Στον περιορισμένο (και συνεχώς συρρικνούμενο) κύκλο της αθηναϊκής ροκ σκηνής το όνομα των Chickn είναι γνωστό εδώ και χρόνια. Κάνουν εξαιρετικές εμφανίσεις που συζητιούνται, κυκλοφορούν μόνοι τους EP, έχουν μια πορεία που είναι αξιοπρεπής και ανοδική (που σημαίνει ότι όσο περνάει ο καιρός κάνουν όλο και πιο αξιόλογα πράγματα).
Το «Men are dead, men are gone, but some chicken carried on» που έχει γίνει σχεδόν το μότο τους είναι μια φράση που ακούγεται πάντα στις συναυλίες τους κι ένα απόσπασμα από τους στίχους του «Chickn Tribe», του πρώτου τραγουδιού που έγραψαν ποτέ – και ανοίγει το πρώτο, ομώνυμο άλμπουμ τους που μόλις κυκλοφόρησε από την Inner Ear, αντικειμενικά ο καλύτερος ελληνικός ροκ δίσκος που κυκλοφόρησε φέτος.
Και όσο κι αν ο χαρακτηρισμός «progressive space hipster ψυχεδέλεια» τους αδικεί, περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που περιγράφουν τον ήχο τους, ένα μείγμα νέας τεχνολογίας και πληθωρικών συνθέσεων που θα μπορούσαν να έχουν προκύψει στο τέλος των ’60s και των αρχών των ’70s, τραγούδια άριστα παιγμένα από μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς της ελληνικής σκηνής του παρόντος.
Τα βασικά μέλη των Chickn είναι ο Άγγελος, ο Βαγγέλης και ο Παντελής, στον δίσκο όμως συμμετέχουν οι φίλοι τους και μουσικοί που εκτιμούν, όπως άπαντες οι Baby Guru: ο Sir Kosmiche στο μπάσο, ο King Elephant στο σαξόφωνο και ο Prins Obi στα synths και στα δεύτερα φωνητικά. Και δεν είναι οι μόνοι.
«Ο ήχος του δίσκου προϋπήρχε» λέει ο Άγγελος. «Ο μεγάλος όγκος του ήταν ήδη γραμμένος από μένα και τον προβάλλαμε ήδη αρκετό καιρό, από τα τέλη του 2012 που ξεκινήσαμε. Το πρώτο line up της μπάντας ήταν ο Βαγγέλης, εγώ και η Σάρα από τους Keep Shelly in Athens – το hidden track του δίσκου είναι μια ηχογράφηση με μαγνητοφωνάκι της πρώτης στιγμής που παίξαμε μαζί. Μετά η Σάρα έφυγε, μείναμε δύο και μετά αποφασίσαμε να βάλουμε μπάσο. Γύρω στον Μάρτη του ’13, ήρθε ο Θέμος, ο μπασίστας των Social End Products, και για ενάμιση χρόνο παίζαμε έτσι. Μετά ήρθε ο Sir Kosmiche, που παίζει σε όλα τα κομμάτια του δίσκου. Η πρώτη μας σκέψη ήταν να αποδώσουμε το live feeling που έχει η μπάντα, το οποίο, λόγω τεχνικών δυσκολιών (κυρίως οικονομικής φύσης και έλλειψης χρόνου), αποφασίσαμε να μην το κάνουμε και να το αφήσουμε ως ευσεβή πόθο γι’ αργότερα. Τελικά, είπαμε να κάνουμε ένα concept άλμπουμ πάρα πολύ πληθωρικό και πάρα πολύ over-produced, κάτι που είναι αδύνατον να παιχτεί live. Μιλάμε για πάρα πολλούς μουσικούς, για πάρα πολλά dubs, πάρα πολλά ηχοτοπία και ήχους από πάνω. Η βασική σκέψη ήταν ότι θέλαμε να παίξουμε παλιά μουσική με καινούργιους όρους. Δηλαδή θέλαμε να δούμε πώς ακούγεται η μουσική που ακούμε αυτή την περίοδο, η οποία κυμαίνεται από το ’68-’69 μέχρι το ’74, με σημερινό τρόπο, όχι μόνο ως αναβίωση. Γι’ αυτό δεν θέλαμε να δημιουργήσουμε μια vintage πατίνα, παρόλο που η φιλοσοφία του δίσκου και αρκετές συνθέσεις έχουν παλιακό χαρακτήρα. Θέλαμε να έχουμε έναν δίσκο του σήμερα και όχι του ’71 και κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε με τα λεφτά που διαθέταμε».
Ο δίσκος, που έφτασε μέχρι την Αμερική για το mastering (το έκανε o Alan Douches στη Νέα Υόρκη), έχει δέκα κομμάτια, το ένα καλύτερο από το άλλο, μεγάλης διάρκειας, χορταστικά, που δίνουν σε όλους την ευκαιρία να εξελίξουν τις μελωδίες και να δείξουν τις ικανότητές τους. Περιέχει κορυφαίες στιγμές όπως το «Omens», ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια που κυκλοφορούν αυτήν τη στιγμή, το «Alepo/Jam», το έπος του Modular Prayer που ολοκληρώνεται σε δύο κομμάτια, θυμίζοντας Doors.
Όσο περνάει η ώρα, ο δίσκος σε βυθίζει όλο και πιο πολύ στους ανατολίτικους ρυθμούς και στην ψυχεδελική ροκ –που θυμίζει την τούρκικη psych rock των αρχών των ’70s, η οποία στην εποχή της πέρασε ξώφαλτσα από δω– με έναν τρόπο απολαυστικό.
Μέχρι το τέλος οι τόνοι χαμηλώνουν και οι στίχοι γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένοι και «παγκόσμιοι»:
There are no money passing from my hands
all the things I hear have no import
I have o constant fear
that withstands that soon enough I’m going to fall short
τραγουδάνε στο «Forget/Small Things», μία από τις πιο δυνατές στιγμές τους.
Τον ρωτάω ποιο είναι το κοινό στο οποίο απευθύνονται σε μια εποχή που το ροκ είναι τόσο υποβαθμισμένο διεθνώς (στο Βest Νew Μusic του «Pitchfork», που είναι από τα βασικά opinion maker σήμερα, είναι ζήτημα αν έχουν βαθμολογηθεί με άριστα παραπάνω από δύο ροκ δίσκοι του 2016, ενώ κάθε εβδομάδα σχεδόν βαθμολογείται με άριστα ένας δίσκος ηλεκτρονικός ή R&B).
«Φτιάξαμε έναν δίσκο έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να βρει τις αναφορές του και τις ταυτίσεις του και να το κάνει μόνος του, χωρίς οδηγίες από μας. Τον ακροατή του δεν τον είχαμε σκεφτεί ποτέ, αλλά με το που πήραμε τα πρώτα test pressings και μπήκαμε στη διαδικασία της ακρόασής του, αναπόφευκτα πετάρισε στο μυαλό όλων η σκέψη “και ποιος θα το ακούσει αυτό το πράγμα, ποιον αφορά;”. Τον συνδέσαμε με τους ανθρώπους που βλέπουμε στα live μας, που είναι κυρίως νεαρής ηλικίας. Στα μέρη όπου παίζαμε (six d.o.g.s, Ρομάντσο κ.λπ.) το κοινό είναι πολύ συγκεκριμένο. Σκεφτόμασταν όμως: “Aυτό τον κόσμο αφορά αυτό που γράφουμε; Είναι μουσική για έναν 18χρονο ή για έναν 19χρονο;”. Προφανώς απαντάμε “όχι” μέσα στο μυαλό μας και ταυτόχρονα το μεγαλύτερο feedback που είχαμε μέχρι στιγμής είναι από κόσμο 40+. Είναι κάτι πολύ περίεργο να εντοπίζουμε τον μέσο όρο ηλικίας πολύ πάνω από τον δικό μας, γιατί ο Παντελής είναι 24 κι εγώ 27. Αυτό έχει να κάνει με το παλιακό reminiscence που έχει ο δίσκος, θυμίζοντας μια άλλη εποχή. Σήμερα το ροκ είναι όντως υποβαθμισμένο κι αν μέσα στην επόμενη χρονιά δεν υπάρξει μια μπάντα που να βγάλει έναν δίσκο όπως αυτός που είχαν κάνει οι White Stripes, δίνοντας στο ροκ εν ρολ δέκα χρόνια ζωής, θα κάνουμε πολύ καιρό να ακούσουμε ροκ φόρμα. Έχει να κάνει και με τη φύση της διακίνησης της μουσικής και με την κοινωνία, με το τι συμβαίνει γύρω μας. Επίσης, στην πραγματικότητα η ροκ μουσική, η ροκ φόρμα, όσο απελευθερωμένη κι αν είναι, παραμένει μια συντηρητική μουσική, όπως εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Όσο ελεύθερη κι αν είναι, όσο και να τζαμάρουμε, όσο απροσδόκητα πράγματα και να κάνουμε παίζοντας ροκ.
Από τη μία, η απεριόριστη διάθεση πληροφορίας, το ότι μπορείς να έχεις τα πάντα στη διάθεσή σου στο τέλος σε αποχαυνώνει –όταν τα έχεις όλα, φτάνεις σε ένα σημείο που δεν ψάχνεις τίποτα, και λόγω του ότι απελευθερώθηκε πάρα πολύ η ίδια η μουσική παραγωγή–, ο δε εξοπλισμός για να γράψεις έναν δίσκο σε συνθήκες home recording μπορεί να κοστίσει αυτήν τη στιγμή 150 ευρώ, και μάλιστα second hand – είναι επίτευγμα αυτό. Από την άλλη, μέσα σε αυτήν τη θάλασσα της πληροφορίας, στον ωκεανό μουσικής παραγωγής, η ρευστότητα και η αμηχανία είναι τόση, που δεν μπορείς να καταλάβεις τι ακούει κανείς. Έχει χαθεί και το branding που σου καρφωνόταν πριν από 20 χρόνια στο μυαλό – είναι αδύνατον να σου πουλήσει η μουσική βιομηχανία ένα προϊόν. Δεν υπάρχουν σήμερα οι Τρύπες, υπάρχουν 45 μπάντες…».
ΠΗΓΗ: www.lifo.gr
Aκούστε τρία τραγούδια των Chickn: