Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση με τίτλο «Η αρχιτεκτονική των βιβλιοθηκών στον δυτικό πολιτισμό» μόλις ξεκίνησε στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη και βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του επιμελητή της, αρχιτέκτονα και ιστορικού του βιβλίου, Κωνσταντίνου Σπ. Στάικου.
Στην έκθεση παρουσιάζονται περισσότερες από τριάντα βιβλιοθήκες μέσα από φωτογραφικό υλικό το οποίο βασίζεται σε φωτογραφίες αρχειακού χαρακτήρα, χαρακτικά και σχέδια, ενώ ιχνογραφείται η πορεία που ακολούθησε ο θεσμός της βιβλιοθήκης διαχρονικά, από τα μέσα της αρχαιότητας ως τα τέλη περίπου της ιταλικής Αναγέννησης.
Η έκθεση είναι χωρισμένη σε πέντε βασικές ενότητες: Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Ρωμαϊκός Κόσμος, Βυζαντινός Κόσμος, Δυτικός Μεσαίωνας και Αναγέννηση. Η οργάνωση αυτή του υλικού έχει να κάνει με την αρχιτεκτονική εικόνα που είχε η βιβλιοθήκη σε κάθε περίοδο, καθώς ήταν επηρεασμένη από τη μορφή του βιβλίου, αλλά και από το θρησκευτικό συναίσθημα. Αρχικά παρουσιάζεται η εικόνα των γραπτών κατά τη μυκηναϊκή και τη μινωική εποχή, από το 1500 π.Χ. ως περίπου το 1000 π.Χ., δηλαδή οι πινακίδες στη γραμμική Α’ και Β’.
Ενδεχομένως, σύμφωνα με τον κ. Στάικο, να υπήρχαν και παπύρινα βιβλία, τα οποία όμως δε διατηρήθηκαν. Μετά τα αρχειοφυλάκια της μινωικής εποχής, στα μέσα της πρώτης χιλιετίας προ Χριστού έχουμε τις πρώτες βιβλιοθήκες των φιλοσοφικών σχολών, που είναι και οι πρώτες δημόσιες βιβλιοθήκες στον κόσμο.
Προηγουμένως η γραφή και η ανάγνωση ήταν θέμα κυβερνητικό ή των ιερατείων, η γνώση περιοριζόταν μόνο σε αυτούς. Στην έκθεση παρουσιάζεται μια εικόνα τις σχολής της Ακαδημίας του Πλάτωνα και της αρχιτεκτονικής της. Ο όρος «βιβλιοθήκη» την εποχή εκείνη δεν υπήρχε, ονομαζόταν «μουσείο» από τις προστάτιδες των γραμμάτων και των τεχνών, τις εννέα Μούσες, αγάλματα των οποίων διακοσμούσαν το αίθριο, ενώ στο κτίσμα του μουσείου δέσποζε το άγαλμα της θεάς Αθηνάς.
«Μετά την Ακαδημία του Πλάτωνα έχουμε μια αναπαράσταση του Λυκείου του Αριστοτέλη που λειτούργησε με τις ίδιες προδιαγραφές και για το οποίο του χρόνου πρόκειται να παρουσιάσουμε ένα βιβλίο με την κ. Λυγκούρη-Τόλια. Για το Λύκειο του Αριστοτέλη γνωρίζουμε από λογοτεχνικές πηγές ότι το κεντρικό κτίσμα της σχολής λεγόταν μουσείο», εξηγεί ο κ. Στάικος. Στην ελληνιστική εποχή ιδρύονται δύο μεγάλες βιβλιοθήκες: η οικουμενική βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και η βιβλιοθήκη της Περγάμου.
Η πρώτη είναι η μοναδική προσπάθεια που έγινε να συγκεντρωθεί ο πνευματικός θησαυρός του τότε γνωστού κόσμου και ξεκίνησε το 297 π.Χ. από τους Πτολεμαίους βασιλείς, που θέλησαν να πραγματοποιήσουν το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το κτίσμα του «μουσείου» ήταν ναόσχημο, τη διεύθυνσή του είχε ιερέας των Μουσών και εκτός από τα ελληνικά βιβλία είχαν μεταφράσει κείμενα των Χαλδαίων, των Ασσυρίων, των Αιγυπτίων και των Βαβυλώνιων στα ελληνικά. Η βιβλιοθήκη της Περγάμου ήταν μια «αντίπαλη» βιβλιοθήκη, καθώς οι Ατταλίδες προσπάθησαν να συναγωνιστούν τους Πτολεμαίους. Τα θεμέλια της βιβλιοθήκης τα οποία έχουν έρθει στο φως μαρτυρούν ότι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός ακολούθησε αυτόν του Λυκείου των Αθηνών.
Η επόμενη ενότητα της έκθεσης ασχολείται με τον Βυζαντινό Κόσμο. Με την έλευση του χριστιανισμού τα πράγματα αλλάζουν. Οι πατέρες της εκκλησίας της Δύσης και της Ανατολής -ο Αυγουστίνος, ο Ιερώνυμος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος- έχουν να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα για την εδραίωση του Χριστιανισμού ως θρησκεία.
«Στην Ανατολή ο περισσότερος κόσμος κρατούσε τα παγανιστικά ήθη και έθιμα –δεν είναι εύκολο να μετατρέψεις το ποίμνιο από τη μια μέρα στην άλλη, έστω κι αν ποινικοποιούσαν συγκεκριμένες συμπεριφορές και υπήρχαν διωγμοί. Θεώρησαν ότι οι βιβλιοθήκες των εθνικών είναι μολυσματικοί χώροι και απαγορεύτηκε να τις χρησιμοποιούν. Μιλάμε για εκατοντάδες βιβλιοθήκες που εγκαταλείφθηκαν τελείως. Δε χρησιμοποιήθηκε απολύτως καμία», τονίζει ο κ. Στάικος.
Ο Ιουλιανός προσπάθησε να αλλάξει αυτήν την τακτική φτιάχνοντας μια βασιλική βιβλιοθήκη στην Κωνσταντινούπολη, η οποία όμως κάηκε και έκτοτε δε δόθηκε συνέχεια. Όλη η γνώση περνάει στα μοναστήρια, με το σκεπτικό ότι την κατέχει ο ένας και μοναδικός θεός, ο οποίος και υμνείται – ως εκ τούτου δε χρειάζεται τίποτα άλλο.
Περιθωριοποιείται η κλασική γραμματεία, ακόμα και ποινικοποιείται – το να έχει κανείς στην κατοχή του ένα μαθηματικό βιβλίο, για παράδειγμα, ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Ο Ιουστινιανός ιδρύει το πρώτο μοναστήρι, τη Μονή του Σινά, και από τον 9ο αιώνα αρχίζουν και χτίζονται οι μεγάλες χριστιανικές πολιτείες –το Άγιο Όρος, τα Μετέωρα, τα μοναστήρια του Πόντου, που διατηρούν όλη τη γνώση. Ανάμεσα στα βιβλία συμπεριλαμβάνονται και κείμενα των εθνικών και έτσι διασώζονται. Από αρχιτεκτονικής άποψης ο βυζαντινός κόσμος δεν προσφέρει απολύτως τίποτα. Τα βιβλία «αποθηκεύονται» σε μικρούς, απρόσωπους χώρους με σεντούκια και υποτυπώδη βιβλιοστάσια – έχουμε μια επιστροφή στην προ-ομηρική εποχή.
Στον δυτικό Μεσαίωνα ακολουθείται η ίδια πρακτική. Μια στροφή προς την ουσιαστική διαμόρφωση μιας δημόσιου χαρακτήρα βιβλιοθήκης πραγματοποιείται από τον 12ο αιώνα, όταν αρχίζουν να ιδρύονται πανεπιστήμια, στα οποία με τη σιωπηλή συγκατάθεση της Εκκλησίας διδάσκονται και πάλι οι «ελευθέριες τέχνες». Στα πανεπιστήμια υπήρχε συγκεκριμένη ύλη που έπρεπε να αναγνώσει ο σπουδαστής αλλά λόγω οικονομικής αδυναμίας δε μπορούσαν οι ενδιαφερόμενοι να αγοράσουν τα απαραίτητα βιβλία.
Ήταν, λοιπόν, αναγκαίο να μπορούν να αντιγράψουν από τα βιβλία και έτσι φτιάχνονται θάλαμοι που έχουν δύο σειρές εδράνων -δεν υπάρχει διαχωρισμός των ελληνικών από τα λατινικά βιβλία, γιατί δεν υπάρχουν ελληνικά βιβλία- οι οποίοι ουσιαστικά είναι ο προάγγελος της μεσαιωνικής και της αναγεννησιακής βιβλιοθήκης. Οι θάλαμοι αυτοί φωτίζονταν από φυσικό φως, καθώς τα κεριά απαγορεύονταν, και λειτουργούσαν ως αποταμιευτήρες βιβλίων και ως αντιγραφικά κέντρα.
Με την Αναγέννηση τα πράγματα αλλάζουν. Το 1397 όταν ιδρύεται η πρώτη επίσημη έδρα ελληνικών στη Φλωρεντία από τον νεοπλατωνικό καγκελάριο της πόλης Collucio Salutati. Εκεί αρχίζει να διδάσκει ο Εμμανουήλ Χρυσολωράς και να διαδίδει την ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα να φτιάξει ένα μεγάλο κύκλο μαθητών του αλλά και άλλων ελληνιστών. Για να ολοκληρώσει τη δουλειά του χρειαζόταν κώδικες, οι οποίοι υπήρχαν στην ανατολή και προσφέρονταν έναντι χρηματικού ανταλλάγματος.
Ένας αριστοκράτης της Φλωρεντίας, ο Palla Strozzi, στέλνει ειδική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη για να αγοράσει βιβλία, ώστε να συμπληρωθεί το διδακτικό έργο του Χρυσολωρά. Ο ίδιος φτιάχνει μια πολύ σπουδαία βιβλιοθήκη, στην οποία επαναφέρει -έστω άτυπα- το θεσμό του ελληνικού και του λατινικού τμήματος. Για πρώτη φορά έρχονται στη Φλωρεντία βιβλία άγνωστα στη δύση, όπως η «Ποιητική» και τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, και η «Μεγάλη Σύνταξις» του Πτολεμαίου, τα οποία βρίσκονταν σε ιδιωτικές συλλογές στο Βυζάντιο.
Έκτοτε αρχίζουν οι διάφοροι ηγεμόνες στα πλαίσια ενός ανταγωνισμού να φωνάζουν Έλληνες λογίους να διδάξουν ελληνικά στην αυλή τους. Ο λόγος του Πλήθωνα την περίοδο της συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας δημιουργεί τεράστια εντύπωση για την καλλιέργεια των Βυζαντινών και ο Κόζιμο των Μεδίκων ιδρύει την πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη στη Φλωρεντία το 1444. Αυτή σχεδιάζεται από έναν μεγάλο αρχιτέκτονα, τον Michelozzo, ο οποίος επαναφέρει τη ναόσχημη μορφή και δημιουργεί μία τρίκλιτη βιβλιοθήκη με δύο παράλληλες τοξοτές κιονοστοιχίες, που δεξιά κι αριστερά τους υπάρχει το ελληνικό και το λατινικό τμήμα –η τυπολογία αυτή θα γίνει σύντομα κανόνας.
Αργότερα επανέρχονται στη διακόσμηση οι μούσες –υπάρχει δηλαδή μία πλήρης συμφιλίωση, υπό το πρίσμα ότι η αρχαία γραμματεία είναι δημιουργία του ενός και μοναδικού θεού. Στις βιβλιοθήκες φιλοξενείται το σύνολο της ελληνικής γραμματείας, δεν υπάρχουν απαγορευμένα βιβλία, αντιθέτως αναζητούν και τα πλέον απόκρυφα, όπως τα Πυθαγόρεια. Αρχίζουν πλέον και δημιουργούνται βιβλιοθήκες σε όλα τα μοναστήρια στην Ιταλία, καθώς και μεγάλες βιβλιοθήκες όπως η Μαρκιανή βιβλιοθήκη στη Βενετία που βασίζεται σε δωρεά του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, η βιβλιοθήκη του Βατικανού που άρχισε να φτιάχνεται το 1450 και η βιβλιοθήκη του Μιχαήλ Αγγέλου -με ελληνικό και λατινικό τμήμα- που το 1586 περίπου, εγκαινιάζεται ως η βιβλιοθήκη των Μεδίκων στη Φλωρεντία, δίπλα σε ένα μοναστήρι. Ο Μιχαήλ Άγγελος, ωστόσο, δεν ακολούθησε την πεπατημένη και έφτιαξε μία ναόσχημη βιβλιοθήκη ακολουθώντας τις αρχαίες προδιαγραφές, ενώ σύμφωνα με κάποιους μελετητές ο σχεδιασμός της συνδέεται με δόγματα, κανόνες και σύμβολα της πυθαγόρειας και πλατωνικής φιλοσοφίας.
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος: «Έχοντας ιχνογραφήσει την πορεία που ακολούθησε ο θεσμός του αρχειοφυλακίου -μουσείου – βιβλιοθήκης διαχρονικά, από τα μέσα της νεο-ανακτορικής περιόδου ως τα τέλη περίπου της ιταλικής Αναγέννησης, διαπιστώνουμε πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη είναι η ύλη με το πνεύμα: το πνεύμα προσδιορίζει τη φύση της δημιουργίας με συνιστώσες πολιτικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Από εκεί και πέρα, η αρχιτεκτονική μορφή της βιβλιοθήκης ορίζεται από τον αρχιτέκτονα, που δημιουργεί σύμφωνα με τις κρατούσες κατά εποχή θρησκευτικές επιταγές: πνεύμα που μετουσιώνεται σε ύλη και ύλη που εκφράζει το πνεύμα».