Τον 2ο αιώνα η Ελλάδα υπήρξε χώρα αποστολής μεταναστών. Η εξωτερική μετανάστευση των Ελλήνων παρουσιάζει περισσότερες ομοιότητες με την πρόσφατη εισροή ξένων εργατών στη χώρα μας από όσες θέλει μερίδα της ελληνικής κοινωνίας να παραδεχθεί, ενώ βέβαια δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τα ιδεολογήματα της συνέχειας και της φυσικής ροπής του Έλληνα προς την αποδημία.
Η μεταναστευτική ροή Ελλήνων προς τις ΗΠΑ που ξεκίνησε γύρω στο 1890 διαφοροποιείται από παλαιότερες μετακινήσεις προς ελληνικές παροικίες της διασποράς ως προς τα αίτια που την προκάλεσαν, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των μεταναστών και ως προς τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που αντιμετώπισαν στους τόπους εγκατάστασης. Το μεταναστευτικό αυτό ρεύμα προς τις ΗΠΑ και εκείνο των δεκαετιών του 1950 και 1960 προς την Αυστραλία και τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης εντάσσονται στο ευρύτερο φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών από χώρες με αγροτική οικονομία σε κράτη με ισχυρό και επεκτεινόμενο δευτερογενή τομέα, το οποίο σχετίζεται με την άνιση οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη.
Οι μεταναστεύσεις Ελλήνων προς τις υπερπόντιες ή τις βορειοευρωπαϊκές χώρες προκλήθηκαν από τη δράση και την αλληλεπίδραση πολλών παραγόντων, οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν: πρώτον, η αποδιοργάνωση της παραδοσιακής αγροτικής οικονομίας της χώρας με την αυξανόμενη ένταξη της γεωργικής παραγωγής των μικρού μεγέθους αγροτικών κλήρων στην οικονομία της αγοράς σε συνάρτηση με την αδυναμία απορρόφησης εργατικών χεριών από τη βιομηχανία, δεύτερον, οι ανάγκες σε εργατικό δυναμικό που δημιουργήθηκαν με τη βιομηχανική ανάπτυξη των κρατών υποδοχής που παρείχαν δυνατότητες εύρεσης εργασίας και ευκαιρίες για αύξηση των εισοδημάτων, τρίτον, η πληροφόρηση, οι προσδοκίες και οι στρατηγικές των ίδιων των μεταναστών και των οικογενειών τους. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν βέβαια και η σταφιδική κρίση στα τέλη του 19ου αιώνα, η Κατοχή και ο Εμφύλιος στον 20ο αιώνα αλλά και η βελτίωση των συνθηκών της μετακίνησης και οι μύθοι που διαδόθηκαν για τις κοινωνίες υποδοχής.
Σε απόλυτα μεγέθη οι έλληνες μετανάστες ήταν ολιγάριθμοι αναλογικά ωστόσο με τον πληθυσμό της χώρας, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των κρατών με τα σημαντικότερα μεταναστευτικά ρεύματα. Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο κύριος προορισμός των μεταναστών ήταν οι ΗΠΑ. Η μεγαλύτερη ροή μεταναστών σημειώθηκε από το 1900 ως το 1917, περίοδο κατά την οποία 450.000 Ελληνες εισήλθαν στη χώρα αυτή. Η μετακίνηση συνεχίστηκε, με μειωμένους πάντως ρυθμούς, ως το 1924 οπότε θεσμοθετήθηκαν στις ΗΠΑ μέτρα για τον περιορισμό των μεταναστών από τις χώρες της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης. Το μεταπολεμικό μεταναστευτικό ρεύμα ήταν πολύ πιο μαζικό, κάλυψε το 72% της συνολικής εξωτερικής μετανάστευσης μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, οι μετανάστες από το 1946 ως το 1977 ήταν περίπου 1.000.000. Πρόκειται για μια πρωτοφανή κινητικότητα που αφορούσε σχεδόν ένα άτομο στα οκτώ. Το 61% των μεταπολεμικών μεταναστών κινήθηκε προς τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης και κυρίως προς τη Δυτική Γερμανία, 160.000 περίπου εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία, 135.000 στις ΗΠΑ, 100.000 στον Καναδά και οι υπόλοιποι σε άλλες υπερπόντιες χώρες. Από το σύνολο των ελλήνων μεταναστών του 20ού αιώνα υπολογίζεται ότι το 40% περίπου επέστρεψε στην Ελλάδα.
Προπολεμικά οι περισσότεροι μετανάστες κατάγονταν από την Πελοπόννησο, τα νησιά και τη Στερεά Ελλάδα. Μεταπολεμικά οι περιοχές που γνώρισαν τα μεγαλύτερα ποσοστά εξωτερικής μετανάστευσης ήταν στη Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία, Ηπειρος και Θράκη). Οι αρχικοί μετανάστες ήταν και προπολεμικά και μεταπολεμικά νέοι άνδρες από αγροτικές οικογένειες, οι οποίοι έφευγαν πιστεύοντας ότι θα επιστρέψουν μετά από μερικά χρόνια έχοντας βοηθήσει την οικογένεια τους να επιβιώσει και έχοντας αποκτήσει ένα κεφάλαιο. Σταδιακά όμως λόγω της παράτασης του χρόνου διαμονής τους, αλλά και της ανάγκης να εργάζονται περισσότερα μέλη μιας οικογένειας για την επίτευξη του στόχου της αποταμίευσης, άρχισαν να μετακινούνται και έγγαμες γυναίκες συνοδευόμενες συχνά από τα παιδιά τους. Σε αρκετές περιπτώσεις πάντως -ιδιαίτερα όταν το ευνοούσε η αγορά εργασίας- μετακινήθηκαν γυναίκες με δικό τους μεταναστευτικό σχέδιο.
Παρά τις ομοιότητες, υπήρχαν και σημαντικές διαφορές μεταξύ των μεταναστευτικών ρευμάτων του 20ού αιώνα. Έτσι, για παράδειγμα, η μετανάστευση προς τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης από το 1945 ως το 1974, πολύ περισσότερο από τις μετακινήσεις προς άλλες ηπείρους και σε άλλες περιόδους, υπόκειτο σε μια οργανωμένη πολιτική εισαγωγής εργατικής δύναμης. Οι περισσότεροι μετανάστες κατευθύνθηκαν προς τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες έχοντας ήδη μια ετήσια ανανεούμενη σύμβαση εργασίας στο χέρι, αφού έφευγαν μετά την υπογραφή συμφωνιών ανάμεσα στις ελληνικές κυβερνήσεις και στις χώρες υποδοχής που όριζαν τις αμοιβαίες υποχρεώσεις των κρατών καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ξένων εργατών.
Η μετανάστευση αποτελούσε πάντως σε όλες τις περιπτώσεις μια επώδυνη εμπειρία με πολλούς κινδύνους. Για να μειώσουν τους κινδύνους και την ανασφάλεια οι -στερημένοι οικονομικών πόρων και μόρφωσης- μετανάστες στηρίχτηκαν στο μοναδικό «κεφάλαιο» που διέθεταν, δηλαδή στα συγγενικά και τοπικά δίκτυα.
Τα δίκτυα παρείχαν τις απαραίτητες πληροφορίες και πολλές πρακτικές διευκολύνσεις, καθόριζαν συχνά τον τόπο εγκατάστασης, φρόντιζαν για την εξεύρεση κατοικίας και εργασίας, προσέφεραν υλική και ηθική στήριξη.
Για τη μεγάλη πλειονότητα των μεταναστών η εγκατάσταση σε αστικό κέντρο και η είσοδος στη μισθωτή εργασία πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα με τη μετακίνησή τους προς μια ξένη χώρα. Στους περισσότερους τόπους εγκατάστασης οι μετανάστες εργάστηκαν ως ανειδίκευτοι εργάτες σε βιομηχανίες, ορυχεία ή σιδηροδρόμους, εντάχθηκαν δηλαδή, αρχικά τουλάχιστον, στην εργατική τάξη. Άλλοι έγιναν πλανόδιοι λιανέμποροι ή υπάλληλοι σε επιχειρήσεις. Λίγοι ήταν αυτοί που κατόρθωσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να ανοίξουν τη δική τους μικροεπιχείρηση -εστιατόρια, καφενεία, μπακάλικα, μικρά ξενοδοχεία κ.τ.λ., όπου συχνά εργαζόταν όλη η οικογένεια με σκληρά ωράρια. Συνήθως η είσοδος στον κόσμο των μικροεπιχειρηματιών -που αποτελούσε και τον μοναδικό σχεδόν τρόπο κοινωνικής ανόδου- ήταν καρπός μακρόχρονης σκληρής εργασίας και μιας ζωής γεμάτης στερήσεις. Σε ορισμένες χώρες εμφανίστηκε πάντως σύντομα -χάρη σε συγκεκριμένες ευνοϊκές οικονομικές συγκυρίες- μια μεσαία τάξη στο εσωτερικό των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Κάποια από τα παιδιά των μεταναστών ξέφυγαν από την κοινωνική μοίρα των γονέων τους ακολουθώντας τον δρόμο της επαγγελματικής κατάρτισης και της μόρφωσης. Οι διαφορές όμως ανάμεσα στις κοινότητες του εξωτερικού είναι τόσο μεγάλες στο ζήτημα της κοινωνικής ανόδου όπως και σε πολλά άλλα, ώστε κάθε προσπάθεια γενίκευσης να είναι αυθαίρετη.
Οι έλληνες μετανάστες -όπως και άλλοι ξένοι- αντιμετώπισαν την εχθρικότητα και τις προκαταλήψεις των γηγενών ή των παλαιότερων μεταναστών και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και εκτεταμένες βίαιες ενέργειες εναντίον τους. Για να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες που δημιουργούσαν το εχθρικό περιβάλλον και ο γλωσσικός αποκλεισμός, για να ικανοποήσουν τις ανάγκες της καθημερινότητας (βαφτίσεις, γάμους, κηδείες), αλλά και για να αποκτήσουν χώρους κοινωνικής συναναστροφής, οι μετανάστες οργανώθηκαν σε κοινότητες και σωματεία και φρόντισαν για τη λειτουργία εκκλησιών. Σύντομα στο εσωτερικό των κοινοτήτων εμφανίστηκαν ποικίλες συγκρούσεις για τον έλεγχό τους και τον καθορισμό της μελλοντικής πολιτικής τους: συγκρούσεις μεταξύ λαϊκών και κληρικών, παλαιότερων και πρόσφατων μεταναστών, ομάδων με αντιπαρατιθέμενες πολιτικές θέσεις και ιδεολογίες ή με αποκλίνουσες στρατηγικές ως προς τις σχέσεις που επεδίωκαν να καλλιεργήσουν με την κοινωνία υποδοχής.
Σε πολλές περιπτώσεις οι ελληνικές κυβερνήσεις -με δεδομένη την πεποίθηση ότι οι κοινότητες αποτελούσαν προέκταση της ελληνικής επικράτειας- και παράγοντες της Εκκλησίας της Ελλάδος ή του Πατριαρχείου παρενέβαιναν στη ζωή των κοινοτήτων με στόχο να τις ελέγξουν και να επηρεάσουν πολιτικά τους μετανάστες.
Τα πρώτα χρόνια όλοι σχεδόν οι μετανάστες πίστευαν ότι η παραμονή τους στο εξωτερικό θα ήταν προσωρινή, κατέβαλλαν λοιπόν προσπάθειες να διατηρήσουν την ταυτότητα τους οι ίδιοι και κυρίως τα παιδιά τους. Με τον χρόνο όμως επήλθαν τεράστιες μεταβολές στην ταυτότητα των ιδίων και των απογόνων τους. Αλλά και οι αυτοπροσδιορισμοί της κοινωνίας από την οποία κατάγονταν οι μετανάστες μετασχηματίσθηκαν. Το περιεχόμενο και το νόημα της ελληνικότητας άλλαξε στις κοινότητες του εξωτερικού όπως και στην Ελλάδα. Οι ταυτότητες και οι πολιτισμοί δεν είναι αμετάβλητες «ουσίες» με σταθερή αξία που οφείλουν οι άνθρωποι να διαιωνίζουν, αλλά δυναμικές που μεταβάλλονται μέσα από τη διαπλοκή των διεθνών σχέσεων, των κοινωνικών συγκρούσεων, των διαντιδράσεων μεταξύ των πολιτισμικών συστημάτων και των στρατηγικών των κοινωνικών υποκειμένων. Η διαπίστωση αυτή αποκτά καίρια σημασία σήμερα που η Ελλάδα έχει μετατραπεί από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών.
ΛΙΝΑ ΒΕΝΤΟΥΡΑ – Καθηγήτρια του Παν/μίου Θράκης
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ” / ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΕΩΡΑ / ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΤΑΓΕΑΣ
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!