Δύο είναι τα ακροάματα που αρέσουν περισσότερο από κάθε τι άλλο στα μικρά παιδιά, δηλαδή τα παιδιά από 4 έως 7 ετών: Τα παραμύθια και οι μικρές ιστορίες.
Όταν λέω παραμύθια εννοώ βέβαια, πρώτα απ’ όλα τα λαϊκά και μάλιστα εκείνα που είναι φτιαγμένα για την πρώτη παιδική ηλικία, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Κοντορεβιθούλης —και για να έρθουμε στο ελληνικά— το Αρνίτσι-Μπίτσι, ο Μισοκοκοράκος και άλλα —γιατί το μέγα πλήθος των λαϊκών παραμυθιών δεν είναι φτιαγμένα για να λέγονται σε μικρά παιδιά— μερικά μάλιστα δεν είναι καν φτιαγμένα για παιδιά αλλά για μεγάλους, από τα χρόνια εκείνα που δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο, ούτε καν βιβλίο για να περνά κανείς τις ελεύθερες ώρες του, άλλα η οικογένεια ή η συντροφιά μαζευόταν γύρω από έναν αφηγητή, τον παραμυθά —άντρα ή γυναίκα— και άκουγε τις περιπέτειες του πολυταξιδεμένου καπετάνιου ή του βασιλόπουλου που πήγαινε να βρει και να ελευθερώσει την όμορφη βασιλοπούλα.
Εκτός όμως από τα λαϊκά, τα παραδοσιακά παραμύθια, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη και τα φτιαχτά, που έχουν όμως φανταστικούς ήρωες, νεράιδες και μάγισσες, βασιλόπουλα και βασιλοπούλες και ζώα που μιλούν ή κάνουν υπερφυσικά κατορθώματα και που διαδραματίζονται σε φανταστικούς χώρους.
Τέλος υπάρχουν και οι μικρές ιστορίες, οι γραμμένες ειδικά για μικρά παιδιά. Πάρα πολλές απ’ αυτές τις ιστορίες είναι εκείνες που κυκλοφορούν σε μικρά ή μεγάλα, πλούσια εικονογραφημένα βιβλία κι ακόμη περιοσότερες εκείνες που γράφονται και υποβάλλονται σε διάφορους διαγωνισμούς συγγραφής παιδικού βιβλίου, με την ελπίδα να κερδίσουν ένα βραβείο.
Εδώ και μερικά χρόνια είμαι μέλος της κριτικής επιτροπής βιβλίων στα βραβεία που προκηρύσσει η Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Χάρη στην ιδιότητά μου αυτή περνούν από τα χέρια μου ένα πλήθος χειρόγραφα με ιστορίες για μικρά παιδιά, που υποβάλλονται από άγνωστους —με ψευδώνυμο βέβαια— και απ’ όλα τα μέρη του τόπου μας, για ένα βραβείο, που δεν θα είναι απλά ένα χαρτί, αλλά μαζί με το δίπλωμα περιλαμβάνει κι ένα σεβαστό χρηματικό ποσό και συχνά την εξασφάλιση της έκδοσης του βιβλίου.
Και ποιος δεν γνωρίζει τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά καθώς και τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, που αποτελούν τους δύο κύριους παράγοντες για την ανάπτυξη, τη βελτίωση και την προώθηση του παιδικού βιβλίου στην Ελλάδα; Και οι δυο αυτές οργανώσεις πρόσφεραν και εξακολουθούν να προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες όχι μόνο για τη διάδοση αλλά και για την άνοδο της ποιότητας του παιδικού βιβλίου στην Ελλάδα.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα μας που είναι το προσχολικό βιβλίο. Όπως έγραφα και παραπάνω, τα περισσότερα χειρόγραφα απ’ όσα υποβάλλονται στους διαγωνισμούς είναι ιστορίες για μικρά παιδιά. Και τούτο, γιατί πολλοί νομίζουν πως το πιο απλό και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου είναι να γράψεις μια ιστορία για ένα παιδάκι πέντε ή έξι χρονών. Βέβαια είναι πιο εύκολο από το να γράψεις ένα μυθιστόρημα, αλλά πιο δύσκολο απ’ ό,τι το νομίζει κανείς με το πρώτο.
Μια μικρή ιστορία δεν αρκεί να είναι σύντομη και απλή, πρέπει ακόμη να έχει κι ένα πλήθος άλλα γνωρίσματα για να μπορέσει να προσεγγίσει το παιδί, να του κινήσει το ενδιαφέρον του και τελικά να του αρέσει.
Το πρώτο και χαρακτηριστικό είναι η γλώσσα, κάτι που το ξέρει από το ένστικτο του ο λαϊκός παραμυθάς, δεν το ξέρουν όμως οι δικοί μας οι μορφωμένοι, οι λογοτεχνίζοντες, που απευθύνονται σ’ ένα παιδάκι, που δεν έχει πάει ακόμη σχολείο ή βρίσκεται στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Το λεξιλόγιο ενός μικρού παιδιού είναι περιορισμένο. Περιορισμένες είναι και οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις του: Αφηρημένες έννοιες δεν υπάρχουν για το μικρό παιδάκι παρά ελάχιστες: π.χ. καλός-κακός, φρόνιμος-άτακτος, χαρά-λύπη. Ακόμη και στα επίθετα το λεξιλόγιο του περιορίζεται στα πιο συνηθισμένα. Αν πρέπει να του περιγράψει κανείς τις καταστάσεις στις οποίες αναφέρονται τα επίθετα αυτά πρέπει να το κάνει αναλυτικά, χρησιμοποιώντας λέξεις του λεξιλογίου που είναι οικείο στο παιδί. Αντί π.χ. να πει: «έμεινε έκπληκτος», μπορεί να πει «σάστισε» ή «γούρλωσε τα μάτια του» ή «έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα». Μην ξεχνούμε πως η αντίληψη του παιδιού, ως μια ορισμένη ηλικία, είναι περισσότερο οπτική.
Εκτός όμως από το λεξιλόγιο και η όλη δομή της ιστορίας πρέπει να είναι πολύ απλή, με σύντομες φράσεις, χωρίς παρεκβάσεις ή μακριές περιγραφές, που το παιδί είναι αδύνατο να τις παρακολουθήσει.
Ερχόμαστε τώρα σ’ ένα άλλο στοιχείο, απαραίτητο για μια ιστορία προορισμένη για μικρά παιδιά. Στο ότι η ιστορία αυτή πρέπει να διαδραματίζεται σ’ ένα περιβάλλον, σ’ ένα χώρο γνωστό και κατανοητό στο μικρό παιδί: στο σπίτι του, στη γειτονιά του, στο χωριό ή στην εξοχή, που κι αν ακόμη ζει στην πόλη πρέπει να τα έχει κάποια φορά επισκεφθεί και γνωρίσει —αλλά ακόμη και στα πρόσωπα με τα οποία συναναστρέφεται: στους γονείς του, στ’ αδέλφια του, στους φίλους του, ακόμη και στα ζώα του σπιτιού ή και σε άλλα που κι αν δε ζουν κοντά του, τα έχει γνωρίσει ζωντανά, όπως τα άλογα ή τις κότες, ή έστω και ζωγραφισμένα σε βιβλία, όπως τα κουνέλια, τα σκιουράκια, τις αρκουδίτσες. Μπορεί ακόμη η ιστορία να περιλαμβάνει και τα παιχνίδια του παιδιού, κι ο συγγραφέας έχει κάθε ελευθερία να τα κάνει να μιλούν ή και να τσακώνονται ακόμη μεταξύ τους ή και να κουβεντιάζουν με το αγόρι ή το κορίτσι της ιστορίας, που κι αυτά μπορεί να λείπουν ολότελα και η ιστορία να διαδραματίζεται ανάμεσα σε ζώα, σε πουλιά, σε φυτά ή και σε άψυχα αντικείμενα.
Πρέπει εξάλλου να κάνω μια παρατήρηση για τη σημαντική μεταβολή της αντιλήψεως που παρατηρείται αυτά τα τελευταία χρόνια, σχετικά με τη μορφή της ιστορίας που προορίζεται για μικρά παιδιά. Παλιότερα μια τέτοια ιστορία έπρεπε να έχει πάντα ένα ηθικό δίδαγμα —χωρίς να είναι αυστηρά διδακτική. Επειδή όμως συνήθως απευθυνόταν σε παιδιά των αστικών τάξεων, προσπαθούσε πολύ συχνά, μέσα στον ηθικοπλαστικό της ρόλο, να τονίσει τη διαφορά που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτά τα προνομιούχα παιδιά, που είχαν τον μπαμπά τους, τη μαμά τους, το καλό τους σπίτι, το ζεστό τους φαΐ και το καινούριο ρούχο τους και στα άλλα παιδιά, τα άπορα και τα δυστυχισμένα, το παιδί της φτωχής χήρας, ή το ξυπόλητο χωριατόπουλο, που ξενοδούλευε σ’ ένα σκληρό αφεντικό και να τους προκαλέσει τη συμπόνια τους. Ακόμη ένα πολύ συνηθισμένο θέμα ήταν το φιλεύσπλαχνο παιδί, που βοηθούσε το φτωχό ορφανό ή τον τυφλό γέρο και που όλοι το επαινούσαν για την καλή καρδιά του ή για την αγαθή του πράξη. Καμιά φορά αυτή η πράξη περιοριζόταν στο ότι μάζευε από το δρόμο ένα πεταμένο γατάκι ή ένα πληγωμένο σκυλί, μα η ηθική ικανοποίηση ήταν η ίδια.
Σήμερα το ηθικό δίδαγμα δίνεται καμιά φορά έμμεσα, αλλά συχνά δεν υπάρχει καθόλου και στα παιδιά προσφέρουμε μια απλή ιστορία, είτε για να τα διασκεδάσουμε και να τα κάνουμε να γελάσουν, είτε για να τους μάθουμε κάτι καινούριο, π.χ. πώς ζούνε τα παιδιά σ’ άλλες χώρες.
Υπάρχει όμως σήμερα και ένα άλλο σημείο, που δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει τις ιστορίες που προορίζονται για τα μικρά παιδιά: η ριζική αλλαγή των όρων της ζωής, ιδίως στα αστικά κέντρα.
Άλλοτε το μικρό παιδί ήξερε τι θα πει αυλή, τι θα πει κήπος, τι θα πει γειτονιά. Περνούσε την ημέρα του μαζί με τη μαμά του ή μαζί με τη γιαγιά του, με τα μικρότερα αδέρφια του, που δεν πήγαιναν ακόμη σχολείο το πρωί, μαζί με τα μεγάλα του τ’ αδέρφια και με τον μπαμπά του το απόγευμα. Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά: στις πολυκατοικίες —τις πιο πολλές τουλάχιστον— δεν υπάρχει ούτε αυλή, ούτε κήπος για να παίζουν τα παιδιά. Οι περισσότερες μαμάδες εργάζονται και πάρα πολλές γιαγιάδες δεν κατοικούν με τα παντρεμένα παιδιά τους. Δεν δημιουργούνται πια οικογένειες με πολλά παιδιά, ώστε να υπάρχουν μεγαλύτερα και μικρότερα αδέρφια.
Ωστόσο, αυτή η αλλαγή είχε και τα καλά της: Το παιδί σήμερα ζει πιο κοντά στους γονείς του, συμμερίζεται πιο άμεσα τη ζωή τους, ωριμάζει πιο γρήγορα, χωρίς ωστόσο να πάψει να ονειροπολεί και να σκέπτεται έναν ιδανικό κόσμο, γεμάτο φανταστικές περιπέτειες με μάγισσες και βασιλοπούλες και νεράιδες και βασιλόπουλα που πετάνε πάνω στα φτερωτά τους άλογα.
Και στο σημείο αυτό θέλω να διευκρινίσω κάτι που πολλοί το έχουν παρεξηγήσει, το βρίσκουν αταίριαστο για τη σύγχρονη εποχή μας και θέλουν να το εξαφανίσουν εντελώς από τις ιστορίες και τα παραμύθια. «Τι θέση έχουν», λένε «τα βασιλόπουλα τώρα πια και οι βασιλοπούλες, στη σύγχρονη δημοκρατική εποχή μας; Για ποιο λόγο πρέπει να παρουσιάζουμε στα παιδιά σαν κάτι θαυμαστό το φτερωτό άλογο, αφού υπάρχει το υπερηχητικό αεροπλάνο, που μας πάει στην άλλη άκρη του κόσμου; Τι ρόλο παίζει ο μαγικός καθρέφτης που μιλάει και μας δείχνει ξένα μέρη, αφού το ίδιο και με μεγαλύτερη ποικιλία κάνει και η τηλεόραση;»
Κι όμως, το βασιλόπουλο του παραμυθιού δεν είναι ο εκπρόσωπος ενός ξεπερασμένου σήμερα θεσμού. Συμβολίζει τα νιάτα, την ομορφιά, την παλικαριά, τη δίψα για τα κατορθώματα και τις περιπέτειες, την αναζήτηση του δικαίου και τη σωτηρία αυτών που πάσχουν. Και η βασιλοπούλα είναι η προσωποποίηση της ομορφιάς, της καλοσύνης και ακόμη —γιατί όχι— συμβολίζει τη δίκαιη ανταμοιβή του παλικαριού που την κερδίζει με τα κατορθώματα του και που συχνά δεν είναι βασιλόπουλο.
Κι ακόμη το φτερωτό άλογο δεν είναι το αεροπλάνο με το καθορισμένο δρομολόγιο, αλλά σε παίρνει από μέσα από το σπίτι σου και σε πάει όπου θέλεις εσύ, και ο μαγικός καθρέφτης δείχνει ό,τι θέλεις εσύ και απαντάει στις δικές σου ερωτήσεις. Αυτά είναι τα προνόμια του παραμυθιού, που καμιά προοδευμένη τεχνολογία δεν θα εξαφανίσει.
Και για απόδειξη του πόσο μπορεί το παραμύθι να προσαρμοστεί στην εποχή μας, και μάλιστα από τα ίδια τα παιδιά —θα τελειώσω μ’ ένα περιστατικό που συνέβη σε μένα την ίδια πριν από λίγες μέρες.
Ήταν βράδυ και μπήκα στην αφετηρία του λεωφορείου μου του Π. Φαλήρου για να πάω στο σπίτι μου. Απέναντι μου, από το άλλο μέρος του δοδρόμου καθόταν μια νέα μαμά με το κοριτσάκι της, ως επτά χρονών. Το λεωφορείο δεν είχε ακόμα ξεκινήσει και άκουγα τη μικρή να διηγείται στη μητέρα της: «Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βασιλόπουλο, αλλά δεν ήταν αληθινό βασιλόπουλο, ήταν λαγός! Λοιπόν αυτό το βασιλόπουλο, που ήτανε λαγός, ήθελε να παντρευτεί τη βασιλοπούλα, μα για να του τη δώσε, ο πατέρας της, ο βασιλιάς, έπρεπε να κάνει πολλά και μεγάλα κατορθώματα…».
Στο μεταξύ μπήκαν κι άλλοι επιβάτες, το λεωφορείο ξεκίνησε κι έτσι δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω λεπτομερώς ποια και πόσα ήταν το κατορθώματα που έπρεπε να κάνει ο υποψήφιος γαμπρός του βασιλιά. Όταν κοντεύαμε στο Φάληρο κι αραίωσε ο κόσμος μπόρεσα να ξανακούσω το κοριτσάκι να λέει στη μαμά του: «Λοπόν ξεκινάει το βασιλόπουλο, που ήταν λαγός, πάει μπροστά στο βασιλιά και του λέει:
— «Εγώ, βασιλιά μου, ό,τι είπες το έκανα! Θα μου δώσεις τη βασιλοπούλα για γυναίκα μου;»
— «Βέβαια, είπε ο βασιλιάς. Ετοιμάσου, την Κυριακή, να κάνουμε το γάμο!»
— «Α, όχι, είπε το βασιλόπουλο που ήτανε λαγός. Αυτό δε γίνεται. Πρέπει να μαζέψω πρώτα τα λεφτά, να πληρώσω το νοίκι της πολυκατοικίας, γιατί είναι μεγάλο, είναι 600 ευρώ, κι εγώ δεν τα έχω!»
Δυστυχώς σ’ αυτό το σημείο είχα φτάσει στη στάση μου κι έπρεπε να κατέβω χωρίς να μπορέσω να μάθω αν ο μέλλων πεθερός του βασιλόπουλου – λαγού μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσχέρειες του γαμπρού του. Το ξέρω πως αυτή η κατάληξη προκαλεί πολύ γέλιο, εμένα όμως με προβλημάτισε, γιατί δείχνει πόσο πολύ τα σημερινά παιδιά συμμετέχουν στα προβλήματα των γονιών τους και πώς τα βιώματά τους αυτά τα βάζουν χωρίς καμιά δυσκολία και μέσα στα δημιουργήματα της δικής τους φαντασίας.
ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΑΡΣΟΥΛΗ, Συγγραφέας
(ΑΡΧΕΙΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ”, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΕΩΡΑ/ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΤΑΓΕΑΣ)