Γράφει ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ Θ. ΑΝΔΡΕΟΥ — της Ετ. Ελλήνων Λογοτεχνών
28η Οκτωβρίου 1940. Οι ορδές των υπερφίαλων Ιταλών του Μουσολίνι εισβάλλουν αναίτια στην Ελλάδα. Το πρώτο και αλησμόνητο ανακοινωθέν του ελληνικού στρατηγείου, σύμφωνα με το οποίο «αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους…», δικαιώνεται απολύτως. Οι χαράδρες των βουνών των συνόρων μας με την Αλβανία, αλλά και οι βουνοκορφές των αλβανικών βουνών, γεμίζουν με πτώματα των εχθρών, που μένουν άταφα.
Ήταν μόνο η δυσκολία των Ελλήνων να τα θάψουν, κάτω απ’ τις αντίξοες περιστάσεις και συνθήκες ή έπρεπε να μείνουν άταφοι οι ανίεροι εχθροί της πατρίδας και να γίνουν τροφή των ορνέων, σύμφωνα με πανάρχαιη δοξασία του Ελληνισμού; Μπορεί και τα δύο να είχαν συντρέξει.
Τις πρώτες μέρες της άνανδρης ιταλικής επίθεσης επώνυμοι στιχουργοί μας συνέθεσαν τραγούδια για τον πόλεμο αυτό, τα μελοποίησαν πρόχειρα, πάνω σε μουσικά μοτίβα άλλων τραγουδιών της εποχής εκείνης, και τραγουδήθηκαν με την σπάνια και λιγεία φωνή της αξέχαστης Σοφίας Βέμπο, εμψυχώνοντας τους πολεμιστές, αλλά και ολόκληρο το λαό. «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά…», «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» και άλλα.
Όμως, και ο ποιητής λαός δεν έμεινε αδιάφορος και στον πόλεμο αυτό και τον τραγούδησε ικανά. Τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια τα συνέθεσαν άγνωστοι πολεμιστές, που ζούσαν τα γεγονότα του πολέμου και πρωταγωνιστούσαν σ’ αυτά, όπως παλαιότερα οι κλέφτες έκαναν τραγούδια μετά από κάποια σπουδαία μάχη ή το θάνατο του καπετάνιου τους. Άλλα τραγούδια τα εμπνεύστηκε ο άμαχος λαός της υπαίθρου κυρίως χώρας, αλλά και της πόλης.
Σαν ελάχιστο φόρο τιμής στους νεκρούς ήρωες του ’40, αλλά και τους επιζήσαντες με αναπηρίες σοβαρές, θα παραθέσουμε ορισμένα δημοτικά τραγούδια του αλβανικού έπους με μικρή και όχι εκτεταμένη ανάλυση, γιατί πρωτεύουσα σημασία έχουν τα τραγούδια και όχι η ερμηνευτική τους προσέγγιση, με την παρατήρηση ότι τα περισσότερα απ’ αυτά είναι προσαρμοσμένα σε παλαιά μοτίβα δημοτικών τραγουδιών μας:
— Τι έχεις, βρε μαύρε κόρακα,
και σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνα διψάς για αίματα, γι’
ανθρώπινα κουφάρια;
Έβγα ψηλά στο Σμόλικα, απάν’
στη Σαμαρίνα,
να ιδείς κορμιά ιταλικά, γεμίσαν
τις χαράδρες.
Έβγα απάν’ στο Ελπασάν,
Μοράβα, Τεπελένι,
να ιδείς κορμιά ελληνικά,
θαμμένα αράδα – αράδα.
Το τραγούδι αυτό είναι το πιο σημαντικό και επιχωριάζει στη Ρούμελη και τη Δυτική Μακεδονία, όπου και σήμερα τραγουδιέται. Η παραλλαγή που δημοσιεύεται είναι από τα Γρεβενά. Ο δημοτικός ποιητής, εντυπωσιασμένος από τις φονικές μάχες και τα άταφα κορμιά των στρατιωτών, αποφεύγει να μας μιλήσει ευθέως γι’ αυτές και παραπέμπει στον πεινασμένο κόρακα και στην αποστροφή του σ’ αυτόν και στο έργο του που θα ακολουθήσει. Οι πρώτοι επιτυχημένοι στίχοι αφορούν την περίοδο της μεγάλης επέλασης του ελληνικού στρατού στο αλβανικό έδαφος, ενώ οι δύο τελευταίοι προστέθηκαν τον Γενάρη του ’41 και δηλώνουν τον αξιοπρεπή θρήνο για τις δικές μας απώλειες. Δημιουργούν πρόβλημα στο τραγούδι, αφού διέλαθε της προσοχής των συνθετών ότι ο κόρακας δεν μπορεί να ιδεί θαμμένα πτώματα! Η αποστροφή στον πεινασμένο κόρακα αποτελεί πρόλογο ή εισαγωγή σε παλιά δημοτικά τραγούδια. Για άταφα κορμιά Τούρκων μιλάει το τραγούδι για τη μάχη στα Τρίκορφα και το Βαλτέτσι:
«Πέρασε από τα Τρίκορφα
και σύρε στο Βαλτέτσι».
Μια άλλη παραλλαγή του τραγουδιού από την περιοχή του Μεσολογγίου μεταβάλλει αυτό σε θρήνο για τις συνέπειες του πολέμου. Από την παραλλαγή αυτή οι δύο πρώτοι στίχοι έχουν παρθεί από κλέφτικα τραγούδια, που μιλούν για τα Τρίκορφα της Τριπολιτσάς, τον Κόζιακα και τα Άγραφα της Θεσσαλίας, και οι δύο τελευταίοι είναι διασκευή του τραγουδιού για την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια:
— Τι έχεις, καημένε κόρακα,
που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνα διψάς για αίματα, μήνα
πεινάς για σάρκες;
Πέτα ψηλά στο Λάμποβο, ψηλά
στο Τεπελένι,
που πολεμούν τ’ αδέρφια μας
με του Ιταλού τ’ ασκέρια.
Εκεί θα ιδείς τα αίματα, εκεί θα
ιδείς τις σάρκες,
εκεί κορμάκια κείτονται, ηρωικοί
τσολιάδες,
τσολιάδες του Τριάντα-Εννιά και
του Σαράντα-Δύο.
Δεν έχουν μάννα να τους δει,
αδέρφια να τους κλάψουν.
Έχουν τους όλμους συντροφιά,
προσκέφαλο μια πέτρα,
και γι’ απανωσκεπάσματα τούς
πάγους και τα χιόνια.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ο Χίτλερ εισβάλλει με τις σιδερόφραχτες στρατιές του στην Πολωνία και αρχίζει έτσι ο πιο αιματηρός πόλεμος που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Βαρύ προαίσθημα κατέλαβε τον ελληνικό λαό, που περίμενε τη σειρά του:
Ιέβγα, μανούλα μ’ φώναξι
σ’ ούλους τους μαχαλάδις:
Όσα πιδιά είν’ ανύπαντρα φέτου
μη παντριφτούνι.
Φέτους θα γένει πόλιμους,
θα γένει ανταρσία,
θα κλάψουν μάνις για πιδιά,
γυναίκις για τους άντρις,
θα κλάψει κι νια νιόπαντρη, τρεις
μέρις παντριμένη
πόχει τουν άντρα άρρουστου,
βαριά για να πιθάνει.
Θέλει τη μάνα στου πλιβρό,
την αδερφή στου γόνα
θέλει κι τη γυναίκα του
τρουύρου στο κιφάλι.
Στα ελληνοαλβανικά σύνορα γράφτηκαν και πύργωσαν σελίδες ανέσπερης δόξας για τον νεότερο Ελληνισμό. Τη νίκη των Ελλήνων τραγουδάει ο άγνωστος ποιητής στο τραγούδι που ακολουθεί, στο οποίο είναι ολοφάνεροι οι συμφυρμοί και τα μοτίβα από γνωστά Κλέφτικα τραγούδια:
Του μάθαταν τι έγινε στου
Γράμμου κι στου Βίτσι;
Γιόμισαν τα βουνά κορμιά κι
τα ποτάμια αίμα,
δε βρέθ’ κι ένας χριστιανός στο
λάδι βαφτισμένος
να σταματήσει τα πυρά, να
πάψουν τα κανόνια,
να μιτρηθούμι μια φουρά, να
ιδούμι πόσοι λείπουν.
Μετρήθ’ καν όλοι οι Ιταλοί κι
λείπουν τρεις χιλιάδες,
μετρήθηκαν κι οι Έλληνες και
λείπουν τρεις λεβέντες!
Ένα τραγούδι από την ιταλοκρατούμενη τότε Χάλκη της Δωδεκανήσου περιφρονεί και περιπαίζει τον Μουσολίνι:
Του Μουσολίν’ η κεφαλή, που
φόρειε μαύρη σκούφια,
στο τέλος αποδείχτηκε πως ήταν
μέσα κούφια.
Ο Μουσολίνι νόμιζε πως ήταν
η Ελλάδα
κανένα πιάτο αχνιστό με τη
μακαρονάδα.
Ο χειμώνας του ’40 ήταν ιδιαίτερα βαρύς και ως εκ τούτου οι ταχυδρομικές και τηλεγραφικές επικοινωνίες δύσκολες. Οι πολεμιστές αγωνιούν να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους:
Ωρέ, διώχτε, βουνά, τα
σύννεφα από την Αλβανία,
να λάμψει ο ουρανός κι η γη,
να λιώσουνε τα χιόνια,
ν’ ανοίζουν τα τηλέφωνα και
τα ταχυδρομεία,
να γράψω γράμμα σπίτι μου,
στη δόλια μου μανούλα.
Στο μικρό δημοτικό τραγούδι που ακολουθεί, ο σκοτωμένος στρατιώτης παρακαλεί τη μάνα του για την μεταφορά των οστών του στην ιδιαίτερη πατρίδα του:
Στο Γράμμο στα ψηλά βουνά
τα κορφοανταριασμένα,
εκεί, μανούλα μ’, κείτομαι
σε μια μικρή διασέλα.
Στα τρία χρόνια, μάνα μου,
πάρι παπά κι έλα
να μάσ’ τα κουκκαλάκια μου,
που είναι πιταμένα.
Το μικρό νησί της Χάλκης Δωδεκανήσου έχει να επιδείξει δύο ήρωες του πολέμου του ’40. Ο νεαρός υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος ήταν ο πρώτος νεκρός Έλληνας αξιωματικός. Σκοτώθηκε την 1η Νοεμβρίου 1940 στη θέση Τσούκα – Φούρκα, στην έφοδο με «εφ’ όπλου λόγχη». Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ρόδο, χρόνια μετά, και βρίσκονται έκτοτε στο βάθρο του ανδριάντα που του έστησε η πατρίδα, ευγνωμονούσα. Ο λοχαγός Διογένης Φανουράκης, πάλι από τη Σύμη, βρήκε ηρωικό θάνατο στον ίδιο πόλεμο:
Είμαι η Χάλκη γω η μικρή
κ η πολυξακουσμένη,
που γέννησα τους ήρωες
Διάκο και Διογένη.
Εγώ είμαι που σταμάτησα τον
άσποντον εχτρό μου
κι έτρεξα πρώτη στη φωτιά με
τον Αλέξαντρό μου,
που έδειξε στους Ιταλούς πώς
πέφτουν οι δικοί μας,
όχι με όλμους και με τανκς,
αλλά με την ψυχή μας.
Ένα μανιάτικο τραγούδι – μοιρολόγι γράφτηκε για τον ήρωα της Πίνδου, συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, από την ίδια τη μάνα του Σοφία, του οποίου η δημοσίευση παραλείπεται, επειδή είναι πολύστιχο. Μπορεί, όμως, να το βρει κανείς δημοσιευμένο αλλού και να το διαβάσει.
Η Ελλάδα κατακτήθηκε απ’ τους Γερμανούς τον Απρίλιο του ’41, παρά την σθεναρή αντίσταση των μαχητών της. Ο ποιητής λαός τραγούδησε τη σκλαβιά αυτή, τη Μάχη της Κρήτης, τις στερήσεις και την πείνα, την αντίσταση, το δράμα των Καλαβρύτων, τη σφαγή του Διστόμου και την απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του ’44.
ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ