1. Αγρός (<άγω = οδηγώ, μεταφέρω, διαπαιδαγωγώ) = εξοχή, ύπαιθρος, χωράφι. Λατινικά: ager (γεν. agr-i), Ιλιάδα Ψ832, Οδύσσεια δ 757, θ 560, ω 205.
2. Αλλοπρόσαλλος (<άλλος προς άλλον) =ευμετάβολος, άστατος. Επίθετο του Άρη, εξαιτίας του άστατου της τύχης του πολέμου, Ε 831 και 889).
3. άλσος, το (<άλδω ή αλδαίνω = τρέφω. Λατινικά alo = τρέφω) = δεντροφυτεμένο κομμάτι γης, αφιερωμένο μάλιστα σε κάποιο θεό. Το δάσος (<δασύς = πυκνός) είναι μεταγενέστερη λέξη. Αντικατέστησε την αρχαία λέξη ύλητ· υλήεις = δασώδεις, Β 506, ζ 291, κ 509.
4. άρμα, το (<θέμα αρ-, που υπάρχει και στα: αρ-μός, αρμόζω, αρμονία, αρ-αρ-ίσκ-ω = συνάπτω) = δίτροχο όχημα, πολεμική άμαξα, Β 384, Δ 366, Ε 199, Κ 438, δ 8.
5. άρ-τος (<αβεβαίου ετύμου· ίσως προέρχεται από το αρτός, επίθετο του αρ-αρ-ίσκ-ω = εφαρμόζω, συνδέω κατασκευάζω) = ψωμί. Στην Εκκλησία άρτος = ψωμί που ευλογείται και διανέμεται στους πιστούς ή που μεταβάλλεται σε σώμα Χριστού, ρ 343, σ 20.
6. ασφαλής (α στερ. + σφάλλω) = σταθερός, ακλόνητος, ζ 42, Ο 683 (-λές: επιρρηματικά).
7. ατασθαλία [<επίθ. ατάσθαλος· αβεβαίου ετύμου. Ίσως από τη φράση: άτας (αιτ. πλ. = συμφοράς) + θάλλων = ανόητος, αλαζών, θρασύς, ακόλαστος] = ανοησία, αλαζονεία, ασέβεια, σφάλμα, παρεκτροπή, ακαταστασία, Δ 409, Χ 104, α 7, μ 300.
8. άτρομος (α στερ. + τρέμω) = άφοβος, ατρόμητος, Ε 126, Π 163.
9. Βάδην, επίρρημα (<βαίνω = βαδίζω, προχωρώ) = βαδίζοντας με το σύνηθες βήμα, βηματίζοντας, Ιλιάδα Ν 516.
10. Βαθύσκιος, επίθετο (<βαθύς + σκιά) = αυτός που έχει πυκνή σκιά, «Ύμνος εις Ερμήν», 229.
11. Βάρος, το (<βαρύς = βαρύς, αυστηρός, δυνατός) = βάρος, φορτίο, «Βατραχυμυομαχία», 91.
12. Βήμα, το (<βαίνω < βάν-j-ω) = βήμα, πάτημα, πατημασιά, ίχνος, «Ύμνος εις Ερμήν», 222 και 345.
13. Βοή, η (<βους = βόδι) = φωνή, κραυγή, βοή, αλαλαγμός, Οδύσσεια ι 401, κ 418, ζ 465, ξ 265, Ιλιάδα Β 408, Λ 50, 500.
14. Βόθρος, ο (<συγγενικό με το βάθος <αβεβαίου ετύμου· ίσως από το επίθετο βαθύς) = λάκκος, γούρνα, Ρ 58, ζ 92, κ 517, λ 95.
15. Βόσκω (<βους) = βόσκω, τρέφω, τρέφομαι, Ο 548, ι 124, Π 151, φ 49, Υ 223, μ 355.
16. Βραδ-ύς, επίθετο (<I.E. gwrd-ús) = αργός, αργοκίνητος, Κ 226, Ψ 310, θ 329.
17. Γάλα, το (<θέμα γάλακτ-) = γάλα, Δ 434, Ε 902, δ 88.
18. Γαλήνη (γαλάσ-να<glas-na) = γαλήνη, ησυχία, ε 301, η 319, μ 168.
19. Γένος, το (<γίγνομαι) = γένος, γενιά, οικογένεια, Ζ 209, Μ 23, Τ124, γ 245, ζ 35.
20. Γέρων, ο (<Ι.Ε.ĝer-ont-) = γέροντας, A 26, Θ 518, Φ 85, β 227, γ 226.
21. Γλώσσα, η (<γλώχ-j-α) = γλώσσα, διάλεκτος, γ 332, Β 804, Δ 438, Ε 292.
22. Γνώριμος, επίθετο (<η γνώρα) = γνωστός, π9.
23. Δάκτυλος, ο (<δείκνυμι;) = δάκτυλος, Βατραχομυομαχία 45.
24. Δάπεδον, το (<δα/γα/γη + πέδον = έδαφος) = δάπελο, πάτωμα, δ 627, λ 577, Δ 2.
25. Τερπικέραυνος (επίθετο του Δία) <τέρπω = ευφραίνω + κεραυνός· οιονεί (=σαν) φιλοκέραυνος, αυτός που χαίρεται να ρίχνει κεραυνούς, ο επί τοις κεραυνοίς τερπόμενος, Α 419, Θ 2, ξ 268, υ 75.
26. Κεραυνός (=αστρο-πελέκι <αστραπο-πελέκι) <κείρω = κουρεύω + αύω (;) = ξηραίνω, ανάβω, καίω [ετυμολογία Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου], Θ 133, Ξ 417, Φ 198, Ε 128, μ 387.
– Αστράπ-τ-ω <αστραπ-ή <αστερ-οπ-ή <αστήρ + θέμα οπ- του ρήματος ορώ (μέλλοντας: όπ-σομαι> όψομαι), Β 353, Ι 237.
27. Τεύχος (μόνο πληθυντικός: τεύχεα = εργαλεία, σχοινιά, όπλα) < τεύχω (=κατασκευάζω), Γ 195, Ε 435, Λ 580, δ 784, μ 13, χ 180.
– νεό-τευκτος (= ο πρόσφατα κατασκευασμένος) <νέος + τεύχω (Α 110, Ε 653, α 391).
– νέο-τευχής (<νέος + τευχω) = καινούριος, Ε 194.
28. Ά-γαμος (ανύπαντρος, Γ40) <α στερ. + γάμος (Ε 429, Ν 382, α 277, ζ 27).
29. Αγγελ-ίη (Αττικά «αγγελία» = είδηση, παραγγελία) <άγγελ-ος (= αγγελια-φόρος, απεσταλμένος), Α 334, Β 94, Κ 286, Θ 270, ο 526.
30. Αγέλ-η (= πλήθος βοδιών ή ίππων, αγέλη) <άγ-ω (= οδηγώ), Λ 696, Ο 326, Σ 573, μ 299.
31. Άξιος (=ισότιμος, ισοδύναμος, ισάξιος, αρμόζων) <άγ-ω, Θ 234, Ι 261, θ 405, ο 429, υ 383, Θ 719.
32. Αισχρός (=ονειδιστικός, υβριστικός) <το αίσχος (=καταισχύνη, ατιμία), Β 119, Φ 437, Β 216 (αισχρός = δυσειδής, άσχημος).
33. Αιτέω-ω (=ζητώ, επιθυμώ)· μάλλον έχει την ίδια ρίζα με τα : αίσα = μοίρα, μερίδιο· αίτιος, αίσιος, αίνυμαι (=λαμβάνω), Ε 358, γ 173, κ 17.
34. Αίμα (=αίμα, αιματοχυσία, καταγωγή, γένος) <θέμα αιματ-, αβεβαίου ετύμου, Δ 149, Ρ 360, ι 397, Ε 219, Ζ 211, δ 611.
35. Αμελώ (=παραμελώ, λησμονώ) <αμελής < α στερ +μέλει μοι = φροντίζω, Θ 330, Ν 419, Ρ 697.
ΣΗΜ. Για τις ραψωδίες τής «Οδύσσειας» τού Ομήρου χρησιμοποιούνται τα μικρά γράμματα της αλφαβήτου, ενώ για εκείνες τής «Ιλιάδας» τα κεφαλαία γράμματα.