ένα καινούργιο πράγμα η δουλειά μου, προσπαθούσε να «κολυμπήσει» και ζητούσε τη βοήθεια του «αρχικολυμβητή» για να τα καταφέρει καλύτερα. Αυτό δείχνει και την ποιότητα του χαρακτήρα του. Η απόδοσή του ήταν εξαιρετική. Όταν τον άκουσα τελικώς να τραγουδάει, διότι από το τρακ που είχε στο στούντιο όταν αρχίσαμε τις φωνές έγραφε με πολύ δυσκολία και κάποια στιγμή πήρε μπροστά, εκείνη τη στιγμή που πήρε μπροστά και είπε τη Ρόζα θα μου μείνει αξέχαστη, διότι με πέρασε ηλεκτρική εκκένωση και σκέφτηκα ότι αυτή η εκκένωση αφού περνάει εμένα θα περάσει και στους άλλους και από εκεί και πέρα γίναμε πάρα πολύ καλοί φίλοι, οικογενειακοί φίλοι. Αν με ρωτούσατε και όταν ήταν στη ζωή, θα σας το έλεγα, δεν τον λέω τώρα που απεβίωσε: ήταν ένας άνθρωπος που η δόξα δεν τον είχε επηρεάσει, δηλαδή σαν να πέρναγε από πάνω του και αυτός έσκυβε για να μην έρθει σε επαφή. Αν του έδινες το χέρι αισθανόσουνα ότι ανοίγει μια μεγάλη αγκαλιά και αυτό μπορεί να εξηγήσει τώρα με το χαμό του αυτή τη συγκίνηση που διαπέρασε τη χώρα από την Ορεστιάδα μέχρι την Κρήτη. Ηταν μια γνήσια συγκίνηση. Το είδα σε όλους τους ανθρώπους. Ο Δημήτρης ήταν γνήσιος άνθρωπος, ήταν σεμνός με όλη τη σημασία της λέξης. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Το δυστύχημα ήταν ότι έφυγε νωρίς. Το πρόβλημα της υγείας του τον είχε πραγματικά ταλαιπωρήσει πολύ τα τελευταία πέντε με οκτώ χρόνια, αλλά πήγε κι άδικα.
Με αφορμή την προσεχή συναυλία σας σε λίγες μέρες στην πόλη μας με τα «Υπόγεια Ρεύματα», θα θέλατε να μας βάλετε λίγο στο κλίμα και να μας μιλήσετε γι’ αυτή σας τη συνεργασία;
Τα «Υπόγεια Ρεύματα» είναι το διαχρονικότερο ροκ γκρούπ τα τελευταία 20 χρόνια από το 1990 και μετά. Μερικά συγκροτήματα που είχαν βγει εκείνη την εποχή έχουν αντέξει, είκοσι χρόνια δεν έχει αντέξει κανένα άλλο. Έχει δουλέψει εξαιρετικά και έχει δημιουργήσει ένα κοινό. Στο δικό του χώρο δεν περιορίστηκε στη γωνία του ροκ, διότι έχω την εντύπωση ότι ο Γρηγόρης Κλιούμης και ο Κώστας Παρίσης, που είναι από εκείνη την εποχή μαζί, μελέτησαν αρκετά την γενιά τη δικιά μου και την επόμενη, όχι με πρόσημο το ροκ και μόνο, αλλά είδαν την παρουσία τους και πώς θα κάνουν μια τέτοια μουσική μέσα στο μεγάλο κίνημα του ελληνικού τραγουδιού. Γι’ αυτό βλέπετε και μελοποιήσεις ελλήνων και ξένων ποιητών. Έχουν μελοποιήσει Καρυωτάκη, Πολυδούρη, Μπόρχες, κάτι το οποίο είναι ασύνηθες φαινόμενο στα ροκ συγκροτήματα και αυτό προέρχεται ακριβώς από αυτή τους την σπουδή. Με βρήκαν το 2008 και μου είπαν ότι θέλουμε να κάνουμε μια δουλειά επάνω στα πολιτικά σου τραγούδια, αν μας επιτρέπεις. Τους είπα: με μεγάλη μου χαρά και ιδιαίτερη τιμή και ό,τι θέλετε. Μετά από ένα μήνα επανήλθαν και είπαν ότι θέλουμε να παίξεις και μαζί μας και τους είπα βεβαίως, αλλά προσέξτε γιατί είμαι πολύ καλός παίχτης. Κάναμε το 2009 μια σειρά εμφανίσεις που ήταν έκπληξη και για μας και για το κοινό, διότι είχε την ιδιαιτερότητα του παιξίματος των «Υπόγειων Ρευμάτων», αλλά εμπλουτισμένο με μελωδίες δικές μου, και το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό. Και φέτος ανανεώνουμε την συνεργασία μας με πέντε συναυλίες, μια από τις οποίες είναι και αυτή στην Καλαμπάκα. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τραγούδια πολιτικά δικά μου, το δεύτερο μέρος τραγούδια των Υπογείων Ρευμάτων και το τρίτο μέρος παιγμένο από τα Υπόγεια Ρεύματα και τραγουδισμένο από μένα, ένα μεγάλο κομμάτι από το «Σταυρό τού Νότου» σε ποίηση Καββαδία.
Κύριε Μικρούτσικε, σας περιμένουμε να σας απολαύσουμε. Έχετε ξανάρθει στην πόλη μας;
Στην Καλαμπάκα έχω έρθει ως επισκέπτης και μου άρεσε πολύ.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ
Ο Θάνος Μικρούτσικος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947. Ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του σε μικρή ηλικία στη Φιλαρμονική Εταιρεία Πατρών και στο Ελληνικό Ωδείο (πιάνο, θεωρία, αρμονία). Ακολούθησαν οι σπουδές και η αποφοίτηση του από το Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα μελέτησε αρμονία, αντίστιξη, φούγκα και σύνθεση με τον καθηγητή-συνθέτη Γ.Α. Παπαϊωάννου.
Ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής. Έχει γράψει όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, πειραματική μουσική. Παράλληλα ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του κινείται στο χώρο τού έντεχνου ελληνικού τραγουδιού με εκατοντάδες τραγούδια σε στίχους ελλήνων και ξένων ποιητών.
Έχει ηχογραφήσει δεκάδες LP και CD συνεργαζόμενος με τις δισκογραφικές εταιρίες EMI- Classics, Blue Note, Polydor, Sony (CBS), Minos- Emi, Agora, Lyra, HMV, Legend, Legend Classics κ.α.
Έχει συνεργαστεί με πολλούς Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες γράφοντας μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα, τα οποία έχουν παρουσιαστεί σε ολόκληρο τον κόσμο (Ελλάδα, Βέλγιο, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Η.Π.Α., Ελβετία, Γερμανία, Ρουμανία, Αυστραλία κ.α.)
Το 2002 τιμήθηκε για τη μουσική του στο θέατρο με το βραβείο «Δημήτρης Μητρόπουλος» από το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου (Θεατρικό Μουσείο).
Έχει σκηνοθετήσει τρία έργα στον χώρο τού μουσικού θεάτρου.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του έχει δώσει εκατοντάδες συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει συμμετάσχει ή έχουν παιχτεί έργα του σε πολλά διεθνή φεστιβάλ μουσικής. Ο Θάνος Μικρούτσικος είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.
Έργα του έχουν παρουσιαστεί από πολλές μεγάλες ορχήστρες και ορχήστρες μουσικής δωματίου.
Ο Θάνος Μικρούτσικος έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν τους σημαντικούς έλληνες ερμηνευτές και μουσικούς. Έχει επίσης συνεργαστεί με πολλούς διεθνείς καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν οι: Irene Jarsky, Petro Guelfutsi, Milva, Udo Reineman, Lucienne Van Deyck, Lieve Janssen κ.ά.
Διετέλεσε, επίσης Αναπληρωτής Υπουργός Πολιτισμού 1993-1994 και Υπουργός Πολιτισμού 1994-1996.
Για το έργο του στην πολιτιστική διαχείριση, καθώς και τη μουσική του δραστηριότητα, έγινε επίτιμος δημότης σε πολλές πόλεις της Ελλάδος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 27 Ιουλίου 2012.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!