ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΚΟΥΛΟΥΡΗ
Χρέος όχι μονάχα εθνικό, άλλα μαρτυρία κάθε ελληνικής ψυχής, που δε χάθηκε ανεπανόρθωτα στους πολυποίκιλους αυτούς δρόμους των τωρινών χρόνων, είναι ή θύμηση —πάντοτε πανάκριβη κ’ ιερή θύμηση—, του μεγάλου Εικοσιένα. Εκατόν ογδόντα οχτώ χρόνια εθνικής ανεξαρτησίας δεν είναι ούτε πολλά, ούτε λίγα μέσα στην ατελεύτητη πορεία της ανθρώπινης Ιστορίας. Είναι όμως αρκετά, για ν’ αντικρίσουμε τον ξαναγεννημό ενός λαού, ωραίου, μαρτυρικού, μυθικού στην έξαρσή του, ασυλλόγιστου ίσως κάποτε, παλλόμενου από ιδανικά και όνειρα πανανθρώπινα, ηρωικού, ευγενέστατου, που ξέρει να λησμονεί όσους τον καταπίεσαν, άλλα και να θυμάται τις πηγές εκείνες που γεννούν ό,τι ωραιότερο υπάρχει στην ανθρώπινη ζωή: τον έρωτα στην ελευθερία, τη δικαιοσύνη, το φως και τη μαγεία του πολιτισμού, τη λατρεία των θείων ιδανικών.
Για τον λαό αυτό σημαίνουν κάποτε οι μεγάλες ώρες των αποφάσεων, που σημαδεύονται ανεξίτηλα, σαν χρονικό θυσίας, δοκιμασία ψυχής μαχόμενης ενάντια στον όλεθρο και τη φθορά, πυρετός αίματος, ώρες που υπαγορεύουν το νόημα της ελευθερίας παντού, που διδάσκουν μικρούς και μεγάλους λαούς, πόση αλήθεια κρύβεται και πόσο ασίγαστο πάθος στη λέξη αυτή. Και η πορεία του προς το μέγιστο, το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός της Εθνεγερσίας κερδίζεται με τη μάχη και τη θυσία λαμπρών αγωνιστών, μάχη ενός υπέροχου λαού που σπάζει ορμητικά τις αλυσίδες του. Το γεγονός αυτό της Ελευθερίας προβάλλεται συνεχώς συνδεδεμένο και σε μιαν άλλη σειρά πολεμικών κι εθνικών δοκιμασιών, που στηρίζουν όλο το οικοδόμημα της νεώτερης ελληνικής πραγματικότητας. Το ’21, ωστόσο, υπήρξε η αφετηρία μιας νέας ζωής, και μέχρι την ιστορική αυγή της 28ης Οκτωβρίου του 1940, αγκαλιάζει το συνεχές άθλημα ενός λαού, τη δίψα και τη φλόγα του, για μια καλύτερη τύχη, την απελευθέρωση εδαφών απ’ τον ξενικό ζυγό, την ανασυγκρότησή του, τον συγχρονισμό του. Κι ακολουθούν τα επόμενα χρόνια, που επαληθεύουν γι’ άλλη μια φορά την ηρωική του ρίζα. Πόλεμος, κατοχή, απελευθέρωση, μέχρι να στηριχθεί περήφανο, ελπιδοφόρο, συγκροτημένο το σώμα μιας νέας πατρίδας, πηγής ακατάλυτης, που εμπνέει συνεχώς και γαλουχεί, όσες γενιές Ελλήνων προβάλλουν μπροστά της.
Μιά τέτοια μεγάλη, αποφασιστική, ιερή εποχή ήταν το ’21. Έργο, νους και πράξη, ανθρώπων που μέθυσαν πρώτα από το φως και τη θυσία εθνικών μαρτύρων, από τους στίχους και το θάνατο του Ρήγα, από τη θολή μνήμη του αρχαίου και βυζαντινού κόσμου. Ανθρώπων, που γιγαντώθηκε μέσα τους το πείσμα κ’ η θέληση ν’ αποκτήσουν πατρίδα λεύτερη. Μπαϊράκι ανυψωμένο στη δόξα και τη λατρεία, την πίστη του Χρίστου κι όχι στην υποτέλεια του Σουλτάνου.
Κι ό,τι απόμεινε ύστερ’ απ’ αυτό, το φως και τ’ ολοκαύτωμα το ματωμένο δράμα των Ψαρών και του Μεσολογγίου, τη θυσία της Αλαμάνας, το σάρωμα της Χιός και της Σμύρνης, το θρίαμβο στο Βαλτέτσι και στα Βασιλικά, το κούρσεμα και την ανάβρα της Τριπολιτσάς, ό,τι ξεκύλησε διάχυτο μέσα στην πορεία των μετέπειτα χρόνων, δεν είναι μονάχα ο θρύλος, η οιμωγή, κ’ η δόξα μιας μεγάλης αντάρας. Είναι το πεπρωμένο το ίδιο της ελληνικής φυλής που υπάρχει πάντα. Το αίμα που τρέχει μέχρι τις ρίζες της ελιάς και του αμπελιού, αυτό το ίδιο το συναίσθημα της ελευθερίας που κυριαρχεί στις ψυχές πραγματικά περήφανων ανθρώπων και, που χρέος έχουμε να διατηρηθεί άσβεστο κι ακμαίο και να φωτίζει συγκλονιστικά το είναι μας. Να διαφυλάξουμε δηλαδή το υπέροχο αυτό νόημα της ελευθερίας με σκέψεις και πράξεις από κάθε λογής κινδύνους. Γιατί όσοι προσπάθησαν κατά καιρούς είτε ν’ αλλοιώσουν αυτό, είτε να το εκμεταλλευθούν ερμηνεύοντάς το κατά τρόπο ανίερο και ιδιοτελή, για σκοπούς αλλότριους προς τα ιδανικά της φυλής, γελάστηκαν κι απογοητεύθηκαν οικτρά.
Το 1821 δεν είναι μονάχα η αρματωμένη όψη του Γένους στην κρισιμότερη ώρα του. Είναι αυτό το ίδιο το ξέσπασμα ενός λαού γελασμένου κι αποδιωγμένου, που δεν άντεχε άλλο, όχι την οθωμανική μονάχα τυραννία, μα τη μοίρα μιας κόλασης, που γεννούν κάποτε οι σκοτεινότερες εποχές, για να δυναστεύουν οι απαίσιοι τους δυστυχείς, οι χαμερπείς κ’ οι χυδαίοι τους άτυχους και μοιραίους. Από δω, τους ματωμένους αυτούς χρόνους, ξεκινά ένας λαός προικισμένος με αναμφισβήτητα προτερήματα κι αρετές, για μια νέα ζωή. Ξεκινά να στηρίξει πατρίδα φωτεινή ο σκλάβος πάνω στα χαλάσματα και στον κουρνιαχτό. Να γράψει συμβόλαιο τιμής κι αθανασίας κάτω απ’ τον ίσκιο των μαρτύρων που έπεσαν. Να ρίξει βλέμμα στοργής κι ελπίδας σ’ όσους δεν ευτύχησαν ν’ ανασάνουν λεύτεροι μαζί του. Να δοκιμάσει το στήθος του σε νέες μάχες λυτρωμού μέχρι τον καιρό μας.
Και το πνεύμα, το άσπιλο, το άχραντο, το αιώνιο και πανανθρώπινο ελληνικό πνεύμα είδε τη λάμψη αυτή, τη θυσία, το όραμα της Ελευθερίας, το ολοκαύτωμα, τη δόξα, την Ανάσταση της φυλής και ποτίστηκε με τη φλόγα και τον πυρετό, συγκλονίστηκε ως τις πανάρχαιες ρίζες του ξύπνησε το μεγαλείο του Σοφοκλή και του Αισχύλου κι έκρουσε πάλι στη λύρα του ωραιότατους ύμνους. Ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης, ο Σούτσος, ο Χριστόπουλος, ο Ζαλοκώστας, ο Μαβίλης, ο Πάλλης, ο Στρατήγης, ο Προβελέγγιος, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Πολέμης, ο Δροσίνης, ο Σκίπης, η ατέλειωτη σειρά των νεοελλήνων ποιητών εμπνεύστηκε και χάραξε στίχους λαμπρούς, στίχους παμφώτιστους από τη δόξα του ’21.
Παράλληλα, σημειώνουν το χρονικό, του επίσημοι και φωτεινοί άνθρωποι αναλύουν διεξοδικά ό,τι συνεπάγεται με τη δόξα, το μεγαλείο και το δράμα του, όπως ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο Γ. Τερτσέτης, ο Κ. Τρικούπης, ο Κ. Σάθας, ο Γιάννης Βλαγογιάννης, ο Ι. Ζαμπέλιος, ο Ευάγ. Φωτιάδης, ο Απ. Δασκαλάκης, ο Δ Τσάκωνας, ο Δ. Κόκκινος, ο Ν. Βέης, ο Γ. Ασπρέας, ο Τ. Κορδάτος, ο Ν. Πολίτης, ο Ιάκ. Πολυλάς, ο Σπ. Μελάς, ο Φ. Μιχαλόπουλος, ο Μ. Σίγουρος, ο Κ. Καιροφύλας, ο Ν. Τωμαδάκης, ο Δ. Ζακηνθυνός, ο Γ. Κουρμούλης, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Πολ. Ενεπεκίδης, ο Γ. Ζώρας, ο Φαίδων Κουκουλές, ο Π. Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, ο Φ. Μπουπουλίδης, ο Γ. Ρούσσος, ο Χρ. Αγγελομάτης, ο Γ. Βαλέτας, ο Δ. Γατόπουλος, ο Γ. Κουρνούτος, ο Ν. Λουκόπουλος, ο Γ. Κ. Σταμπολής, ο Π. Λεκατσάς, ο Απ. Βακαλόπουλος, ο Άλκης Θρύλος, ο Ι. Χατζίνης, ο Π. Χάρης, ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Κ. Σ. Κώνστας, ο Φ. Γιοφύλης, ο Μπ. Κλάρας, o Κ. Δ. Αβραάμ, o Δημ. Σιατόπουλος, ο Δημ.. Σταμέλος, ο Ι. Μ. Χατζηφώτης, ο Απ. Σπυρόπουλος, ο Τ. Ζάππας, ο Τ. Γριτσόπουλος, ο Π. Μαρκάκης, ο Δ. Λαζογιώργος, ο Κ. Σαρδελής, ο Τ. Δημόπουλος, ο Ν. Σφυρόερας, ο Λ. Βρανούσης, ο Iάσων Ευαγγέλου, ο Ηλίας Σιμόπουλος, ο Κωνσταντίνος Α. Κυριακόπουλος, ο Β. Φράγγος, ο Στ. Αρτεμάκης, η Ελ. Βαλαβάνη, ο Κ. Τριαντάφυλλου, ο Θ. Αναγνωστόπουλος κ.ά.
Εξακολουθητικά, χρόνια τώρα, μελετούν και κρίνουν πράξεις και πρόσωπα, επιβεβαιούν με κείμενα αναλυτικά πόσες μορφές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εποχή εκείνη. Μορφές ιστορικές, πνευματικοί στυλοβάτες, αγιασμένα σύμβολα του αγώνα και της τέχνης αυτής, που ξεπήδησε κι άνθισε μονομιάς ύστερα από μιαν ανείπωτη για κάθε λαό τυραννία. Οι μορφές των ηρωικών εκείνων χρόνων αγκαλιάζονται με το έργο του Ρήγα, του Σολωμού, του Κάλβου, του Βαλαωρίτη, γίνονται πραγματικός σταθμός μιας περισπούδαστης μελέτης που δεν παίρνει τέλος. Το δημοτικό τραγούδι, τα Κρητικά έπη, ο πνευματικός διαφωτισμός της διασποράς και της σκλαβωμένης πατρίδας ερευνούνται μεθοδικά, όλα γίνονται αντικείμενο μιας πολύχρονης κι ατελεύτητης εργασίας. Πολλά κείμενα έρχονται στην επιφάνεια, χειρόγραφα λησμονημένα, λεπτομέρειες άγνωστες μιας ζωής που κύλησε φυλάγοντας με πάθος την πίστη για τον ερχομό της Ανάστασης του Γένους. Ο Κλήρος, τα Μοναστήρια, υπήρξαν οι ιεροί φύλακες της φλόγας αυτής. Εκεί μέσα στις γωνιές του «Κρυφού σχολειού» σπαρταρούσε ο πόθος της αλυσόδετης πατρίδας. Κι από ’κει ξεκίνησε ο ραγιάς μεγαλουργώντας υστέρα στα λημέρια της κλεφτουριάς και στα πεδία της μάχης.
Στ’ απομνημονεύματά τους οι ίδιοι αγωνιστές δώσανε στοιχεία πολεμικής ζωής, την περιπέτεια, τη δοκιμασία του διχασμού, το δράμα του χαλασμού, την περήφανη αντιμετώπιση ενός πάνοπλου δυνάστη, το χαλασμό, τη δόξα και το μεγαλείο της ελευθερίας που ξάνοιγε επί τέλους τις φτερούγες της πάνω στα ελληνικά χώματα του Μωριά, της Ρούμελης και των νησιών. Περίφημοι λαϊκοί αγωνιστές όπως ο Μακρυγιάννης, ο Κολοκοτρώνης, ο Κασομούλης, ο Φωτάκος, ο Περραιβός, ο Μαυροκορδάτος, ο Κ. Μεταξάς, ο Μιχ. Σπυρομήλιος, μας έδωσαν κείμενα που αξίζει να μελετηθούν.
Η πατριωτική αυτή φιλολογία έδειξε κατά καιρούς άλλοτε με τη φωνή των Εφτανησίων, συχνά με τη ρομαντική και νεοαθηναϊκή σχολή ένα έργο φυσικής πνοής, που πιθανόν να μη συγκλονίζει πάντοτε και να μην καλύπτει απόλυτα όλη την ένταση και τη χροιά και το κάλλος μιας φαντασίας, αλλά μας δείχνει, αρκετά έντονα μάλιστα, την αγνότητα των προθέσεων. Αυτών που γεφυρώνουν πέρα κι απ’ τη μεγαλοστομία και την τεχνική αβλεψία, τον ασταμάτητο ποιητικό χείμαρρο, το θέμα με την ωραιότατη σύλληψη, τη φαντασία του δημιουργού με την ουσία και την ομορφιά του καλλιτεχνήματος.
Παράλληλα όμως με την ποίηση, την ιστορία και το χρονικό, και η αφήγηση, η μονογραφία, το θέατρο, η μουσική κ’ οι καλές τέχνες συνέλαβαν άλλες ακέραια κι άλλες κατά μέτρο το βαθύτατο αυτό νόημα απ’ το Έπος του Λυτρωμού. Πλούτισαν το δέντρο της εθνικής νεώτερης λογοτεχνίας μας με καρπούς, που αρκετοί παραμένουν ολοκληρωμένοι, έργα πραγματικά απαράμιλλης πνοής, διδαχής σε πολλές εποχές.
Υπάρχουν μάλιστα συγγραφείς που αφιέρωσαν ολοκληρωτικά το έργο τους στην Ελληνική Επανάσταση. Αξιώθηκαν, όπως ο Γιάννης Βλαχογιάννης, να στηρίξουν με το πνευματικό τους βάρος ένα έργο σημαντικής αξίας, να ερευνήσουν από κάθε πλευρά γεγονότα και πρόσωπα, να επισημάνουν ιδιαίτερους στόχους για περισσότερη σπουδή, να φέρουν στο φως λησμονημένα κείμενα μεγάλης ιστορικής αξίας, να στηρίξουν ιδέες, να γεφυρώσουν το χάσμα μιας εποχής αμάθειας, να ερμηνεύσουν δυσκολοδιάλυτες καταστάσεις, να παίξουν τέλος έναν ρόλο ουσιαστικής συνδρομής στον κορμό της ξαναγεννημένης λογοτεχνίας. Οι άνθρωποι αυτοί περ’ απ’ τους ιστορικούς μόνο δεσμούς, κατείχαν το χάρισμα της πνευματικής διαύγειας κ’ είχαν επάνω τους αναμφισβήτητα το χρίσμα των πραγματικών δημιουργών. Αυτών που καθιερώνονται όχι με ασυνάρτητες και παράλογες εμφανίσεις, άλλα με έργο πνοής και κυριαρχούν στην εθνική συνείδηση. Γιατί, οι πηγές της Ελληνικής ιστορίας είναι φυσικά ανεξάντλητες και για οποίον επάξια εργάζεται μελετώντας το βαθύτερο νόημά τους, ο ρόλος του αυτόματα μεγεθύνεται και καλύπτει ένα χώρο περισπούδαστο, ένα χώρο που ερευνάται κατόπιν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Οι ιστορικοί του Εικοσιένα μίλησαν άλλοτε με την πέννα των λογίων, άλλοτε με τη φλόγα του ιδαλγού της τέχνης, οι περισσότεροι πάντοτε με τον έρωτα της ψυχής, που διψά να δώσει στους άλλους το μεγαλείο μιας ηρωικής εποχής. Αυτής που γεννήθηκε ύστερα από χρόνων δουλείας, κι αφού πριν διακήρυξαν το πνευματικό υπόβαθρο και την αξία της ελληνικής ρίζας, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Δασκαλογιάννης, ο Ρήγας, ο Βηλαράς, ο Χριστόπουλος, ο Κοραής, ο Φιλήμων, ο Άνθιμος Γαζής, ο Αθαν. Ψαλίδας, ο θεοκλ. Φαρμακίδης κ.ά. Μας δίνουν σελίδες περιγραφικές, σημειώνουν στοιχεία ιστορικής σημασίας, παρατηρούν και υπογραμμίζουν με τον προσωπικό τους τρόπο τα γεγονότα μιας εποχής, που παραμένει ένας ύψιστος σταθμός στη χρονική πορεία του Έθνους.
Ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά πέφτει το πρώτο φως από το γλυκοχάραμα μιας πολυπόθητης λευτεριάς. Το ελληνικό πνεύμα, σαν άλλος Φοίνικας ξεπετιέται μέσ’ από τις στάχτες, τανύζει τις φτερούγες και ξεκινά για το μεγάλο ταξίδι του. Θα υπάρξουν ακόμα αρκετοί σταθμοί μέχρι να ολοκληρωθεί στο ύψος και στη δύναμη, που να μπορεί να υπολογισθεί από τα πρώτα και καλύτερα της Οικουμένης.
Τα κείμενα που κληρονομήσαμε, ωστόσο, παραμένουν για τον καιρό τους, για το παρόν, για τις αυριανές γενιές θεμελιακά, περισπούδαστα, υψηλής ποιότητας κι επαφής στοιχεία με το χρόνο και τα συμβάντα. Πολλοί διαμφισβήτησαν κάποτε την έννοια και το περιεχόμενό τους, χάραξαν σωστές ή λαθεμένες αντιλήψεις και παρατηρήσεις. Παρ’ όλα αυτά το μέγεθος της ιστορικής προσφοράς τους παραμένει υψηλό, αμείωτο, γενναίο, αξιολογώτατο. Τα βουνά δέχονται πολλές μπόρες, το σχήμα τους όμως δεν μεταβάλλεται εύκολα μέσα στο χρόνο.
Οι πεζογράφοι που ασχολήθηκαν με το έπος του ’21, στάθηκαν φυσικά λιγότεροι από τους ποιητές. Δεν απαριθμούνται εύκολα μέσα στο χρόνο, γιατί η τεράστια λάμψη της Ελληνικής Επανάστασης εξακολουθεί να τους εμπνέει.
Αξίζει μονάχα να σημειώσουμε πως τον έξοχο εκείνο οίστρο του Στ. Ξένου, του Π. Σούτσου, του Ι. Πιτσιπιού, του Α. Σούτσου, του Άλεξ. Ρ. Ραγκαβή, του Π. Καλλιγά, του Κ. Ράμφου, του Ν. Μάκρη, του Δ. Βικέλα, του Τ. Αμπελά, του Παπαδιαμάντη, συνέχισαν ως τις μέρες μας ο υπέροχος Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Σπύρος Μελάς, ο Διονύσιος Κόκκινος, ο Γεράσιμος Βώκος, ο Ν. Πετμεζάς Λαύρας, ο Διον. Ρώμας, ο Σπύρος Παναγιωτόπουλος, ο Μ. Καραγάτσης, ο Μιχ. Χανούσης, ο Γιάννης Μαγκλής, ο Π. Γλέζος, η Εύα Βλάμη, ο Παντ. Πρεβελάκης, ο Θανάσης Πετσάλης — Διομήδης, ο Κωστής Μπαστιάς, ο Γ. Λαμπρινός, ο Ρήγας Γκόλφης, ο Μιχάλης Περάνθης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Τάκης Λάππας, ο Γ. Τσουκαλάς, ο Γ. Αθανασιάδης – Νόβας, ο Άλκης Τροπαιάτης, ο Δ. Γιάκος, ο Δ. Σταμέλος, ο Δ. Φωτιάδης, ο Κ. Αβραάμ, ο Γ. Μ. Πολιτάρχης, ο Κ. Σαρδελής κ.ά. Τα κείμενα αυτά έχουν τη ζεστασιά μιας γης, που δέχτηκε πάνω της όλο το φως κι όλη την αίγλη από το δοξασμένο ‘21. Μιλούν άλλοτε με τον τρόπο της μυθιστορηματικής πλοκής, άλλοτε σε καθαρά περιγραφικό τόνο, ό,τι συνέδεσε το χρόνο εκείνο με τους ανθρώπους που πολύ πόνεσαν και πολύ ματώθηκαν δένοντας την αξία και το νόημα της εθνικής εξέγερσης μέσα στον προσωπικό τους αγώνα.
Ξεχωριστή, επιβλητική θέση μέσα στην τέχνη της απελευθερωμένης πατρίδας κρατά το θέατρο, τα έργα δηλαδή που έχουν αφορμή το ’21. Ύστερα από τα άτεχνα λυρικά δράματα του περασμένου αιώνα, η θεατρική μας νεοελληνική σκηνή έχει να επιδείξει σήμερα ένα θαυμάσιο δραματολόγιο εμπνευσμένο απ’ τον αγώνα της Ελευθερίας, την ηρωική ακόμα εποχή της κλεφτουριάς, τη θυσία του Ρήγα, του Κοσμά Αιτωλού, των Ιερολοχιτών. Έργα γνωστά όπως: «ο Παπαφλέσσας», «ο Κατσαντώνης», «Καποδίστριας», «Κολοκοτρώνης», «Μπουμπουλίνα», «Θανάσης Διάκος», «Καραϊσκάκης», «Ρήγας Βελεστινλής», «Μπάυρον», «Σαμουήλ», «Να ζή το Μεσολόγγι», «η δόξα των Ψαρών», «Ζάλογγο», έργα αξιόλογων συγγραφέων: του Σπύρου Μελά, του Άγγέλου Τερζάκη, του Βασίλη Ρώτα, του Γιώργου Θεοτόκη, του Γ. Ρούσσου, του Δημ. Γιαννουκάκη, του Σωτήρη Πατατζή, του Δ. Φωτιάδη, του Στέλιου Σπεράντζα, του Τάκη Λάππα, του Γιάννη Μαγκλή, του Κ. Κοτζιά κ.ά. παίζονται συνεχώς και συγκινούν βαθύτατα γενιές και γενιές ανθρώπων, γιατί κρύβουν μέσα τους αναμφισβήτητη αξία, φαντασία, τέχνη.
Κι ακόμα πρέπει να θυμηθούμε πως στις ωραιότατες μουσικές μελωδίες των εφτανησίων συνθετών, ανθρώπων με απεριόριστη μουσική καλλιέργεια, του Ν. Μάντζαρου που χάραξε την ωραιότατη κι επιβλητική μουσική του «Ύμνου στην Ελευθερία» και των «Ψαλμών» του Δαυίδ, συνέχισαν ως τις μέρες μας φημισμένοι συνθέτες μουσουργοί, όπως ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Διονύσιος Λαυράγκας, ο Νικ. Λάβδας, ο Ανδρ. Νεζερίτης, ο Νίκος Σκαλκώτας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου κ.ά. Το υπέροχο φως, η κλαγγή των όπλων, τα ολοκαυτώματα στο Σούλι, στο Μεσολόγγι, στα Ψαρά, στάθηκαν γι’ άλλη μια φορά αιτία να δώσουν εμπνευσμένες συνθέσεις, που πάντοτε ακούγονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ξεχωρίζουν για την αρρενοπρέπεια, την λεβεντιά και το κάλλος μιας ολότελα ξεχωριστής ελληνικής τεχνοτροπίας. Τα Δημοτικά μας τραγούδια, η υπέροχη κι αθάνατη κληρονομιά του Έθνους, υμνούν αλλεπάλληλες φορές το ’21, τις ηρωικές μορφές του, τις μάχες, τη συμφορά, το θρήνο, τη δόξα. Ο Ν. Πολίτης, ο Άγις θέρος, ο Μ. Αυγέρης, ο Μ. Παπαϊωάννου, ο Απόστ. Μελαχροινός, ο Ηρακλής και Ρένος Αποστολίδης, κι αρκετοί άλλοι εργάστηκαν ακούραστα και διέσωσαν τον ατίμητο αυτό πνευματικό θησαυρό. Έκτοτε αποτελούν αυτά έναν ιδιαίτερα προσφιλή χώρο στη φιλομάθεια και στην έρευνα των ελληνιστών. Είναι και παραμένουν το ωραιότερο άνθος της λογοτεχνίας.
Το έργο των ηρωικών χρόνων του ’21 και της πρώτης μετέπειτα εποχής, τη λαϊκή ζωγραφική του Παναγιώτη Ζωγράφου και των εφτανησίων αγιογράφων, αυτών που πρώτοι δοκίμασαν ν’ αναστηλώσουν την ελληνική ζωγραφική κάτω απ’ τη σκιά εξαίρετων ξένων καλλιτεχνών, που τόσο υπέροχα ζωντάνεψαν κι αυτοί το Έπος της Εθνεγερσίας, όπως ο βαυαρός Πέτρος φον Ες, ο Ντελακρουά, ο Κάρολος Κρατάϊζεν, ο Κ. Γκύ, είναι μιά μεγάλη σειρά ονομάτων, που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Ν. Καντούνης, ο Π. Προσαλέντης, ο Θεόδ. Βρυζάκης, ο Διον. Τσόχος, ο Γεώργ. Μαργαρίτης, ο Ν. Λύτρας, ο Ν. Γύζης, ο Γ. Ιακωβίδης. Το μεγαλόπνοο αυτό έργο συνεχίζεται ως στις μέρες μας δημιουργικό, ανανεωμένο στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες εποχές, έργο εθνικής πνοής, που προορίζεται να ζήσει, γιατί φέρνει πάνω του το ωραιότατο μήνυμα της ελληνικής αναγέννησης. Ζωγράφοι, γλύπτες, χαράκτες, που ασχολήθηκαν και συνεχώς εμπνέονται από τα δοξασμένα εκείνα χρόνια είναι αρκετοί. Αξίζει ίσως να μνημονευθούν μερικοί. Είναι οι: Σπύρος Βασιλείου, Τάσος Αλεβίζος, Αλέκος Κοντόπουλος, Φ. Κόντογλου, Βασ. Φαληρέας, Γιάννης Κεφαληνός, Δ. Γαλάνης, Ν. Εγγονόπουλος, Βάσω Κατράκη, Κώστας Θετταλός, Θ. Λαζαρής, Λουκία Μαγγιώρου, Νικόλας, Φάνης Σακελλαρίου, Α. και Ν. Σώχος, Ν. Νομικός, Δ. Αναγνωστόπουλος, ο λαϊκός αξέχαστος Ζωγράγος Θεόφιλος Χατζημιχάλης, κ.ά. Ακούραστα εργάζονται και διευρύνουν το χώρο της καλλιτεχνικής μας κληρονομιάς, προσφέροντας πραγματικά έργο ζωής.
Ποιος πρώτος και ποιος στερνός στη μεγάλη αυτή πνευματική δοκιμασία. Μα τι νόημα μπορεί νά ’χει άλλο η προσφορά τους, παρά το μέγεθος ενός υψηλόφρονος πατριωτικού τόνου; Το δέος μεταβλήθηκε σε φλόγα και πυρετό δημιουργίας, σε πάθος αναπαράστασης μιας ζωής, που χάρισε στο έθνος με τη θυσία των ηρώων εκείνων την ελευθερία και τον ξαναγεννημό της πατρίδας. Κι ωστόσο, μέσ’ απ’ όλα αυτά ξεχωρίζουν πάντοτε οι σελίδες αυτές και κρατούν θέση εξαιρετικά τιμητική στο χώρο της νεοελληνικής γραμματείας. Είναι τα κείμενα που δόθηκαν όχι σαν ένας υποτυπώδης και άγευστος λόγος, μα σαν ορισμός του ωραίου, του τέλειου συγγραφικού σχήματος, πνοή και ρυθμός αναλλοίωτης σημασίας, μορφή και πνεύμα θεμελιακής αρετής κι αντοχής.
Αξίζουν πάντοτε της μελέτης και της προσοχής. Είναι ο στοχασμός που δεν καταδικάζει τις αισθήσεις και το πνεύμα σε μαρασμό, μ’ απεναντίας γεννά το ρίγος και τη θέρμη του θαυμαστού, του κερδισμένου λόγου. Ορθώνεται έτσι μπροστά μας ο ξεσηκωμός, αιματόβρεχτη κι ολόσωμη η γενιά των Ελλήνων, που δημιούργησε το θαύμα του Εικοσιένα.
Το σαράκι, ο φόβος, ο κουρνιαχτός κ’ η παραζάλη αιώνων δουλείας εξαφανίζονται και στη θέση τους ροδίζει η φωτιά κι ο αστραφτερός λόγος. Το σπαθί κ’ η πέννα, ο δοξαστικός ύμνος, η περιγραφή του αγώνα, η ανάμνηση. Όλα μαζί έρχονται και θερμαίνουν αυτό, που κρυμμένο υπήρχε μέσα στον κορμό της πατρίδας, έρχονται και δίνουν υπόσταση κι αξία, άνοιγμα στην προγονική κληρονομιά, για να πεταχθούν τώρα νέα κλαδιά και φύλλα, για ν’ ανθίσει ωραιότατο, όσο ποτέ άλλοτε, ως τις μέρες μας το δέντρο της νεώτερης ελληνικής λογοτεχνίας.