Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως ο Eminem είναι μία από τις σημαντικότερες μουσικές προσωπικότητες του 21ου αιώνα. Ο Marshall Bruce Mathers III είναι μια εμβληματική, larger than life φιγούρα. Έχει διχάσει την παγκόσμια κοινή γνώμη με το έργο του όσο ελάχιστοι, έχει πετύχει αδιανόητα εμπορικά ρεκόρ, ειδικά κατά την προηγούμενη δεκαετία, και είναι ένα από τα τελευταία πραγματικά είδωλα που έχει γεννήσει η μουσική βιομηχανία.
Περισσότερο απ’ όλα, όμως, είναι ένας λευκός ράπερ, παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας, που κατάφερε να κάνει το χιπ-χοπ cool για μια ολόκληρη γενιά ανεξαρτήτως φυλής και προέλευσης και να γίνει τελικά ένας σούπερ-σταρ μεγατόνων και αναπόσπαστο κομμάτι του ψηφιδωτού της σύγχρονης πoπ κουλτούρας.
Ενώ λοιπόν η πρώτη του προσπάθεια για επανεκκίνηση της καριέρας του στέφθηκε με επιτυχία, στη δεύτερη, με την πρόσφατη κυκλοφορία του «Revival», έπιασε μεν κορυφή για 7η συνεχόμενη φορά στα αμερικανικά και βρετανικά charts, αλλά είναι η πρώτη φορά που η αξία του αμφισβητήθηκε τόσο έντονα από τον διεθνή μουσικό Τύπο. Το κύριο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: πώς γίνεται ο άνθρωπος που συνέβαλε τα μέγιστα στη σημερινή, παγκόσμια κυριαρχία του χιπ-χοπ ως του δημοφιλέστερου μουσικού είδους των νέων να ακούγεται τόσο εκτός πραγματικότητας;
Το ότι επεξεργαζόταν νέο υλικό γνωστοποιήθηκε από τον ίδιο τον Eminem με ένα tweet του, τον Οκτώβριο του 2016. Σε αυτό σχολίαζε: «Μην ανησυχείτε, ετοιμάζω ένα νέο άλμπουμ! Εν τω μεταξύ, να κάτι άλλο», παραπέμποντας σε ένα νέο κομμάτι με τίτλο «Campaign Speech», μια οκτάλεπτη επίθεση ενάντια στον Tραμπ, λίγο πριν από την εκλογή του ως Πρόεδρου των ΗΠΑ. Οι μετέπειτα συναυλίες του στη Βρετανία ενίσχυσαν τη φημολογία πως ο δίσκος θα κυκλοφορούσε πολύ σύντομα, αλλά τελικά παρέμεινε σιωπηλός μέχρι τον περσινό Οκτώβριο και τα 2017 BET Hip Hop Awards. Εκεί επιδόθηκε σε ένα πυρετώδες, freestyle ραπάρισμα με τίτλο «The Stοrm», σχολιάζοντας με το μοναδικό, μανιασμένο του flow όλα τα κακώς κείμενα της προεδρίας του Tραμπ, στέλνοντας μάλιστα ηχηρό μήνυμα στους ψηφοφόρους του πως πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα σε αυτόν ή τον Αμερικανό ράπερ, διαφορετικά «fuck you», όπως καταλήγει.
Βέβαια, οι αντιφάσεις δεν άργησαν να αποκαλυφθούν: το πρώτο χτύπημα στην καμπάνια προώθησης του νέου άλμπουμ ήρθε από τους «New York Times», όταν, μετά την κυκλοφορία του, δημοσίευσαν ένα άρθρο με βίντεο από το 2004 που δείχνει τον Tραμπ να υποστηρίζει τον Eminem και τον τελευταίο να ενθαρρύνει το κοινό να ψηφίσει το νυν Αμερικανό Πρόεδρο. Λίγες μέρες αργότερα, ο Paul Rosenberg (μάνατζερ του Eminem) δημοσίευσε μια φωτογραφία στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram, η οποία πυροδότησε νέα σενάρια για τον τίτλο και την ημερομηνία κυκλοφορίας του δίσκου. Τελικά, το πρώτο single «Walk οn Water» με τη συμμετοχή της Beyonce ανέβηκε στο Διαδίκτυο στις 10 Νοεμβρίου και έφθασε μέχρι το Νο 14 των αμερικανικών charts, ενώ η ανακοίνωση για το επερχόμενο, ένατο άλμπουμ της solo καριέρας του «Revival» ήρθε στα τέλη του ίδιου μήνα.
Μετά τους δίσκους «Relapse» του 2009 και «Recovery» του 2010, το «Revival» έμοιαζε σαν το φινάλε μιας άτυπης τριλογίας με θέμα την επική ιστορία ανάκαμψης του Eminem: από την αφάνεια, τα οικογενειακά προβλήματα και τον εθισμό του στα υπνωτικά χάπια μέχρι τη σημερινή του αναγέννηση, την ανάγκη του να διοχετεύσει στη μουσική την οργή του για τον Tραμπ και την ανάκτηση της θέσης του ως του απόλυτου βασιλιά του χιπ-χοπ.
Ωστόσο, οι κριτικές που ακολούθησαν ήταν στην πλειονότητά τους αρνητικές, έως και επιθετικές. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει πολλά και διάφορα: από τις στιχουργικές του αντιφάσεις μέχρι την ξεπερασμένη αισθητική του ήχου και από τη διαιώνιση των αυτοαναφορικών δραμάτων μέχρι τη μανία καταδίωξης, διαφαίνεται τελικά ένας άνθρωπος που δεν τον απασχολεί το μουσικό παρόν και συνεχίζει να ασχολείται με το μεγάλο του εγώ. Η αλήθεια είναι πως η μαζική επίθεση που δέχτηκε είναι βάσιμη, αλλά όχι πάντα δίκαια.
Πράγματι, μοιάζει κάπως γελοίο ο 45χρονος, πάμπλουτος και σούπερ-σταρ Eminem να υιοθετεί γι’ ακόμα μία φορά την περιθωριακή, κομμένη και ραμμένη για τα γκέτο Slim Shady περσόνα του ώστε να πουλήσει την καταραμένη, εσωτερική πάλη με την αυτοκαταστροφική ψυχή του (έχουν χάσει το νόημά τους αυτές οι ιστορίες ενάντια στους δαίμονές του), να χρησιμοποιεί ως samples το «I love rock n’ roll» της Joan Jett και το «Zombie» των Cranberries για να τα εντάξει σε εντελώς παρωχημένα rap-rock τραγούδια (εδώ είναι τεράστια η ευθύνη του παραγωγού Rick Rubin) και να έχει στα credits ποπ σταρ όπως ο Ed Sheeran, που κάποτε θα γελοιοποιούσε με τους στίχους του.
Από την άλλη, βέβαια, οι κριτικές υπέπεσαν κι αυτές σε αντιφάσεις: πώς γίνεται να κατηγορείς από τη μια τον Eminem ότι ο δίσκος του δεν είναι αρκετά πολιτικός και από την άλλη, όσες φορές επιχειρεί τέτοιες νύξεις, να ισχυρίζεσαι πως δεν το κάνει αρκετά πειστικά και να εστιάζεις στα μικροπολιτικά παρασκήνια και όχι στην ουσία; Αν ο δίσκος είχε περισσότερες «φλογισμένες» κοινωνικοπολιτικές ρίμες όπως αυτές των «Castle», «Untouchable» και «Like Home» και παράλληλα λιγότερο αυτοαναφορικό, μελοδραματικό παραλήρημα πάνω στην αυτο-αμφισβήτηση, σίγουρα θα μιλάγαμε για έναν πολύ πιο επίκαιρο, απαραίτητο και απολαυστικό δίσκο αλλά και για μια μεγάλη επιστροφή.
Μπορεί ο Eminem να δήλωσε στα τέλη του έτους, σε μια συνέντευξή του στο «Vulture», πως δεν τον απασχολεί τόσο το αν το νέο του άλμπουμ θα αρέσει στους κριτικούς, τονίζοντας μάλιστα τα λόγια του παραγωγού Rick Rubin πως «δεν είμαι αρκετά έξυπνος για να ξέρω πώς θα εκλάβει ο καθένας προσωπικά τον δίσκο, οπότε ας κάνουμε ό,τι νιώθουμε πως είναι σωστό», αλλά σε μια εναλλακτική εκδοχή του κομματιού «Chloraseptic» που διέρρευσε πρόσφατα τα χώνει σε όλους αυτούς που λένε ότι το έχει χάσει, λέγοντας, μεταξύ άλλων, «suck my dick».
Ανεξάρτητα, όμως, από το αν θεωρείτε το «Revival» μια επίδειξη μεγαλομανίας ή ένα αιχμηρό, κοινωνικοπολιτικό μανιφέστο (υπάρχει πάντα και η ενδιάμεση λύση), η ερώτηση που έχει περισσότερη σημασία τελικά δεν είναι αυτή που τέθηκε στην αρχή ούτε αυτή που έχει να κάνει με τη γενικότερη θέση του Eminem στη σημερινή παγκόσμια μουσική βιομηχανία ή στο σύγχρονο χιπ-χοπ τοπίο.
Το «Revival» στέκεται ως ένα έργο ακραία αντιφατικό για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται (απαραίτητα) ο Eminem: πώς γίνεται το άλμπουμ που περιλαμβάνει μερικούς από τους πιο ευθέως αιχμηρούς στίχους ενάντια στην προεδρία του Tραμπ να αποτελεί το χριστουγεννιάτικο Νο 1 στα αμερικανικά charts και οι πωλήσεις του να είναι θεαματικά υψηλότερες στις Πολιτείες που ψήφισαν συντριπτικά υπέρ του 45ου Προέδρου των ΗΠΑ; Αυτές είναι οι πραγματικά σημαντικές ερωτήσεις που προκύπτουν και οι απαντήσεις τους μοιάζουν προφανείς αλλά και πολυσύνθετες. Το μόνο βέβαιο είναι πως η ύπαρξή τους και μόνο αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τις δυσεξήγητες αντιφάσεις της σύγχρονης αμερικανικής πραγματικότητας.
Πηγή: www.lifo.gr
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!