«Κάθισε βλάμη για να τα πούμε, απόψε θέλω να ξηγηθούμε· είμαστε φίλοι και δεν αξίζει μία γυναίκα να μας χωρίζει». Ωραία τά ’λεγε η Ρένα Ντάλλια στο τραγούδι των Παπαϊωάννου και Βασιλειάδη, αλλά ποιος σήμερα γνωρίζει τι είναι ο «βλάμης» ή η «βλάμισσα»;
Στο «Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας», το έργο ζωής του πεζογράφου, εκδότη και γλωσσοδίφη Γεωργίου Κάτου, που δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του ψηφιοποιήθηκε με τη φροντίδα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και είναι πλέον διαθέσιμο σε όλους ηλεκτρονικά (βλ. ΕΔΩ), διαβάζουμε: «βλάμης, ο, 1α. ο αδερφικός φίλος και γενικά ο φίλος, ο σύντροφος, αδερφοποιτός, μπράτιμος, σταυραδερφός, β. ο ερωμένος, ο εραστής, 2. παλικάρι καθώς πρέπει, ο λεβέντης, ο μάγκας, 3α. τιμητική ή φιλική προσφώνηση, β. προσφώνηση αντί ονόματος σε άτομο που δεν γνωρίζουμε το όνομά του». Είναι να μη βουτήξεις στις σελίδες του: «ματσαράγκα» είναι η απάτη, η κομπίνα, το μπαλαμούτι. Ο «πεζεβέγκης» είναι ο αχρείος άνθρωπος, ο διαβολέας, ο μασκαράς ή ο ρουφιάνος, ο προαγωγός, ο μαστροπός. Μπορεί όμως να είναι και «χαϊδευτική προσφώνηση σε άντρα». «Ελα εδώ, ρε πεζεβέγκη, πού γυρνάς απ’ το πρωί και σε ψάχνω;».
Χάρη σε τέτοιους «μασκαράδες» και πεζεβέγκηδες, μεταξύ άλλων, εντρύφησε ο Κάτος στη γλώσσα του περιθωρίου. Οπως ο ίδιος γράφει στην εισαγωγή του Λεξικού, η ουσιαστική του επαφή με την «αργκοτική» γλώσσα ήταν στις αρχές του 1960 όταν κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό, Βασιλικό τότε, ως εθελοντής τηλεγραφητής: «Οσο καιρό ήμουν μαθητευόμενος στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Παλάσκας (ΚΕΠΑΛ), όπου υπάρχει και η Σχολή των Τηλεγραφητών, η περίφημη Τρούμπα του Πειραιά, που ήταν γεμάτη από καμπαρέ, οίκους ανοχής, φτηνά λαϊκά ξενοδοχεία και λαϊκούς κινηματογράφους, γίνεται από την πρώτη στιγμή ο μαγνήτης που με τραβάει κάθε φορά που παίρνω έξοδο και οι άνθρωποι που κυκλοφορούν σε αυτή, πόρνες, νταβατζήδες, τσατσάδες, μάγκες, ψευτόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, παλικαράδες, χασικλήδες, πρεζάκηδες, βαποράκια, πλανόδιοι μικροπωλητές, αβανταδόροι, παπατζήδες, πορτοφολάδες, ομοφυλόφιλοι, είναι τα καρποφόρα δέντρα από όπου αρχίζω να δρέπω τους χυμώδεις καρπούς μιας άλλης γλώσσας μας, που μέχρι τώρα μου ήταν άγνωστη. Από την πρώτη στιγμή κατακυριεύομαι από το πάθος του νεοφώτιστου. Σημειώνω σε διάφορα χαρτάκια, χαρτοπετσετάκια, σουβέρ, μερικές φορές μέσα στη χούφτα μου, ιδίως, όμως, στο πίσω μέρος του πακέτου των τσιγάρων μου, κάθε λέξη και φράση που ακούω, τη μελετώ και την αφομοιώνω, για να μην υστερώ έναντι όλων αυτών που είναι κάτοχοι των μυστικών της, γιατί θέλω να τους καταλαβαίνω και να επικοινωνώ μαζί τους». Τα επόμενα χρόνια, η «αρρώστια» αυτή έγινε «αγιάτρευτη πληγή» όπως γράφει ο ίδιος. Τα πακέτα τσιγάρων με τις σημειώσεις όλο και πλήθαιναν, σχηματίζοντας στοίβες ολόκληρες. Το 1987, κρίνοντας ότι έχει ένα ικανοποιητικό υλικό στα χέρια του, άρχισε να διαμορφώνει το Λεξικό.
Δεν ευτύχησε να το δει δημοσιευμένο όσο βρισκόταν εν ζωή (ο Κάτος έζησε με ένταση τη ζωή με τα πάθη της, τα οποία όμως τον οδήγησαν σε πρόωρο θάνατο). Ο πιστός του φίλος όμως, Περικλής Σφυρίδης, δεν άντεχε να βλέπει το έργο στο οποίο είχε αφιερώσει τόσα χρόνια από τη ζωή του ο Κάτος να παραμένει στο συρτάρι. Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας ανταποκρίθηκε άμεσα. Το έργο περιλαμβάνει 50.000 λέξεις και φράσεις, με περισσότερες από 200.000 σημασίες και 300.000 παραδείγματα από τη γλώσσα της λαϊκής, την αργκό, τη γλώσσα των μηχανόβιων, των ναρκωτικών, της φυλακής, των ναυτικών, του καφενείου, των εργατών, των νηπίων, των εφημερίδων, της τηλεόρασης, των νέων, της καθημερινής ζωής. «Πρόκειται για το έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Συνιστά την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων».