Ένα βιβλίο για τα χαμένα χνάρια του Ομήρου ή μάλλον για εκείνα των ηρώων του από έναν συγγραφέα που μελέτησε σε βάθος τους μύθους και την αρχαία ιστορία και αναβίωσε υπέροχα τον ρόλο των περιηγητών, πίνοντας το ίδιο κρασί και ανακαλώντας κάθε ελληνική συνήθεια, από τον ρεμβασμό μέχρι την αντιπαλότητα για μια ωραία γυναίκα στα βάθη της σκηνής του πολεμιστή.
Γι’ αυτό και ο Αμερικανός συγγραφέας Τζον Φρίλι, στο Ταξιδεύοντας στη Μεσόγειο με τον Όμηρο (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Τιτίνας Σπερελάκη), συνέδεσε το παρελθόν με το σήμερα στο ομηρικό ταξίδι που ξεκινάει από την Τροία, περνάει από τα Κύθηρα και την Κρήτη, και φτάνει στη Λιβύη, στη Σικελία και στη Νάπολη, για να καταλήξει στη σημερινή Ιθάκη.
Αρκεί μια σκηνή από το φετινό καλοκαίρι για να δεις τι ακριβώς έκανε τον Αμερικανό Τζον Φρίλι, που ο θάνατός του κατέγραψε την απώλεια ενός ακόμα φιλέλληνα, να περιδιαβεί στα μέρη μας και να ονειρευτεί όμορφα ταξίδια, αλαργινά. Έγραψε για τις Κυκλάδες (Πατάκης), για τις περίτεχνες ξερολιθιές και τις αρχέγονες συνήθειες των Ιώνων που έζησαν εκεί, γύρισε την Πελοπόννησο του Μενελάου, είδε την Κρήτη του Μίνωα και αγάπησε τα Κύθηρα της Αφροδίτης. Κυρίως όμως κατάλαβε, όταν κάποια στιγμή περνούσε από το νοτιότερο άκρο της Ελλάδας «πάνω σε ένα οπλιταγωγό», επιστρέφοντας από τον πόλεμο στην Κίνα όπου είχε υπηρετήσει, ποια πρέπει να ήταν η πορεία του Οδυσσέα και θέλησε να ακολουθήσει το ταξίδι του.
Έχοντας διαβάσει ήδη δύο φορές στα δεκαεννιά του το ομώνυμο ομηρικό έπος, ήξερε ότι περνούσε από τα ίδια μέρη με τον πολυμήχανο ήρωα – από τις ελάχιστες τοποθεσίες που ανέφερε ξεκάθαρα ο Όμηρος, αφού για τις περισσότερες έπρεπε κανείς να μαντέψει. Με άξονα, λοιπόν, το ίδιο το ομηρικό κείμενο και με πηγές από τον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο, τον Παυσανία και τον Στράβωνα έως τους σύγχρονους περιηγητές και τους μύθους, ο Φρίλι προσπάθησε να καταγράψει ποια ακριβώς ήταν τα μέρη απ’ όπου πέρασε ο Οδυσσέας και από πού κατάγονταν οι υπόλοιποι ήρωες της «Ιλιάδας».
Δεν έμεινε, όμως, μόνο στα γνωστά ομηρικά έπη ή στις παραποιήσεις τους αλλά θέλησε να μελετήσει ο ίδιος την ανθρωπογεωγραφία του τόπου –του φυσικού τοπίου, των εθίμων–, να μάθει, για παράδειγμα, πώς ένα μελτέμι που φυσάει στα ίδια μέρη μέχρι σήμερα ενδεχομένως να άλλαξε την πορεία του ομηρικού ήρωα: «Το ανεμοδαρμένο ταξίδι του Οδυσσέα και των συντρόφων του από την Ίσμαρο μάλλον τους έφερε νότια μέσα από τις Κυκλάδες μέχρι την Κρήτη, όπου πρέπει να περίμεναν ούριο άνεμο για να τους οδηγήσει βορειοδυτικά προς τα Κύθηρα και τον κάβο Μαλέα».
Αυτή την πορεία αφηγείται αργότερα ο ίδιος ο Οδυσσέας, κάνοντας τον ζητιάνο στην Πηνελόπη, μιλώντας για τα Κύθηρα και την Κρήτη και αναφέροντας χαρακτηριστικά μια σπηλιά, αυτή που επισκέφτηκε ο Φρίλι τη δεκαετία του ’80, ανακαλύπτοντας «τη σπηλιά της Ειλείθυιας, γνωστή ως Νεραϊδόσπηλιος ή Σπήλαιο των Νυμφών, που βρίσκεται στην ενδοχώρα περίπου δύο χιλιόμετρα από την Αμνισό (…)
Από την Κρήτη, ο Οδυσσέας θα είχε κατευθυνθεί βορειοδυτικά για να περάσει τον κάβο Μαλέα και τα Κύθηρα και να περιπλεύσει την Πελοπόννησο, ανεβαίνοντας μέσα από τα νησιά του Ιονίου προς την Ιθάκη». Αφιερώνοντας αρκετές σελίδες στην πορφυρούσα γη των Κυθήρων, που επίσης δεσπόζει στην «Ιλιάδα» και στην «Οδύσσεια», ο συγγραφέας εξηγεί πως το όμορφο νησί δεν ήταν τυχαία αυτό της Αφροδίτης αλλά και της ωραίας Ελένης, συνδέοντας την περιοχή της αλήθειας με αυτήν του ονείρου. Το ίδιο κάνει και στην εξήγησή του για το πώς ο Οδυσσέας βρέθηκε παρασυρμένος από τους ανέμους στη Γη των Λωτοφάγων, την οποία ο συγγραφέας ταυτίζει με την Τζέρμπα, λέγοντας επίσης πως εκεί ήταν το 1977 «η βάση του συνεργείου που γύρισε την πρώτη ταινία του Πολέμου των Άστρων, έχοντας επιλεγεί μάλλον για την απόκοσμη ατμόσφαιρα της Γης των Λωτοφάγων»!
Είναι όντως γοητευτικός ο τρόπος που ο Φρίλι συνδέει όλα αυτά τα ανήκουστα κομμάτια για να αφηγηθεί ξανά, σαν ένας σύγχρονος γοητευτικός τροβαδούρος, το τραγούδι που του ψιθυρίζει στο αυτί η Μούσα, γεμάτο περιπέτειες, ανεμοδαρμένα σώματα, μνήμες μεστές από γεύσεις, πόνο και αρμύρα που ποτίζουν τα όνειρα και θρέφουν τον νόστο. Ως φόντο έχει το αχανές μπλε της Μεσογείου και ως διαφορετική χρωματική παλέτα τις απαλές αποχρώσεις της ιωνικής ενδοχώρας ή των αιολικών αποικιών – έναν απέραντο ελληνικό κόσμο τον οποίο φροντίζει διαρκώς να εικονοποιεί, καθώς επισημαίνει κοινές τεχνοτροπίες, βλέπει τα παραγάδια που απλώνονται παντού, ακούει τις βροντερές πολεμικές ιαχές στον Ελλήσποντο και την Καλλίπολη, με τη μορφή του Αγαμέμνονα να δεσπόζει πάνω από τα ίδια μέρη.
Σε αυτό το ταξίδι, όπου απερίφραστα αναβιώνουν οι αρχαίοι μύθοι για να συνομιλήσουν ιδανικά με το παρόν, φαίνεται ταυτόχρονα να σέρνονται, όπως θα έλεγε και ο Τσίρκας στην αξέχαστη ανάλυσή του για τον ελληνισμό του Καβάφη, «λάσπες και διαμάντια μέσα στους αιώνες», ανακατεύοντας συνήθειες και αυτόματα αντανακλαστικά. Η ποίηση δεν λείπει από τις περιγραφές του Φρίλι, ακόμα και όταν τα ονόματα των μεγάλων ποιητών, εκτός του Ομήρου, απουσιάζουν ή, τέλος πάντων, επανέρχονται στο πλαίσιο της ανάλυσης του «ομηρικού ζητήματος», το οποίο εξετάζει σοβαρά. Γι’ αυτό και η αφήγησή του δεν είναι απλώς ένα ρομαντικό ταξίδι σε μέρη που μόνο εκείνος ταυτοποιεί ως ομηρικά αλλά μια καλοστημένη σκηνοθεσία στη βάση ενός μελετημένου χάρτη που λαμβάνει εξίσου σοβαρά υπόψη τα ιστορικά τεκμήρια και τον μύθο.
Ξέρει, άλλωστε, ότι η μορφή του ομηρικού μάντη, όπως ο Κάλχας, με τον οποίο εσκεμμένα κλείνει το βιβλίο του, τοποθετημένη στη σημερινή τουρκική Προκόννησο, δεν ήταν απλώς αποκύημα της φαντασίας αλλά ένα πρόσωπο που δένει μοναδικά τα όσα οι αρχαίοι φαντασιώνονταν ή φοβόντουσαν με όσα αγαστά ή πραγματικά κατάφεραν στους μακρινούς τόπους της Σικελίας ή της Τροίας. Εδώ, σε αυτό το ομηρικό έπος και στο τρωικό ταξίδι είναι που συναντάμε τελικά για πρώτη φορά τους αποκαλούμενους από τον Όμηρο «Έλληνες» ή, τουλάχιστον, αυτό ισχυρίζεται ο Φρίλι: αυτούς έτυχε να συναναστραφεί και τα ίδια μέρη να καταγράψει στο πανέμορφο αυτό βιβλίο που είναι γεμάτο από την αρετή του πολέμου, λύρες και αυλούς, επικές μάχες και καβαφικό τρόπο που, όπως θα έλεγε ο ποιητής, ήξερε ότι οι Έλληνες «είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται, και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι».