Στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 πέθανε o Κωστής Παλαμάς. Υπήρξε ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας.
Ο Κωστής Παλαμάς αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές φυσιογνωμίες της νεώτερης Ελλάδας και έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές του Ελληνισμού. Είναι ένας στοχαστής διαχρονικός και επίκαιρος.
Το τεράστιο ποιητικό του έργο υμνεί την ιστορία, τον Ελληνισμό και τον οραματισμό της «μεγάλης ιδέας» για την πατρίδα, αλλά παράλληλα ασχολείται με τον άνθρωπο και τα συναισθήματά του.
Η λυρικότητα και η γλωσσοπλαστική του δεινότητα είναι μοναδικές. Πέρα όμως από την ποιητική του οντότητα ο Κωστής Παλαμάς διακρίθηκε και για την κριτική, φιλολογική αλλά και διηγηματογραφική του εργασία.
Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου του 1859, η καταγωγή του όμως ήταν από το Μεσολόγγι. Το 1864 πέθανε η μητέρα του Πηνελόπη από πρόωρο τοκετό, ενώ λίγο αργότερα, το 1865 πέθανε και ο πατέρας του Μιχαήλ Παλαμάς. Τον επτάχρονο Κωστή ανέλαβε τότε, ο θείος του Δημήτριος Παλαμάς και τον πήρε στο σπίτι του στο Μεσολόγγι. Εκεί ο ποιητής έμεινε από το 1867 ως το 1875. Ήδη αρχίζει ν’ ασχολείται στα γυμνασιακά του χρόνια με την λογοτεχνία.
Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, το 1876, ήρθε στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο, στη Νομική σχολή. Οι σπουδές του όμως δεν κράτησαν πολύ, γιατί η ποίηση και η λογοτεχνία από νωρίς τον κέρδισαν. Το 1879 διαμένει σ’ ένα μικρό σπίτι στην οδό Ιπποκράτους, όπου συγκατοικεί με το Νίκο Καμπά, για περίπου ένα χρόνο. Αργότερα θα μείνει στην οδό Ασκληπιού για πολλά χρόνια. Την ίδια εποχή ο Κωστής Παλαμάς ασχολείται και με τη δημοσιογραφία και συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά, χρησιμοποιώντας κατά καιρούς τα ψευδώνυμα «Κώστας», «Διαγόρας», «Ονολουλού», «Φλόρα Μιράμπιλης», «W». Πολύ γρήγορα ξεχωρίζει από τους συναδέλφους του και γίνεται ο ιδρυτής της επονομαζόμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Το 1886 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα τραγούδια της Πατρίδος μου».
Μαζί με τον Δροσίνη, τον Πολέμη και άλλους ποιητές της Νέας Σχολής, χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα, σε αντίθεση με τους ρομαντικούς καθαρευουσιάνους ποιητές, Σούτσο, Βασιλειάδη, Παράσχο και άλλους.
Στις 27 Δεκεμβρίου του 1887 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Λέανδρο, τη Ναυσικά και τον Άλκη. Στις 15 Οκτωβρίου 1897, ο Παλαμάς διορίστηκε γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ένδειξη τιμής για το ποιητικό του έργο. Γι’ αυτό και οι εφημερίδες του καιρού (Εστία, Άστυ, Ακρόπολις), επαίνεσαν ζωηρότατα την απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου, βρίσκοντας την ευκαιρία να εγκωμιάσουν τον ποιητή. Λέγεται ότι, όταν ο Παλαμάς παρουσιάστηκε να αναλάβει υπηρεσία, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου, Αλκιβιάδης Κρασσάς, του είπε: «Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε… να γράφετε ποιήματα». Ευτυχώς, η ελπίδα του διαπρεπούς αστικολόγου της εποχής εκείνης διαψεύστηκε και η ελληνική τέχνη κέρδισε μια κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία.
Ο θάνατος του μικρού παιδιού του, του Άλκη, συντρίβει την πατρική του καρδιά, που ζητά τη λύτρωση στην ποίηση. Γράφει τότε τον Τάφο (1898), «τα λυρικά αυτά δάκρυα, που αποκρυσταλλώθηκαν σε σταλακτίτες», όπως γράφει ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης.
Το 1904 ο Παλαμάς κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή Ασάλευτη Ζωή, έργο ωριμότητας του ποιητή, όπου η αγνή συγκίνηση δένεται σφιχτά με το στοχασμό και τη γλαφυρότητα του στίχου. Ακολουθούν ποιητικές συλλογές, όπως Οι καημοί της λιμνοθάλασσας, Πολιτεία και Μοναξιά, Οι Βωμοί και οι δύο μεγάλες επικές συνθέσεις του Ο δωδεκάλογος του γύφτου (1907) και Η φλογέρα του Βασιλιά (1910), που τον ανεβάζουν στην κορυφή του ποιητικού Παρνασσού. Τελευταία του ποιητική συλλογή Οι νύχτες του Φήμιου (1935).
Εκτός από ποίηση, ο Παλαμάς έγραψε ένα θεατρικό έργο, την Τρισεύγενη (1903), που ξεχωρίζει για τη γνήσια ποιητική συγκίνηση, μια σειρά διηγημάτων με καλύτερο τον Θάνατο του Παληκαριού και πλήθος κριτικών δοκιμίων.
Το 1926 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 πρόεδρός της. Το 1934 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, καθώς η φήμη του είχε προ πολλού διαβεί τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Αξιοσημείωτη ήταν η στάση του στα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά.
Η συνεισφορά του Κωστή Παλαμά στα ελληνικά γράμματα υπήρξε τεράστια. Ανανέωσε σημαντικά την ποιητική μορφή, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες της λογοτεχνικής μας παράδοσης, από τον Όμηρο και τον Ρωμανό τον Μελωδό, ως τον Κάλβο, τον οποίο καθιέρωσε, και το δημοτικό μας τραγούδι. Παράλληλα, έκανε ένα τεράστιο λογοτεχνικό άνοιγμα προς τις λογοτεχνίες της Ευρώπης, μπολιάζοντας την ποίησή του με τα σύγχρονα ρεύματα του Παρνασσισμού, του Συμβολισμού και του Ρεαλισμού. Με αγνό πανανθρώπινο ιδεαλισμό και πηγαία λυρική πνοή, ο Παλαμάς δημιούργησε μια ολόκληρη εποχή κι έγινε δάσκαλος στις νεώτερες γενιές. Δίκαια, λοιπόν, θεωρείται, ύστερα από τον Διονύσιο Σολωμό, ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!