«Δώστε μου ένα μουσείο και θα το γεμίσω», έλεγε ο Πάμπλο Πικάσο. Υπερβολή; Βγαίνοντας από τις κατάμεστες αίθουσες της Tate Modern, όπου φιλοξενείται η έκθεση «Πικάσο 1932 – Αγάπη, Φήμη, Τραγωδία», είχα πειστεί ότι καθόλου δεν υπερέβαλε με αυτόν τον ισχυρισμό του.
Στη λονδρέζικη γκαλερί, σε μια συγκλονιστική έκθεση, εκατό πίνακες, γλυπτά και σκίτσα του, δίπλα σε σπάνιες φωτογραφίες (με τον φακό, μεταξύ άλλων, του Μπρασάι, του Μαν Ρέι και του Σέσιλ Μπίτον), αφηγούνται έργα και ημέρες από έναν μόνο χρόνο της ζωής του, το 1932, το δικό του annus mirabilis – τη χρονιά των θαυμάτων για τον διάσημο Ισπανό ζωγράφο. Στη διάρκειά της πειραματίστηκε με διάφορες τεχνοτροπίες, εργάστηκε ακατάπαυστα και φιλοτέχνησε μερικά από τα πιο εμβληματικά έργα του.
Το 1932, ο Πικάσο ήταν πενήντα ετών. Είχε κερδίσει την καταξίωση αλλά και πολλά χρήματα, χάρη στην πολύ καλή δουλειά που έκανε ο νέος του ατζέντης, Πολ Ρόζενμπεργκ. Εμενε στο Παρίσι, σε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα στην rue La Boétie, κοντά στα Ηλύσια Πεδία, φορούσε κοστούμια ραμμένα στην περίφημη Σάβιλ Ρόου του Λονδίνου, είχε πανάκριβο αυτοκίνητο με οδηγό. Είχε μόλις αποκτήσει έναν πύργο του 18ου αιώνα στη Νορμανδία. Εκεί βρισκόταν και το ατελιέ του της γλυπτικής. Επιπλέον, ετοιμαζόταν για την πρώτη του ρετροσπεκτίβα στη γαλλική πρωτεύουσα, για την οποία ο κόσμος της τέχνης ανυπομονούσε. Κι όμως, δεν ήταν ευχαριστημένος.
Ο γάμος του με τη Ρωσίδα μπαλαρίνα Ολγα Χοχλόβα, μητέρα του γιου του Πάολο, περνούσε κρίση. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος είχε ανοίξει αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσά τους, μια και ήταν τρελά ερωτευμένος με μια άλλη γυναίκα: την κατάξανθη, χυμώδη και κατά 28 χρόνια νεότερή του Μαρί Τερέζ Βάλτερ – μια γυναίκα «με αρχαίο ελληνικό προφίλ». Την είχε πρωτοδεί τον χειμώνα του 1927 έξω από το πολυκατάστημα Galeries Lafayette. Την είχε ακολουθήσει στον δρόμο, σαν μαγεμένος, και την ώρα που εκείνη ετοιμαζόταν να μπει στο μετρό την είχε αρπάξει από το μπράτσο. «Είμαι ο Πικάσο! Εσύ κι εγώ θα κάνουμε σπουδαία πράγματα», της είχε πει.
Η σχέση τους κρατιόταν από τότε ως επτασφράγιστο μυστικό. Σε ένα διαμέρισμα που είχε νοικιάσει πολύ κοντά σ’ αυτό όπου έμενε με την οικογένειά του, ο Πάμπλο Πικάσο ζούσε μια δεύτερη ζωή με τη νεαρή ερωμένη του. Πέρα από τον ίδιο, λοιπόν, αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της έκθεσης της Tate Modern είναι η Μαρί Τερέζ, η γυναίκα που πυροδοτούσε όχι μόνο το πάθος αλλά και τη δημιουργικότητά του: δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε μόλις δώδεκα μέρες ο Πικάσο ζωγράφισε έξι πίνακες της μούσας του.
Περιδιαβάζοντας στις τις αίθουσες, τη βλέπουμε να κοιμάται και να ονειρεύεται, να διαβάζει, να κολυμπάει, να χαλαρώνει σε κόκκινες, μαύρες, κίτρινες πολυθρόνες. Το χρώμα που την «αγκαλιάζει» συχνά είναι λιλά: το αγαπημένο της. Το όνομά της δεν αναφέρεται ποτέ. Στους τίτλους των έργων υπάρχει μόνο η λέξη «γυναίκα» – για να μην καταλάβει η Ολγα την απιστία του συζύγου της…
Μια και για τον ίδιο η ζωγραφική ήταν, όπως συχνά έλεγε, ένας τρόπος να κρατάει ημερολόγιο, χρονολογικά παρουσιάζει και η έκθεση τα έργα, που προέρχονται από προσωπικές συλλογές, αλλά και από το Μουσείο Πικάσο στο Παρίσι καθώς και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Οι ουρές που σχηματίζονται από νωρίς το πρωί στα εκδοτήρια εισιτηρίων της Tate Modern επιβεβαιώνουν ότι η έκθεση είναι, όπως τη χαρακτήρισε ο βρετανικός Τύπος, «once in a lifetime». Αλλά αν αναρωτηθείτε ποια ήταν η τύχη της Μαρί Τερέζ, μάλλον θα εκπλαγείτε: λίγα χρόνια μετά, και ενώ είχαν αποκτήσει μία κόρη, εκείνη ανακάλυψε την παράλληλη σχέση του με την Ντόρα Μάαρ. «Πρέπει να διαλέξεις», του είπε. «Οχι, εσείς θα παλέψετε και όποια νικήσει θα με κερδίσει», απάντησε ο Πικάσο. Οι γυναίκες πάλεψαν, η Μαρί Τερέζ έχασε, πήρε την κόρη της και έφυγε από το σπίτι. Αλλωστε, ο ζωγράφος είχε βρει τη νέα του μούσα…
Τate Modern, μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου.