Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883, Παρασκευή, ημέρα των ψυχών.
Η γριά μαμή «τον φούχτωσε στα χέρια της, τον πήγε στο φως και τον κοίταξε καλά καλά, σαν νά ‘βλεπε λες μυστικά σημάδια απάνω του, τον σήκωσε αψηλά κι είπε: “Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα γίνει δεσπότης”». («Αναφορά στον Γκρέκο», σελ. 75).
Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, φιλόσοφος και πολιτικός.
Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός».
Τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια τα πέρασε στο Ηράκλειο με ενδιάμεσα σύντομα διαστήματα παραμονής στον Πειραιά. Το 1902 έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό «Πινακοθήκη» με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του «Όφις και κρίνο». Τον επόμενο χρόνο έφυγε για σπουδές νομικής στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας με τον Ανρί Μπεργκσόν.
Από το 1907 ως το 1909 έγραψε τα πρώτα θεατρικά του έργα, το μυθιστόρημα «Σπασμένες ψυχές», καθώς επίσης μελετήματα και δοκίμια. Το 1910 εγκαταστάθηκε με τη Γαλάτεια στην Αθήνα την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο και πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ως το 1915 ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων, στρατεύτηκε εθελοντικά στους βαλκανικούς πολέμους και υπηρέτησε στο γραφείο του Βενιζέλου και έγραψε αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο. Ταξίδεψε ανά την Ευρώπη και την Ελλάδα.
Από τον Οκτώβριο του 1925 ως το Φεβρουάριο του 1926 έμεινε στη Ρωσία ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος». Το 1928 διώχτηκε δικαστικά με αφορμή τη διοργάνωση συγκέντρωσης για τη Σοβιετική Ένωση και κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού ταξιδιού του στη Ρωσία συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Συνέχισε να ταξιδεύει στη Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, την Κίνα και την Αγγλία με ενδιάμεσες επιστροφές στην Αθήνα (1945 – ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση, υπέβαλε υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη και παντρεύτηκε την Ελένη Σαμίου) και το 1946 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Τον ίδιο χρόνο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από κοινού με τον Άγγελο Σικελιανό.
Στο διάστημα 1928-1944 εξέδωσε μεταξύ άλλων έργων τα «Τόντα Ράμπα», «Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας», «Τερτσίνες», μια μετάφραση της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη και μια του «Φάουστ Α΄» του Γκαίτε, το «Βραχόκηπο», την τραγωδία «Μέλισσα», καθώς και αναμνήσεις από τα ταξίδια του.
Στη Γαλλία έγραψε τις «Αδερφοφάδες» και τον «Καπετάν Μιχάλη» και το 1953 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», το οποίο κίνησε τις αντιδράσεις της ελληνικής Εκκλησίας και του Βατικανού. Την ίδια χρονιά νοσηλεύτηκε στο Παρίσι λόγω ανωμαλίας της λέμφου.
Το 1954 το μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου ξενόγλωσσου βιβλίου στη Γαλλία. Το 1955 ταξίδεψε στο Λουγκάνο όπου ξεκίνησε να γράφει την «Αναφορά στο Γκρέκο», που εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Το καλοκαίρι του 1956 το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη παρέστησε με επιτυχία τη θεατρική διασκευή του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και το 1957 προβλήθηκε στις Κάννες το, επίσης βασισμένο στο προηγούμενο έργο, φιλμ του Ζυλ Ντασσέν, «Εκείνος που πρέπει να πεθάνει». Το καλοκαίρι ταξίδεψε στην Κίνα και κατά την επιστροφή μέσω Ιαπωνίας εμβολιάστηκε με αποτέλεσμα να προσβληθεί από γάγγραινα. Νοσηλεύτηκε αρχικά στην Κοπεγχάγη και στη συνέχεια στο Φράιμπουργκ, όπου προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων.
Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, κοντά στο ενετικό κάστρο της πόλης. Στον τάφο του χαράχτηκε η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος».
Σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρείται οικουμενικός συγγραφέας. Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας σε όλο τον κόσμο. Σχεδόν δεν υπάρχει άνθρωπος που ξέρει να διαβάζει και δεν θα μπορέσει σε κάποια γλώσσα ή διάλεκτο να διαβάσει Καζαντζάκη.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!