Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΑΠΗΣ
ΣΥΝΔΑΥΛΙΣΕ ο Γιαννιός τη φωτιά που κόντευε να σβήσει στο μικρό πέτρινο τζάκι κι έπιασε πάλι να επιθεωρεί και να επιδιορθώνει τα παλιά “σκανταλίδια” του. Το ‘χε πάρει απόφαση να ξαναρχίσει την παλιά φάμπρικα με τις “πλάκες” και τις “θ’λιές” αυτό τουλάχιστον τον χειμώνα. Βέβαια ήταν μια απόφαση δύσκολη για την οικολογική του συνείδηση. Τα πουλιά του λόγγου ήταν εδώ και πολύ καιρό φίλοι και σύντροφοι του αχώριστοι στην ερημιά που διάλεξε να ζήσει σε τούτο το φτωχοκάλυβο της Μπιρ. Και δεν τό ‘χε σε καλό να ξαναγυρίσει στις παλιές κακές του συνήθειες να στήνει παγίδες για δαύτα και μάλιστα παραμονιάτικα Χριστουγέννων. Έλα, όμως, που βρέθηκε σε τούτη την κακή περίσταση κι άλλος τρόπος δεν ήταν να χαρεί κι αυτός ο έρμος τη μεγάλη γιορτή όπως το απαιτούσε η παράδοση…
Ο ΙΔΙΟΣ δε θυμόταν να είχε ξαναβρεθεί σε τέτοια ζόρια όσα χρόνια ζούσε ολομόναχος σε τούτο το άγριο κατάμερο. Η καρδιά του βούλιαξε στην οδύνη σαν ο νους του πέταξε στα περασμένα. Θυμήθηκε το κακό που τον βρήκε όταν ζούσε κι αυτός σαν όλους τους συντοπίτες του. Τότε που τίποτα δεν του έλειπε απ’ αυτά που χαρίζουν την ανάκαρα μιας ευτυχισμένης βιωτής στους ανθρώπους. Ένα καλό σπίτι στο χωριό, μια όμορφη και νοικοκυρεμένη γυναίκα, μια μικρή και γλυκιά κόρη κι ένα προσοδοφόρο μεροδούλι.
Πώς έγινε και χάθηκε μέσα σε λίγες μέρες όλη τούτη η ευτυχία; Το κακό ξεκίνησε από τη γυναίκα του. Ένας επίμονος πυρετός που τον πήρε αψήφιστα ο αγροτικός γιατρός και ο χάρος είχε το πρώτο θύμα απ’ τη φαμελιά του. Δεν πρόλαβε να συνέλθει από τούτο το κακό, τον βρήκε και δεύτερο. Η μικρή του κόρη, γυρίζοντας μια μέρα απ’ το σχολειό και θέλοντας να περάσει απ’ τη μια πάντα στην άλλη του δημόσιου αυτοκινητόδρομου, βρέθηκε κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου και λίγη ώρα αργότερα η ψυχούλα της πήγε να συναντήσει τη μανούλα της στον άλλο κόσμο.
“Ψήλωσε” τότε το μυαλό του Βαριόμοιρου φαμελίτη. Και στη θολούρα του παράτησε σύξυλο το σπιτικό του, εγκατέλειψε και τη δουλειά του σιδερά κι αποτραβήχτηκε με μόνη συντροφιά τη δυστυχία του σε τούτο το απόμακρο καλύβι, στα ψηλώματα του χωριού του. Μια πρωτόγονη μονιά ήταν τούτο το μισορεπιασμένο κονάκι, μέσα σ’ έναν πρώην ελιώνα, που παρατημένος απ’ τον ιδιοκτήτη του είχε γίνει εδώ και χρόνια ρουμάνι. Ένα πρόχειρο, χαμηλό χτίσμα που το ‘χε φτιάξει όταν ήταν νέος ακόμα ο παππούς του, για ν’ απαγκιάζουν οι εργάτες και οι εργατίνες σαν τους έπιανε ο καιρός στο μάζεμα της ελιάς. Σαν όμως ο παγετός του 19… “έκαψε” όλα τα λιόδεντρα, κτήμα και καλύβι εγκαταλείφτηκαν και σιγά – σιγά παραδόθηκαν στην άγρια βλάστηση που θρασωμένη τα κύκλωσε ολούθε.
Εδώ, λοιπόν, τραβήχτηκε μακριά απ’ τον κόσμο, ολομόναχος κι αλαφροΐσκιωτος ύστερα απ’ τις απανωτές συμφορές του ο Γιαννιός κι εδώ, χωρίς καμιά πια επικοινωνία με τους ανθρώπους, προσπάθησε να οργανώσει την ερημίτικη ζωή του. Συμμάζεψε όσο μπορούσε το βαριά Βλαμμένο από τις σφυριές του χρόνου πατρογονικό του καλύβι, ανάστησε και μερικά από τα μισοκαμένα λιόδεντρα, ξεχέρσωσε κι ένα μικρό κομμάτι απ’ τον άγριο λόγγο και τον μετέβαλε σε κήπο. Δύσκολη και στερημένη απ’ τα αγαθά κι αυτής της καθημερινής χρείας για επιβίωση ήταν στην αρχή η ζωή του. Ο ίδιος, όμως, μέσα στον ψυχικό του τάραχο είχε αποκτήσει την ολιγάρκεια των πετεινών του ουρανού και των αγριμιών του λόγγου. Από τα λιόδεντρά του έπαιρνε τις ελιές αλλά και το λάδι του, που το ‘βγαζε σαν τους παλιούς πηλιορείτες μ’ ένα πρωτόγονο πέτρινο λιοτρίβι, από τον κήπο, τα λαχανικά και τις πατάτες του, από το λόγγο, τα άγρια χόρτα, τους εποχιακούς καρπούς (μανιτάρια, κούμαρα, αγριοκάστανα, άγρια γκόρτζια) και Βέβαια και τα καυσόξυλα για το τζάκι, που ήταν ταυτόχρονα και η εστία για τα λιτά του μαγειρέματα.
Εξάλλου, στους πρώτους χειμώνες της ερημίτικης ζωής του έστηνε και παγίδες (“πλάκες” και “θ’λιές”) για πουλιά μέσα στο ρουμάνι και οικονομούσε έτσι και το κρέας της χρείας του. Μέχρι που αναγνώρισε πως τα πουλιά τούτα ήταν άκακοι σύντροφοι στη μοναξιά του κι έκοψε τούτη την κακή συνηθεια. Αλλωστε στο μεταξύ είχε αποκτήσει και κοτόπουλα, ενώ κάποια μέρα αποφάσισε και πλάτυνε τον κύκλο των οικόσιτων ζώων του και με μερικά κουνέλια και μια κατσίκα. Εξέλιξη που του στοίχισε βέβαια κάμποσο μόχτο ώσπου να στήσει δίπλα στο καλύβι του τους κατάλληλους χώρους για τη στέγαση και ασφάλεια τούτων των ζωντανών. Χαλάλι, όμως, ο κόπος γιατί έγινε αυτάρκης σε τρόφιμα, αφού είχε πια και το κρέας, και το γάλα, και το τυρί, και τ’ αυγά του, και το μόνο που του έλειπε ήταν το ψωμί. Συνήθισε, όμως, με τον καιρό σε τούτη την έλλειψη, που άλλωστε την αναπλήρωνε με πατάτες και κάστανα.
ΤΟΥΤΗ τη χρονιά, όμως, τα πράγματα πήγαν πολύ ανάποδα κι ο Γιαννιός προπαραμονιάτικα Χριστουγέννων βρέθηκε ξαφνικά χωρίς το βασικότερο από τα παραδοσιακά φαγώσιμα για μια τέτοια χρονιάρα μέρα. Το κρέας, απ’ το οποίο νήστευε (συνήθεια που την κρατούσε από παιδί), όλη τη Σαρακοστή. Τι είχε συμβεί; Η κατσίκα του δεν είχε γεννήσει ακόμα. Από μια ανεξήγητη επιζωοτία είχαν αφανιστεί ένα μήνα νωρίτερα όλα τα κουνέλια του.
Κι ένα κουνάβι, που κατάφερε και μπήκε την προηγούμενη νύχτα στο κοτέτσι του, του είχε πνίξει όλες τις κότες. Όλες εκτός από μια, ευτυχώς την καλύτερη, που του έδινε καθημερινά το αυγό της.
Όλα μπορούσε να τα στερηθεί ο Γιαννιός τα Χριστούγεννα, αλλά από παιδί δεν ήθελε τέτοια μέρα να του λείπει το κρέας. Και σήμερα, μέσα στη μόνιμη θολούρα του, ξαναθυμήθηκε τον μακαρίτη τον πατέρα του που, μ’ όλη τη φτώχεια του, δεν ήθελε κι εκείνος να λείπουν χριστουγεννιάτικα από τη φαμελιά του τα κοψίδια. Που τα έψηνε ο ίδιος -σαν γύριζαν στο κονάκι τους από τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία- στη χόβολη του τζακιού και που συχνά ήταν πετούμενα που σκότωνε ο ίδιος, όντας κυνηγός.
Αυτά κλωθογύριζαν στο νου του Γιαννιού τούτο το χειμωνιάτικο απόγευμα, προπαραμονή του Χριστού. Και τότε ήταν που αποφάσισε έστω και για μια μέρα να ρίξει λίγο νερό στην κανάτα με το οικολογικό κρασί του, στήνοντας κάποιες από τις αλλοτινές παγίδες του, για να πιάσει μερικά από τα “κοσ’βοκύριαρα” που αφθονούσαν στο κατάμερό του και ν’ “αρτηθεί” κι αυτός πρεπούμενα, καταπώς το απαιτούσε η εθιμική περίσταση.
Ήταν ένα απόγευμα μουντό από τα πυκνά σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό και σχημάτιζαν μια μαύρη “κατσιούλα” ψηλά στην κορφή Σχιτζουράβλι, σαν βγήκε ο ξωτάρης ο Γιαννιός με τα “σκανταλίδια” στα χέρια απ’ το καλύβι του. Με την πείρα του πρόβλεψε πως ο καιρός το πήγαινε στο χιονιά και χάρηκε γιατί από παιδί ήθελε κι αυτός τα Χριστούγεννα να είναι χιονισμένα.
Τράβηξε λίγο παραπάνω, μέσα στο μεγάλο ρουμάνι, όπου έβλεπε κάθε βράδυ να καταφτάνουν για κάτιασμα αμέτρητα τα κοτσύφια και οι κυριάρες. Κι εκεί δε δυσκολεύτηκε να θυμηθεί την παλιά του τέχνη με τις παγίδες. Βρήκε και καθάρισε κάτω από κουμαριές τις πιο κατάλληλες γωνιές κι εκεί έστησε τις “πλάκες” και τις “θ’λιές” του, χρησιμοποιώντας για δόλωμα ελιές.
Το χειμωνιάτικο σούρουπο έπεφτε βαρύ πάνω στο κατάμερο της Μπιρ, όταν ο Γιαννιός, έχοντας τελέψει τούτη τη μικρή κυνηγετική εξόρμηση έμπαινε με ανάμικτα συναισθήματα στο καλύβι του. Την επαύριο το πρωί θα έδρεπε τους καρπούς του αμαρτωλού εγχειρήματός του, για το οποίο είχε κιόλας τις πρώτες μικρές τύψεις…
Ο ΥΠΝΟΣ του ήταν ταραγμένος εκείνη τη βραδιά. Στα όνειρά του δεν είδε όπως συνήθως τις θλιμμένες μορφές της γυναίκας και της κόρης του. Ένα κουβάρι από ξέφτια ονείρων ανάμικτα με εφιάλτες τον έκαναν να στριφογυρίζει σαν κολασμένος στο άχαρο στρώμα του. Κι εκεί κατά τα ξημερώματα άκουσε ένα σμήνος πουλιών να φτερακίζει και να σκούζει οργισμένο πάνω απ’ το καλύβι του. Παραξενεμένος πήγε να βγει απ’ το κονάκι του, να ιδεί τι συμβαίνει και τότε όλο αυτό το οργισμένο κοπάδι χύθηκε επάνω του, ραμφίζοντάς τον με μανία, καταπώς είχε ιδεί τον παλιό καλό καιρό με τη γυναίκα του και σε μια ταινία στον κινηματογράφο. Τα έχασε και προσπάθησε να ξαναμπεί στη μονιά του. Αλλά το σμήνος των πουλιών (όλα “κοσ’βοκύριαρα”) μπήκε μαζί του στη θλιβερή χαμοκέλα του ραμφίζοντάς τον αδιάκοπα. Μόλις που πρόλαβε να χωθεί ξέπνοος και να κρυφτεί ο Γιαννιός τω απ’ τα τσιργιά του. Και τότε ξύπνησε αλαφιασμένος και πνιγμένος στον ιδρώτα…
Είχε ξημερώσει πια η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο αέρας βούιζε μανιασμένος έξω και πυκνές νιφάδες χιονιού ράμφιζαν με μανία το θαμπό τζάμι απ’ το μοναδικό παραθυράκι του καλυβιού. Ταραγμένος ακόμα σηκώθηκε απ’ το στρώμα του και άνοιξε το μικρό τζαμλίκι. Κι είδε τότε το χιόνι να σκεπάζει ολόκληρο σχεδόν το κονάκι του, να κουκουλώνει παχύ ως ένα μπόι τα πέριορα, ενώ πυκνότατο σμήνος οι νιφάδες του στροβιλίζονταν ολόγυρα σ’ έναν τρελό χορό.
Έκλεισε το τζαμλίκι, κάθισε στο μοναδικό σκαμνί του κι ανάσανε Βαθιά. Λίγο αργότερα, σαν ήρθε στα συγκαλά του, άναψε το τζάκι του με ξύλα που είχε καλού – κακού τακτοποιήσει σε στοίβα μέσα στο φτωχικό του κι έφτιαξε κι άρχισε αργά – αργά να πίνει ένα ζεστό τίλιο. Στο μυαλό του ήρθε η εφιαλτική εικόνα με τα πουλιά που τον ράμφιζαν μέσα στον ύπνο του. Κι αμέσως ύστερα η σκέψη του πήγε στις “πλάκες” και στις “θ’λιές” που είχε στήσει το προηγούμενο απομεσήμερο στο γειτονικό ρουμάνι, κι ένα μικρό τσίμπημα, μια φευγαλέα τύψη, σαν ράμφισμα πουλιού, του κέντησε τα φυλλοκάρδια. Γρήγορα όμως ησύχασε. Με τόσο χιόνι που έριξε τη νύχτα, οι παγίδες του παραχώθηκαν σίγουρα για τα καλά κι ήταν ακίνδυνες για τα πουλιά, που άλλωστε τώρα θα είχαν πετάξει μακριά, αναζητώντας κάποιο πεδινό ξέχιονο. Κι αυτά μεν, εύκολα ή δύσκολα, θα εύρισκαν την τροφή τους. Καλά θα ήταν να κοιτάξει να ετοιμάσει κι ο ίδιος το δικό του φαΐ, που μάλιστα θα ‘πρεπε να ήταν αυτό που ταίριαζε για τη μεγάλη μέρα που ‘χε ξημερώσει…
ΡΟΥΦΗΞΕ βιαστικά απ’ την παλιά πήλινη κούπα το υπόλοιπο του τίλιου του, ανακλαδίστηκε άλλη μια φορά δίπλα στο ολόφλογο παραγώνι, και στα στερνά, σαν ένιωσε ζεστό το βασανισμένο κορμί του, σηκώθηκε με βιάση κι άδραξε από τη γωνιά το φτυάρι. Αμέσως κατόπιν άνοιξε τη μοναδική χαμηλή πόρτα του κονακιού του και βάλθηκε με το φτυάρι ν’ ανοίγει μέσα απ’ παχύ στρώμα του χιονιού ένα στενό ντορό που θα τον έφερνε στο διπλανό κοτέτσι.
Ζόρικη τούτη η δουλειά, με το χιόνι που εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό και να τον στραβώνει, του έφαγε κάμποση ώρα αλλά άξιζε τον κόπο να την τελειώσει.
Λίγα λεφτά ύστερα απ’ αυτό το ξεθέωμα η μοναδική του κότα έπεφτε κάτω απ’ το λεπίδι του. Ο Γιαννιός δεν το ‘χε σε καλό να κάνει Χριστούγεννα χωρίς κοψίδια…