Ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος στη μνήμη του τιμημένου με Νόμπελ συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος απεβίωσε χθες Πέμπτη στο σπίτι του στο Μεξικό σε ηλικία 87 ετών.
«Για να αποτίσουμε φόρο τιμής στη μνήμη του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες κηρύσσω τριήμερο εθνικό πένθος», δήλωσε ο Σάντος στη διάρκεια ενός σύντομου τηλεοπτικού διαγγέλματος.
Ο κολομβιανός πρόεδρος ζήτησε επίσης «να κυματίζουν μεσίστιες οι σημαίες σε όλα τα δημόσια κτίρια». «Ελπίζουμε ότι οι Κολομβιανοί θα κάνουν το ίδιο στα σπίτια τους», επεσήμανε.
«Ολόκληρη η Κολομβία πενθεί, καθώς έφυγε ο πιο αγαπητός και αξιοθαύμαστος συμπατριώτης μας όλων των εποχών», σχολίασε ο Σάντος. «Υπήρξε, και δεν υπερβάλω, ο Κολομβιανός ο οποίος σε ολόκληρη την ιστορία της χώρας μας μετέφερε πιο μακριά και πιο ψηλά το όνομα της πατρίδας μας», συνέχισε.
Ο “Γκάμπο”
Ο Γκαρσία Μάρκες για τους πιο πολλούς ειδικούς είναι ο πατέρας του λογοτεχνικού είδους του μαγικού ρεαλισμού, το οποίο σημάδεψε την έκρηξη της λογοτεχνικής παραγωγής στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίας του 1960 και του 1970. Από τη γενιά του Μάρκες, μόνος επιζών απομένει ο Μάριο Βάργκας Γιόσα, ένας λογοτέχνης επίσης βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Οι δύο άνδρες, άλλοτε στενοί φίλοι, είχαν συγκρουστεί άγρια πολλές φορές.
Ο Μάρκες είναι ακόμη ο συγγραφέας πασίγνωστων βιβλίων όπως Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό Ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου (1981), Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας (1985) και άλλων.
Ο Γκαρσία Μάρκες —ή Γκάμπο, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι και οι θαυμαστές του— γεννήθηκε στην Αρακατάκα, μια πόλη στη βόρεια επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας, την 6η Μαρτίου του 1927. Από την παιδική του ηλικία στην πόλη αυτή, όπου τα έσοδα έφερναν κυρίως οι φυτείες μπανάνες, άντλησε έμπνευση για το λογοτεχνικό του έργο. Το Μακόντο, το διάσημο φανταστικό χωριό όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του μυθιστορήματός του Εκατό Χρόνια Μοναξιά, παραπέμπει ακριβώς στην Αρακατάκα.
Τα βιβλία του πιο γνωστού λατινοαμερικάνου συγγραφέα πούλησαν δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα. Αν και έγραφε ασταμάτητα νουβέλες και ιστορίες όπως το Ο Συνταγματάρχης Δεν Έχει Κανέναν Να Του Γράψει την δεκαετία του 1950 και του 1960, δυσκολεύτηκε για πολλά χρόνια να βρει τη φωνή του. Το έκανε όμως με δραματικό τρόπο στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, ένα βιβλίο που ο εκλιπών Κάρλος Φουέντες είχε αποκαλέσει κάποτε «τον λατινοαμερικάνικο Δον Κιχώτη». Ο Μάρκες συνέθεσε απίστευτα και υπερφυσικά συμβάντα με λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής και με τις πολιτικές πραγματικότητες της Λατινικής Αμερικής — άλλοτε κωμικές, άλλοτε τραγικές.
Ο ίδιος έλεγε πως προσπάθησε να γράψει όπως θυμόταν να λέει ιστορίες η γιαγιά του. «Έλεγε πράγματα που ακούγονταν υπερφυσικά και φανταστικά, αλλά τα έλεγε με απόλυτη φυσικότητα. Ανακάλυψα ότι αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να πιστέψω ο ίδιος και να γράψω με την ίδια έκφραση που τις έλεγε η γιαγιά μου: με πρόσωπο από πέτρα».
Τα βιβλία του Μάρκες σημάδεψαν μια εξαιρετικά ταραγμένη εποχή στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής — όταν το χάος ήταν το φυσιολογικό και η πραγματικότητα έμοιαζε να συνορεύει με το σουρεαλισμό.
Ο ίδιος έλεγε πως επηρεάστηκε βαθιά από τη Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα αλλά και από σημαντικούς προγενέστερους και σύγχρονούς του λατινοαμερικάνους συγγραφείς,όπως ο Μεξικάνος Χουάν Ρούλφο ή ο Αργεντινός Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ήταν ο Αμερικανός Ουίλιαμ Φόκνερ, είχε πει, εκείνος που τον ενέπνευσε να αναπαραστήσει με τον τρόπο που το έκανε «την ατμόσφαιρα, την παρακμή, την ζέστη» στο Μακόντο, το φανταστικό χωριό στο οποίο έδωσε το όνομα μιας μπανανοφυτείας λίγο έξω από την Αρακατάκα.
Όπως πολλοί από τους σύγχρονους του λατινοαμερικάνους λογοτέχνες, ο Γκαρσία Μάρκες αναμίχθηκε ενεργά στην πολιτική και φλέρταρε με τον κομμουνισμό.
Ταξίδεψε στην μετεπαναστατική Κούβα και ανέπτυξε μια στενή προσωπική φιλία με τον ηγέτη της, τον Φιδέλ Κάστρο. «Ένας άνθρωπος με απέραντο ταλέντο και τη γενναιοδωρία ενός παιδιού, ένας άνθρωπος για το αύριο», είχε γράψει ο Κάστρο για τον φίλο του το 2003. «Η λογοτεχνία του είναι απόδειξη της ευαισθησίας του και του γεγονότος ότι ποτέ δεν εγκατέλειψε τις ρίζες του, την λατινοαμερικάνικη έμπνευσή του, την πίστη του στην αλήθεια».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν απαγορεύσει στον Γκαρσία Μάρκες να εισέρχεται στη χώρα για μια δεκαετία αφού συνέβαλε να ιδρυθεί το γραφείο του επίσημου πρακτορείου ειδήσεων της Κούβας στη Νέα Υόρκη, ενώ η Ουάσινγκτον τον κατηγορούσε επίσης πως χρηματοδοτούσε αριστερούς αντάρτες στην πατρίδα του.
Παρά τη μεγάλη φήμη του ως αριστερού διανοούμενου, επικριτές του είχαν στηλιτεύσει το ότι δεν έκανε όσα πιθανόν μπορούσε για να συμβάλει να τερματιστεί ο ατέλειωτος εμφύλιος πόλεμος στην Κολομβία. Αντ’ αυτού, εγκατέλειψε την πατρίδα του και μετανάστευσε στο Μεξικό. Η ανελέητη κριτική που ασκούσε στους πολιτικούς στην Κολομβία αντηχεί ακόμη στα αυτιά πολλών.
Καταδίκαζε απερίφραστα τον λεγόμενο πόλεμο των ναρκωτικών των ΗΠΑ, ο οποίος, όπως έλεγε, δεν είναι «τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο επέμβασης στη Λατινική Αμερική». Αργότερα πάντως ανέπτυξε μια φιλία με τον πρώην Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον.
Ο Γκαρσία Μάρκες αφήνει πίσω την Μερσέδες Μπάρσα, με την οποία ήταν παντρεμένος για πάνω από 55 χρόνια, και τους δύο του γιους, τον Ροδρίγο και τον Γκονσάλο.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!