Τις περισσότερες φορές στο κοινό αρέσει να βλέπει παιδικές φωτογραφίες γνωστών καλλιτεχνών και να τις συγκρίνει με την «ενήλικη εικόνα» που έχει στο μυαλό του. Αυτό δεν συμβαίνει με τον Βασίλη Καΐλα, ο οποίος αν και σήμερα είναι 63 ετών, ο κόσμος τον έχει ακόμα στο μυαλό του σαν παιδί. Και όχι οποιοδήποτε παιδί, αλλά το παιδί- θαύμα του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο χαρακτηρισμός είναι κλισέ, αλλά πλησιάζει την πραγματικότητα αν σκεφτεί κανείς ότι ο Καΐλας ξεκίνησε την καριέρα του τεσσάρων χρονών, πλάι στην Έλλη Λαμπέτη και έπαιξε σε 117 ταινίες κατά τη διάρκεια της πορείας του.
Ο Βασίλης Καΐλας γεννήθηκε το 1953 στον Πειραιά. Οι γονείς του, όπως χιλιάδες άλλες οικογένειες εκείνη την εποχή, αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα. Ο πατέρας του δεν είχε χρήματα για να αγοράσει ή να νοικιάσει σπίτι και έτσι βρήκε δουλειά ως θυρωρός, που εκείνη την εποχή δικαιούνταν και ένα μικρό διαμέρισμα στην πολυκατοικία που εργάζονταν. Έτσι μετακόμισαν στην Αθήνα στην οδό Βουλής 38. Η διεύθυνση έχει καθοριστική σημασία, καθώς εκεί έμεναν η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν.
Μια μέρα ο πατέρας του μικρού, τον άφησε για λίγο μόνο του να παίξει στο θυρωρείο και εκείνη την ώρα μπήκε στην πολυκατοικία η Λαμπέτη με τον Μιχάλη Κακογιάννη. Ο σκηνοθέτης βλέποντας την εκφραστική φυσιογνωμία του παιδιού ενθουσιάστηκε και θέλησε να του δώσει ένα μικρό ρόλο στην ταινία που ετοίμαζε. Όταν επέστρεψε ο πατέρας του, του μίλησαν και μετά από αρκετή προσπάθεια, τον έπεισαν να δώσει άδεια στον γιο του να παίξει στην ταινία.
Ήταν «Το τελευταίο ψέμα» με πρωταγωνίστρια την Λαμπέτη και ο Καΐλας ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Φυσικά ο μικρός δεν ήξερε τίποτα από υποκριτική, αλλά τα πρώτα γυρίσματα δεν τον δυσκόλεψαν. «Ήμουν μόλις τεσσάρων ετών και δεν καταλάβαινα τι έκανα. Μου έλεγαν θα πεις αυτό, με αυτό τον τρόπο και το έκανα, καθώς έτσι διασκέδαζα», ανέφερε στην αυτοβιογραφία του.
Η μόνη σκηνή που τον τρόμαξε ήταν όταν έπρεπε να «πέσει από τον γκρεμό». «Με πήγαν σε ένα γκρεμό και μου είπαν να πιαστώ από έναν θάμνο και να αρπάξω ένα κόκαλο από μπριζόλα, που μου είχαν πετάξει κάποιοι πλούσιοι για να το φάω». Την ώρα του γυρίσματος ήταν κοντά του κάποιοι τεχνικοί και φυσικά είχαν τοποθετήσει προστατευτικά στο έδαφος, για να είναι ασφαλής κατά την πτώση. Ο μικρός πιάστηκε από τον θάμνο όπως του είχαν πει, αλλά ο θάμνος ξεριζώθηκε και έπεσε στο κενό. «Τρόμαξα αλλά φαίνεται ότι ήμουν αρκετά πειστικός κι έτσι δεν χρειάστηκε να ξαναγίνει το πλάνο».
Μετά την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, ο Καΐλας άρχισε να δέχεται συνέχεια προτάσεις και ρόλους. Έπαιξε στην «Κυρά μας τη μαμή», στη «Μανταλένα» και σε πολλές άλλες ταινίες. Η ταινία που ξεχώρισε και τον καθιέρωσε ως παιδί – θαύμα του κινηματογράφου ήταν ο «Λουστράκος» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στην οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο μικρός είχε πάρει τόσο σοβαρά τον ρόλο του ώστε πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, είχε πάρει ένα κασελάκι με βούρτσες και καθάριζε τα παπούτσια όλων των συγγενών και γειτόνων του. Ήθελε να μάθει να χειρίζεται τα εργαλεία του λούστρου για να φαίνεται πειστικός στην ταινία. Μάλιστα ζήτησε συμβουλές και από τους λούστρους που εργάζονταν στο κέντρο της Αθήνας, οι οποίοι του έδωσαν πολύτιμα μαθήματα.
Η ερμηνεία του συγκίνησε και ενθουσίασε το κοινό και ο Καΐλας έγινε «σταρ» σε πολύ μικρή ηλικία. «Έγινα γνωστός και οι άνθρωποι με αναγνώριζαν. Εγώ δεν ήθελα δημοσιότητα. Ήμουν μικρό παιδί. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ όλα αυτά που γίνονταν. Ήθελα την ησυχία μου. Με έβλεπαν στο δρόμο με τους γονείς μου και έλεγαν “ο κακόμοιρος ο Βασίλης”».
Παράλληλα με τον κινηματογράφο, ο Καΐλας άρχισε να παίζει και στο θέατρο δίπλα σε μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως ο Δημήτρης Χορν. Το θέατρο δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τη σχολική του πρόοδο. Μάλιστα οι γονείς του για να τον διευκολύνουν, είχαν πάρει ειδική άδεια από το Υπουργείο Παιδείας, ώστε να παρακολουθεί μαθήματα στο σχολείο της κάθε περιοχής που πήγαινε για γυρίσματα. Έτσι, με πολλές δυσκολίες κατάφερε να ολοκληρώσει το Δημοτικό και το 6τάξιο Γυμνάσιο, αφού εργαζόταν συνέχεια και είχε μια κανονική καριέρα με απαιτήσεις. Κάποια στιγμή ο Νίκος Μοσχονάς θέλησε να τον πάρει μαζί του στην Αμερική, αλλά ο πατέρας του δεν τον άφησε.
Όταν απολύθηκε από φαντάρος σπούδασε σε δραματική σχολή αν και ήδη είχε μια πλούσια επαγγελματική διαδρομή, ως ανήλικος. Στη συνέχεια παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη. Για πολλά χρόνια δάνειζε τη φωνή του σε μεταγλωττισμένα προγράμματα (κυρίως παιδικά), όπως το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι, «Μάγια η Μέλισσα», «Στρουμφάκια» κ.α.
Παράλληλα, ασχολούνταν με θεατρικές επιχειρήσεις και δημιούργησε το «Παιδαγωγικό Επιμορφωτικό Θέατρο», που ανέβασε παιδικές παραστάσεις με γνωστούς ηθοποιούς. Ήταν ένα από τα επαγγελματικά του όνειρα που κατάφερε να το πραγματοποιήσει και δεν το μετανιώνει ποτέ αν και έχασε πολλά χρήματα, γιατί μερικές φορές «τα όνειρα κοστίζουν ακριβά».