Οποιαδήποτε φετινή ενασχόληση με τον διαγωνισμό της Eurovision είναι σαν να οφείλει να αποποιηθεί αυτόματα την «ελαφράδα» που της πρέπει, να απεκδυθεί το (ένοχο ή απενοχοποιημένο, ανάλογα με τη σοβαροφάνεια του καθένα) fun περιτύλιγμα και αυτομάτως να αποκτήσει σοβαρότερες διαστάσεις.
Από τη στιγμή της περσινής νίκης της Ισραηλινής Netta κι εκείνου του θριαμβικού «next time in Jerusalem» που αναφώνησε τη στιγμή της «στέψης», ήταν δεδομένο ότι ο δρόμος για τη φετινή διοργάνωση θα ήταν μακρύς και ο ούτως ή άλλως πολιτικοποιημένος διαγωνισμός τραγουδιού θα ήταν πιο φορτισμένος πολιτικά από ποτέ.
Έπειτα από μήνες σπέκουλας και συζητήσεων, μια οργανωμένη πανευρωπαϊκή επιχείρηση μποϊκοτάζ την οποία υποστήριξαν ονόματα όπως η Βίβιαν Γουέστγουντ και ο Πίτερ Γκάμπριελ, και την (αναμενόμενη) υποχώρηση του Ισραήλ να μετακινήσει τη διοργάνωση από την Ιερουσαλήμ στο Τελ Αβίβ (σε μια χρονιά μάλιστα, που η de facto αναγνώριση από την πλευρά του Ντόναλντ Τραμπ της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του ισραηλινού κράτους, με τα εγκαίνια της εκεί αμερικανικής πρεσβείας, αναζωπύρωσε το εμπόλεμο κλίμα στην περιοχή, καθώς οι εχθροπραξίες στη λωρίδα της Γάζας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστίνιων έγιναν ξανά καθημερινό φαινόμενο) απομένει να δούμε τι επιφυλάσσουν οι διοργανωτές.
Κι αν το μποϊκοτάζ δεν οδήγησε κάπου πρακτικά και οι διαδικασίες της διοργάνωσης μπαίνουν στην τελική ευθεία, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει φέτος, μέσα σε όλες τις ιδιαιτερότητες των συμμετοχών (από τις υποβρύχιες λήψεις με τα γυμνά οπίσθια του –φαβορί– Ολλανδού και το gender fluidity του τραγουδιστή της Γαλλίας μέχρι τους ακατανόητους λαρυγγισμούς του Πορτογάλου και το S&M αισθητικής punk/techno των Ισλανδών), η περίπτωση της Ιταλίας.
Ούσα μία εκ των big 5 της EBU, των χωρών δηλαδή που δίνουν τα περισσότερα χρήματα στη διοργάνωση, η ιταλική συμμετοχή, ως γνωστόν, περνά απευθείας στον τελικό, χωρίς τον σκόπελο των ημιτελικών. Ωστόσο, όπως και οι υπόλοιπες «μεγάλες» της Ευρώπης (Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία, με την εξαίρεση της Γερμανίας που σκόραρε το 2010), δεν έχει νικήσει εδώ και χρόνια.
Το εγχώριο φεστιβάλ του Sanremo που αναδεικνύει κάθε χρονιά τον καλλιτέχνη που εκπροσωπεί τη χώρα στον διαγωνισμό φαινόταν να παραμένει κολλημένο στο ιδιοσυγκρασιακό του παρελθόν –άλλωστε ήταν χαρακτηριστική η δεκατετραετής αποχή της Ιταλίας από τη Eurovision, αφού μόλις το 2011 αποφάσισε να επιστρέψει– και τα είτε υπερβολικά χαριτωμένα είτε εντελώς εκτός τόπου και χρόνου ιταλικά τραγούδια των τελευταίων ετών δεν συγκινούσαν το ευρωπαϊκό κοινό.
Η φετινή επιλογή όμως παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον και έχει όλα τα φόντα να φέρει τη νίκη στην Ιταλία έπειτα από 29 χρόνια (τελευταία φορά το σήκωσε το 1990 με τον Toto Cutugno). Το βασικό της χαρακτηριστικό είναι το εξής: ο Mahmood έχει μουσουλμανικές καταβολές. Η επικράτησή του στο Sanremo, όπου ξεκίνησε ως outsider και τελικά τα κατάφερε, στηριζόμενος κυρίως στη στήριξη της επιτροπής και όχι του κοινού, ξεσήκωσε αυτοστιγμεί τις αντιδράσεις του ακροδεξιού υπουργού Εσωτερικών και αντιπροέδρου της ιταλικής κυβέρνησης Ματέο Σαλβίνι – στον Guardian γράφτηκε μάλιστα ότι η επιλογή του ήταν στοχευμένη και σκόπιμη, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο.
Αν δεν είναι αυτό το πιο επίκαιρο πολιτικό statement κατά της ισλαμοφοβίας και της ξενοφοβίας εν γένει –προερχόμενο μάλιστα από μια αυστηρά καθολική χώρα– που θα μπορούσε να γίνει μέσα στο Τελ Αβίβ, τότε ποιο είναι; Βέβαια στη Eurovision, όπως προβλέπαμε και πέρσι με την περίπτωση της Netta, δεν νικάς απλώς και μόνο με την πολιτική σου τοποθέτηση υπέρ της διαφορετικότητας (η οποία την τελευταία εικοσαετία έχει φέρει τη νίκη, μεταξύ άλλων, σε μία τρανς γυναίκα, μία drag περσόνα, ένα γκρουπ «τεράτων», μία butch dyke, έναν καρδιοπαθή και μία εκπρόσωπο του body positivity και του woman empowerment).
Εξάλλου, παρόμοια χαρακτηριστικά έχει και η φετινή συμμετοχή της Γαλλίας με τον μουσουλμάνο, μαροκινής καταγωγής, Bilal Hassani, ο οποίος παίζει επιπλέον και το χαρτί του gender fluidity. Στο τέλος όμως της ημέρας, πρόκειται για διαγωνισμό τραγουδιού και χρειάζεσαι πρωτίστως ένα καλό τραγούδι.
Το «Soldi» λοιπόν του Mahmood είναι κατ’ αρχάς μια σύγχρονη, εξαιρετική παραγωγή που αντιπροσωπεύει επάξια το νέο πρόσωπο της ιταλικής μουσικής. Είναι από τα τραγούδια που σου κολλάνε με το πρώτο άκουσμα (αναγκαία επίσης συνθήκη για τη νίκη, ειδικά στην περίπτωση της Ιταλίας, της οποίας το ολοκληρωμένο περφόρμανς θα δούμε μόνο στον τελικό, άρα μία φορά, σε σχέση με την εις διπλούν θέαση των περισσότερων από τις υπόλοιπες χώρες, καθώς μια καλή εμφάνιση στον ημιτελικό είναι πάντα ικανή να απογειώσει μια συμμετοχή, όπως συνέβη πέρσι με το «Fuego» της Ελένης Φουρέιρα).
Διαθέτει στοιχεία trap και R&B, πιασάρικο ρυθμό και ανατολίτικη μελωδία, τόση όση ώστε να περάσει το μήνυμα, ενώ έχουν ήδη κυκλοφορήσει και κάποια επίσημα remixes του, το καλύτερο εκ των οποίων υπογράφει ο διάσημος και επίσης Ιταλός Benny Benassi. Ανάμεσα στους ντελικάτους (ειδικά για το μη ιταλόφωνο κοινό) ιταλικούς στίχους, παρεισφρέει μια γέφυρα με αραβικούς στίχους (μόλις η τέταρτη φορά στην ιστορία του θεσμού που ένα τραγούδι περιλαμβάνει αραβικά) και μερικές «σκληρές» ηχητικά διεθνείς αραβικές λέξεις, όπως ο ναργιλές ή το Ramadan (Ραμαζάνι). Το fusion του αποτελέσματος έχει μεγάλο ενδιαφέρον και είναι ικανό να το αναγάγει σε ραδιοφωνικό χιτ τους προσεχείς μήνες (κάτι που όλο και σπανιότερα γίνεται πλέον με τραγούδια του διαγωνισμού).
Ο ίδιος ο Alessandro Mahmood βέβαια είναι ένας πανέμορφος 27χρονος, γεννημένος στο Μιλάνο, με μητέρα από τη Σαρδηνία και πατέρα από την Αίγυπτο. Μεγαλωμένος από τη μητέρα του, όταν ο πατέρας του τους εγκατέλειψε στα 5 του χρόνια, δεν ξέρει γρι αραβικά, μόνο σκόρπιες λέξεις που θυμάται από εκείνον, αλλά οι ρίζες του και μόνο εξυπηρετούν μια χαρά όλη την παραπάνω αφήγηση. Εξάλλου, το τραγούδι είναι αυτοβιογραφικό και περιγράφει την προσωπική του εμπειρία στις διαφορετικές πολιτιστικές καταβολές.
Εν τω μεταξύ, τα κίτρινα ιταλικά μίντια αναζητούν αν είναι γκέι («Ιταλο-Αιγύπτιος και γκέι, σκέψου πόσο χαρούμενος είναι ο Σαλβίνι» έχει γραφτεί στα social media τη βραδιά της επικράτησής του στο Sanremo), ο ίδιος δηλώνει πως το δημόσιο coming out και οι ταμπέλες δεν εξυπηρετούν κάπου, ωστόσο σπεύδει να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων σε Ιταλία και Αίγυπτο. Το δε στυλ και η αισθητική του στο βίντεο κλιπ και τις live εμφανίσεις του στο Sanremo είναι η επιτομή του street fashion – επιτέλους, η αντίπερα όχθη του εξόφθαλμου κιτς που έχουμε συνηθίσει στη Eurovision.
Φοράει Raf Simons, Dries Van Noten, Balenciaga και στον τελικό του ιταλικού διαγωνισμού εμφανίστηκε με ένα απίστευτο oversized παντελόνι από τον Rick Owens. Όλα τα παραπάνω στοιχεία φαντάζομαι θα προωθηθούν δυνατά τη βραδιά του τελικού. Dodici punti, λοιπόν, στην πιο ολοκληρωμένη φετινή πρόταση, τέταρτη στα στοιχήματα αυτή τη στιγμή, με συνεχώς ανοδικές τάσεις και περισσότερα από 65 εκατομμύρια views στο YouTube, μια «ωδή στην πολιτιστική ενσωμάτωση» που εξυπηρετεί ταμάμ το γεωπολιτικό παιχνίδι της Eurovision – και καλή τύχη στην Κατερίνα Ντούσκα και την Τάμτα, δύο αξιόλογες συμμετοχές.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!