Ο Κατσαντώνης σκοτώνει τον Βελή Γκέκα.
(«Ο ήρωας Κατσαντώνης», έργο του Σωτηρίου Χρηστίδη)
Απο τις πιο θρυλικές, τις ηρωικές µoρφές του Κλεφταρµατωλισµού, είναι ο Κατσαντώνης. Είναι από τις µεγάλες εκείνες φυσιογνωµίες, που µε την παλληκαριά τους, προετοίµασαν την Εθνεγερσία του 1821. Χρόνια να πολεµάει τους Τούρκους, να γίνεται σύμβολο ελπίδας, να αναφτερώνη τη λαχτάρα της ελευθερίας και τελικά να πεθαίνη σαν µάρτυρας, κοντά σαράντα χρόνων, πάνω στον ανθό της λεβέντικης νιότης του, δώδεκα χρόνια πριν ξεσηκωθή η Ελλάδα ολόκληρη µε το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος».
Από οικογένεια βλάχικη, γεννηµένος και µεγαλωµένος στα βουνά των Αγράφων, συνέδεσε τ’ όνοµά του µε τον θρύλο, την παράδοση, το δηµοτικό τραγούδι. Μέσα από τον αχό του κλέφτικου τραγουδιού και την τοπική παράδοση, τον παρουσιάζουµε στο σύντοµο αυτό µελέτηµα, ελάχιστη προσφορά τιµής στο θρυλικό κι ευεργετικό για τη λευτεριά της πατρίδος, έργο του.
Ο Φωριέλ, στη συλλογή των Ελληνικών Δηµοτικών τραγουδιών προλογίζovτας το τραγούδι για το θάνατο του Βελή Γκέκα, που είναι κι αυτος από τις Παλληκαριές του Κατσαντώνη, γράφει για τον δοξασµένο καπετάνιο των Αγράφων: «Εκτός τoυ μη επιβλητικoύ παρoυσιαστικoύ του, ο Κατσαντώνης διέθετε όλα τα χαρίσµατα δια να καταστεί ένας φοβερός κλέφτης. Ήτο γενναίος µέχρι θρασύτητoς, εξαιρετικά ευκίνητος, ελαφρόσωµος και με πανούργον πνεύµα εγνώριζε θαυμασίως όλον τον λαβύρινθον των ιδικών του ορέων και έθερµαίνετο από το αίσθημα της αντεκδικήσεως.
Ο Αλή πασάς, εις τον οποίον εντός ολίγου χρόνου επροκάλεσε µεγάλας ζηµίας, απέστειλε εναντίoν του επανειληµµένως πολυάριθµα σώµατα πολιτοφυλάκων, τα οποία απέτυχον πάντοτε εις την καταδίωξήν του. Άλλoτε ο τολµηρός Κατσαντώνης τους απωθούσε βιαίως, άλλοτε τους διέφευγε και, θαυµαστήν τύχην η δια στρατηγηµάτων, δια τα οποία εξεπλήσσοντο και οι εχθροί του, και τα παλληκάρια του». (Φωριέλ: Ελληνικά δηµοτικά τραγούδια, 1956, σ. 135). Και το τραγούδι όπως πρώτος το παρουσίασε ο Φωριέλ, στη συλλογή του, πoυ εξεδόθη στο Παρίσι το 1824.
«Στις δέκαπέντε του Μαγιού, στις εικοσι του μήνα
ο Βελή Γκέκας κίνησε να, πάη στον Κατσαντώνη•
Επάτησε κ’ εκόνεψε σ’ ενού παπά το σπίτι.
— Παπά, ψωμί, παπα, κρασί, να πιουν τα παλληκάρια.
Κ’ εκεί που ‘τρωγε κ’ επινε, εκεί που ωμιλούσε
μαύρα μαντάτα του ‘ρθανε από τον Κατσαντώνη
Στα γόνατα γονάτισε, «Γραμματικέ» φωνάζει,
τα παλληκάρια σύναξε κι όλο τον ταϊφά μου.
‘Εγω πηγαίνω εμπροστά, στην κρύα τη βρυσούλα.
Ο Κατσαντώνης φώναξεν από το μετερίζι.
— Δεν είν’ έδώ τα, Γιάννινα, δεν είναι οι ραγιάδες,
για να τους ψένης σαν τραγιά σαν τα παχιά κριάρια.
Εδώ ‘ναι τα, ψηλά βουνά, και κλέφτικα τουφέκια,
Τρία τουφέκια τόδωσαν, τα, τρί’ αράδ’ αράδα,
τό ‘να τον πήρε ξώδερμα και τ’ άλλο στο κεφάλι,
το τρίτο το φαρμακερό, τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα τ’ αίμα γέμισε, τα χείλη του φαρμάκι».
Tην παλληκαριά, του Κατσαντώνη, που ο «’Ελληνικος λαός —καθώς γράφει ο Π. Σπανδωνίδης στη μελέτη του «Οι κλεφταρματωλοί και τα τραγούδια τους» (1963) τον θεώρησε σαν τον κατ’ εξοχή φορέα της αδιάλλακτης ελεύθερης ζωής και τον τραγούδησε πολύ, θα την εξύμνηση ή λαϊκή μας Μούσα σε πολλούς στίχους. Χαρακτηριστικό είναι τό παρακάτω απόσπασμα από περιγραφή μάχης του με τους Τούρκους:
«O Κατσαντώνης χούγιαζε από το μετερίζι
— Ας έρχοντ’ οι παλιότουρκοι κ’ εμείς τους καρτερούμε.
Εδώ ν’ τ’ Αντώνη το σπαθί, του δίπλα το νταλιάνι.
Και το γιουρούσι έκαναν με τα σπαθιά στα χέρια.
Παίρνουν τους Τούρκους ομπροστά σα βουκολογελάδια,
σαν την κοπή τα πρόβατα, σαν την κοπή τα γίδια.
Διακόσιους Τούρκους σκότωσαν κ’ εξήντα λαβωμένους».
Αρκετά είναι τά δημοτικά τραγούδια που εξυμνούν την λεβεντιά και την εξυπνάδα του Κατσαντώνη. Υπάρχουν ωστόσο και τα πικρά, άλλα πάντα ηρωικά, εκείνα που αναφέρονται στο μαρτυρικό του θάνατο, στη σύλληψή του στη σπηλιά που βρισκόταν άρρωστος βαριά, τον αποχωρισμό από τους συμπολεμιστές και τα κατατόπια του, την θυσία για να στερεωθή βαθιά το μπουμπουκιασμένο δέντρο της ελευθερίας. Για κάποιο όνειρό του, σαν βρισκόταν άρρωστος στη σπηλιά, μιλάει το παρακάτω τραγούδι:
«Εψές είδα στον ύπνο μου, είδα και στ’ όνειρό μου,
θολό ποτάμι διάβαινα, θολό κατεβασμένο.
Ουδέ και πέρα πέρασα, oυδέ και δώθε βγήκα.
Μούπεσε το φεσάκι μου κ’ η φούντα του σπαθιού μου.
Βλέπω δυο λάφια πούβοσκαν σε μια στενή σωκήπα,
κι ο κυνηγός τα βίγλιζεν από ψηλή ραχούλα…»
Το επόμενο αναφέρεται στη σύλληψή του και την μεταφορά του στα Γιάννενα, όπου ο Αλη πασάς τον θανάτωσε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τον αδελφό του Γιώργο Χασιώτη:
«Τρίτη – Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, να μή ‘χε ξημερώσει.
Τον Κατσαντώνη πιάσανε πέντε χιλιάδες Τούρκοι,
χίλιοι τον παν’ από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω.
Ό Κατσαντώνης φώναξε, ο Κατσαντώνης λέει:
— Τούρκοι, βαστάτε τ’ άλογο, λίγο να ξανασάνω,
να χαιρετήσω τα βουνά και τις ψηλές ραχούλες
και να σφουρίξω κλέφτικα ν’ ακούσουν τα λημέρια,
ν’ αφήσω διάτα στά παιδιά, στον Κώστα Λεπενιώτη…».
Ολοζώντανη στέκεται η μνήμη του πάνω στα πανύψηλα βουνά και τα φαράγγια των Αγράφων και ο αχός της παλληκαριάς του ανταμώνει με τα τραγούδια των τσοπάνηδων, με τους γραφικούς αντίλαλους των κοπαδιών, με τις μελωδίες των πουλιών.
Ο λαογράφος Δημήτρης Αρυκόπουλος, που πέρασε το 192S από τα μέρη που πολέμησε και δοξάστηκε ο Κατσαντώνης, μας διέσωσε αρκετές τοπικές λαϊκές μαρτυρίες για τον ήρωα, έτσι καθώς περνούσαν από τους παλιούς στους νεώτερους. Μαρτυρίες που ξεκινούσαν από τα θρυλικά χρόνια που ο Κατσαντώνης με τα παλληκάρια του ήταν ο τρόμος των Τούρκων. Από το βιβλίο του «Στα βουνά του Κατσαντώνη» ανθολογούμε μερικές απ’ αυτές: «Νουνό του είχε ο Αντώνης το Δίπλα, που πριν απ’ αυτόν ήταν καπετάνιος στ’ Αγραφα. Είχε περάσει τάχα στο Γατζουδέϊκο φρετζατο, (οι ντόπιοι λένε πώς ο Κατσαντώνης λεγόταν Γατζούδης) είδε το όμορφο παιδάκι, το ζήτησε και το βάφτισε. Όταν μεγάλωσε, ο βαφτιστικός είπε στο νουνό του μια μέρα ότι θέλει κι αυτός να γίνη κλέφτης.
Ο Δίπλας παρακάλεσε τον κουμπάρο ν’ αφήση τον ανάδεχτό του να τον πάρη μαζί του.
— Άφησε, λέει εκείνος, να ιδρώση πρώτα το μουστάκι του, κ’ ύστερα τον παίρνεις.
Τό παιδί όμως, αν και μικρό δεν άκουε από τέτοια.
— Θα πάω κλέφτης! έλεγε.
— Κάτσε, Αντώνη μου. Κάτσε Αντώνη μου, έκανε ο πατέρας του. Απ’ αυτό του κάθησε καί το «Κατσαντώνης».
Κ’ έγινε πρωτοπαλλήκαρο του Δίπλα, ας ήταν και μικρός ακόμα. Ύστερώτερα πήρε και το καπετανλίκι, κι αντατρόμαξε απ’ αυτόν η Τουρκιά. Στη μάχη του Προσηλιάκου πολέμησε κι ο νουνός του ο Δίπλας, αλλά οι Τούρκοι μόνον αυτόν γνώριζαν για οχτρό, πού να λογαριάσουν το Δίπλα μπρος στον τρομερό κλέφτη!
θάματα καί πράματα είχε κάμει ο Κατσαντώνης. Νά: Ενας καπετάνος Τούρκος κάποτε τον κυνηγούσε με τ’ ασκέρι του. Μα κι ο Κατσαντώνης φρόντισε με το δικό του τ’ ασκέρι, καί τον έζωσε κάπου. Άφησε έπειτα, τα παλληκάρια του να πολεμούν τους Τούρκους, κι αυτός πήρε από κοντά στο κυνηγητό τον Τούρκο καπετάνιο. Σάν κατάλαβε στριμούρα ο Αγάς, έλεε πως μπορεί να τον γλυτώσουν τα λεπτά του! Βγάνει λοιπόν μια σακκούλα γεμάτη φλωριά και την έρριξε κάτω. Πού να σκύψη όμως ο Κατσαντώνης να την πάρη! Αυτός κοίταζε μόνο τον εχθρό πώς να ξεκάνη!
«Έ! είπε τότε κείνος, τα χρήματα τα περιφρονεί, δε θα περιφρονήση όμως και τ’ άρματα!». Βγάνει απ’ το σελάχι του τα φλωροκαπνισμένα ασημένια άρματά του και τα πετάει κάτω, με την ελπίδα πως θα σκύψη ο Κατσαντώνης να τα πάρη. Μα κι άπ’ αυτά δεν ξιππάστηκε ο τρομερός κλέφτης. Ακόμα περισσότερο έτρεχε από κοντά του να τον πιάση. Και τόν έλαβε στα χέρια.
— Τι θέλεις να σου δώσω, λέει ο Τούρκος καπετάνιος, για να μου χαρίσης τη ζωή;
— Όλα τα πλούτη του κόσμου αν δώσης, ζωή δε χαρίζω. Αλλά μάθε πως μόνο παλληκαρίσια θέλω να σου την πάρω. Πάρε τ’ άρματά σου! Θα πολεμήσουμε οι δυό μας! Κ’ είτε θα μου πάρης είτε θα σου πάρω το κεφάλι! Έτσι κάνουν τα παλληκάρια κι όχι απιστίες, όπως ο αφέντης σου, ο Άλήπασας.
Πήρε τότε ο Τούρκος τ’ άρματά του πάλι μα που να τολμήση να σηκώση χέρι πάνω στον Κατσαντώνη! Τόδωσε κι εκείνος μια και τον σκότωσε παλληκαρίσια».
Αλλά και σ’ ένα άλλο του βιβλίο ο Λουκόπουλος, «Στ’ Αγραφα», θα συγκεντρώση χαρακτηριστικές μαρτυρίες για τον Κατσαντώνη, γραμμένες όπως του τις αφηγήθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής: «Ο Κατσαντώνης ήταν μέτριος άνθρωπος στο ανάστημα, κοντός και γιομάτος, αλλά παλληκάρι, δε γένεται άλλο. Είχε το πρόσωπο μελαψό». Κι ο Λουκόπουλος, έτσι καθώς γεμίζει την καρδιά του από τον παλιό το θρύλο θα πεί:
«Ακούοντας αυτούς τους θρύλους, φανταζόμουν πως μπορεί να ιδώ τον Κατσαντώνη να προβάλλη από κάπου. Οι λαγγαδιές, οι ράχες ολόγυρα, ο Αϊ-Γιάννης από πέρα, τα ψηλά βουνά παραπάνω, είναι τα ακόμα, ήταν οι σύντροφοί του οι παντοτεινοί, όσο ζούσε. Ακουσαν τα τραγούδια του, είδαν τη λεβεντιά του, αυτά χαιρέτησε και τελευταία με τις τρείς τουφεκιές του. Πέθανε αυτός και πάει, αλλά τ’ ονομά του δεν πεθαίνει σε τούτα τα μέρη, τον ζωντανεύει κάθε στόμα, όπου κι αν πας, όπου κι αν σταθής. Σου δείχνουν τα λημέρια του, πού πήδησε, πού βάρεσε τον δείνα ντερβέναγα, πού τούτο, πού τ’ άλλο. Σε ποιό σπίτι έπαιρνε ψωμί, ποιόν είχε φίλο, ποιόν εχθρό, σε ποια βρύση έπαιρνε νερό, ποιες στράτες διάβαινε. Πώς να φαντασθής πως δεν ζή!».
Κι αληθινά, έτσι καθώς λέει ο Λουκόπουλος, παντού υπάρχει ο αέρας της παλληκαριάς του, ιστορική μνήμη και παράδοσι. Και θα υπάρχη πάντα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΜΕΛΟΣ
ΣΗΜ.: Διατηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα.
ΑΠΟ ΤΑ “ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΕΩΡΑ” ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΤΑΓΕΑ (ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ”)
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!