Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί τη βάση της χριστιανικής πίστεως. Αν δεν πιστεύει κάποιος στην Ανάσταση δεν είναι χριστιανός. Είναι σαφής ο λόγος του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, που έγραψε στους Κορινθίους: «Αν κηρύττουμε ότι ο Χριστός έχει αναστηθεί, πώς μερικοί ανάμεσά μας ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών; Αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθεί. Κι αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε το κήρυγμά μας είναι χωρίς νόημα, το ίδιο και η πίστη σας. Κι ακόμη παρουσιαζόμαστε ψευδομάρτυρες απέναντι στο Θεό, αφού είπαμε γι’ αυτόν ότι ανέστησε τον Χριστό, ενώ δεν τον ανέστησε… (αν δεν υπάρχει Ανάσταση), πρέπει να συμπεράνει κανείς ότι οι χριστιανοί που πέθαναν έχουν χαθεί. Αν η χριστιανική ελπίδα μας περιορίζεται μόνο σ’ αυτή τη ζωή, τότε είμαστε οι πιο αξιοθρήνητοι από όλους τους ανθρώπους». Α Κορ. ιε’ 12 κ.ε.).
Για το Χριστιανό η Ανάσταση του Χριστού μεταμoρφώνει το χοϊκό άνθρωπο σε πρόσωπο ανεκτίμητης αξίας, ένα δημιούργημα του Θεού, που έχει κατακτήσει την αιωνιότητα. Αν δεν πιστεύει στην Ανάσταση οφείλει να παραδέχεται ότι είναι ένα άτομο που τυχαία βρέθηκε σ’ αυτον τον κόκκο του Σύμπαντος που λέγεται πλανήτης Γη.
Ακόμη οι ανθρωπιστικές αξίες γίνονται παραδεκτές από τους αρνητές της Ανάστασης όχι γιατί εκφράζουν μεταφυσικές αλήθειες, αλλά από συμφέρον. Γιατί έτσι πιστεύουν ότι εξασφαλίζονται οι ομαλές συνθήκες ανάπτυξης και κοινωνικής γαλήνης. Όμως τα κατασκευάσματα των κατά καιρούς ορθολογιστών – ουμανιστών είναι κάτω από το εξαίρετο περιτύλιγμά τους γεμάτα από συμβιβασμούς, αδικίες, βία, υποκρισία. Διότι σ’ αυτά κυριαρχούν όλα τα άλλα συναισθήματα ή υπάρχουν οι πιο περίπλοκοι «λογικοί» υπολογισμοί, εκτός από την απλούστερη αλλά ταυτοχρόνως και δυσκολότερη αξία, που είναι η έμπρακτη αγάπη.
Είναι παρανοϊκό αλλά συμβαίνει. Συνήθως ο άνθρωπος που δεν πιστεύει στην Ανάσταση, ο υλιστής και ορθολογιστής, συμπεριφέρεται ως κατέχων την αιωνιότητα σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο!… Δεν σκέπτεται ποτέ το θάνατο, αν και είναι κάτι το απολύτως βέβαιο, αποφεύγει να παραστεί σε κηδεία, να δει πεθαμένο, να επισκεφθεί ένα βαριά άρρωστο σε νοσοκομείο… Αγωνίζεται μέχρι τα βαθιά του γεράματα για να αποκτήσει δόξα και πλούτη, να ανέβει κοινωνικά, να επιβάλει την άποψή του, να απολαύσει την αναγνώριση, να ευχαριστηθεί, όπως εκείνος νομίζει και όσο γίνεται περισσότερο τη ζωή, που όμως κάποια στιγμή θα τελειώσει…. Η ηλικία προχωρεί, η ασθένεια (η έλλειψη δηλαδή σθένους, δυνάμεως) μεγαλώνει, οι δυνατότητες υποχωρούν αλλά αυτός εκεί, στην ψευδαίσθηση. Την ώρα που φεύγει η ζωή από τα πόδια του, εκείνος εξακολουθεί να ζει αυτόματα, χωρίς σκέψη, χωρίς προβληματισμό, χωρίς οράματα και για τους σκεπτόμενους υλιστές χωρίς εξήγηση, χωρίς διέξοδο, χωρίς ελπίδα.
Γιατί είναι και οι υλιστές διανοούμενοι της εποχής, που αρνούνται την Ανάσταση. Είναι οι αυτοαποκαλούμενοι και αυτολιβανιζόμενοι ως οι «μοντέρνοι», οι «φωτισμένοι», αυτοί που θεωρούν ότι αποτελούν το εποικοδόμημα της κοινωνίας και που θέλουν να υπαγορεύουν τη θέληση ή τη σκέψη τους στο λαό, που βαθύτατα περιφρονούν. Είναι μια συγκροτημένη ομάδα, που τα μέλη της έχουν μεταξύ τους περισσή αλλυλεγγύη. Βρίσκονται στο απυρόβλητο της κοινωνίας και είναι τοποθετημένοι πίσω από τους φακούς. Στο βεληνεκές τους και στο ανακριτικό τους φως βρίσκονται οι ιδεολογικοί ή άλλοι αντίπαλοί τους, οι «εχθροί» τους, που απλουστευτικά τους ονομάζουν «σκοταδιστές» και «εχθρούς του λαού». Κάνουν έντονη κριτική σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο αλλά δεν δίνουν λύσεις, δεν έχουν προτάσεις ζωής, αφού και οι ίδιοι δεν τις έχουν ανακαλύψει… Προσφέρουν μόνο άρνηση, καμία θέση. Επιδιώκουν το γκρέμισμα αξιών αιώνων και δεν έχουν να πουν τι πιστεύουν ότι θα πρέπει να κατασκευαστεί στη θέση των αξιών αυτών.
Από την άλλη πλευρά, ο άνθρωπος που πιστεύει στην Ανάσταση είναι χαρούμενος, συμμετέχει στη Δημιουργία, βιώνει την ανθρωπότητα και αξιολογεί τις ενέργειές του με βάση την αιωνιότητα και την προσωρινότητα του παρόντος βίου. Είναι χαρακτηριστικός ο Ειρμός της Α’ Ωδής του Κανόνα της Αναστάσεως: «Αναστάσεως ημέρα! λαμπρυνθώμεν λαοί, πάσχα Κυρίου πάσχα. Εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν Χριστός ο Θεός ημάς διεβίβασεν, επινίκιον άδοντας». Δηλαδή ο υμνωδός καλεί όσους πιστεύουν στην Ανάσταση να γίνουν λαμπροί και να ακτινοβολούν διότι είναι πάσχα, δηλαδή η διάβαση του ανθρώπου από τον θάνατο στη ζωή και από τη γη στον ουρανό. Όπως είναι γνωστό «πάσχα» σημαίνει διάβαση και στους Εβραίους εορτάζεται σε ανάμνηση της διάβασης των προγόνων τους διαμέσου της Ερυθράς Θαλάσσης από την Αίγυπτο προς την έρημο του Σινά και από κει στη γη της επαγγελίας. Πάσχα, δηλαδή διάβαση, είναι για τους χριστιανούς η Ανάσταση του Χριστού, γιατί τους πέρασε από το θάνατο στη ζωή.
Το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως βιώθηκε όλους αυτούς τους είκοσι αιώνες από τους Χριστιανούς και έφτασε έως τις ημέρες μας. Βιώθηκε και από τους ποιητές μας, ως εκφραστές των μύχιων βιωμάτων του Γένους. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός να πώς περιγράφει την ημέρα της Λαμπρής στον «Λάμπρο»:
«Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,/ όλοι, μικρoί μεγάλοι, ετοιμαστείτε/μέσα στες εκκλησιές τες δαφνοφόρες με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε, ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες/ με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε ομπροστά στoυς αγίους και φιληθείτε,/ φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,/ πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι… ».
Και στο ποίημά του «Εις μοναχήν» ο εθνικός μας ποιητής έγραψε:
«… Χριστός ανέστη εψάλλανε/ με τα χρυσά τους χείλη,/ Χριστός Ανέστη εκάνανε κι αστράφτανε σαν ήλιοι/ και λόγια ετραγουδoύσανε/ εγκάρδια και θερμά…».
Διερωτώμαι τέτοιες σκηνές θα μπορούσε να περιγράψει ο Σολωμός αν επικρατούσε το, ουτοπιστικό ούτως ή άλλως, περιβάλλον των υλιστών διανοουμένων;
Στους Κολοσσαείς ο Πάυλος έγραψε τον εξής χαρμόσυνο ύμνο για το Χριστό:
« … Αυτός η κεφαλή του σώματος που είναι η Εκκλησία, αυτός αρχή της νέας ανθρωπότητας, από τους νεκρούς ο πρωταναστημένος, για να γίνει σε όλα εκείνος πρώτος. Γιατί μέσα σ’ εκείνον η θεότητα έστερξε ολάκερη να κατοικήσει κι όλα όσα στη γη κι όσα στον ουρανό μαζί της να συμφιλιώσει δι’ αυτού, που την ειρήνη έφερε με του Σταυρού το αίμα». (Κολ. α’, 13 κ.ε.).
Χαρμόσυνος είναι και ο άλλος ύμνος, της Ζ’ ωδής, στον όρθρο της Αναστάσεως:
«Θανάτoυ εoρτάζoμεν νέκρωσιν, άδου την Kαθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν και σκιρτώντες, υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον ευλογητόν των πατέρων, Θεόν και υπερένδοξον».
Υπάρχουν και πολλοί που εορτάζουν την Ανάσταση φολκλορικά, σαν κάποιο κοσμικό καρναβάλι, ή σαν ευκαιρία τουριστικής διαφήμισης του τόπου τους. Ορισμένοι μάλιστα κάνoυν και διαφήμιση των εθίμων της περιοχής τους, που μάλιστα διογκώνονται ή φτιασιδώνονται για την περίσταση. Όχι ότι όλα αυτά δεν είναι κατάλοιπα της ζωντάνιας και της χαράς του λαού μας, όπως έρχεται από την παράδοση. Αλλά δεν είναι μόνον τα έθιμα η Ανάσταση. Ή καλύτερα δεν είναι τα έθιμα η βίωση της Ανάστασης. Για να απολαύσει το πνευματικό πανηγύρι ο πιστός πρέπει, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, να είναι «ευσεβής και φιλόθεος» (δες τον κατηχητικό του λόγο που αναγιγνώσκεται στο τέλος της Αναστάσιμης λειτουργίας). Αν είναι τέτοιος δεν έχει καμία σημασία αν νήστεψε ή όχι και ποια ώρα προσήλθε στη χαρά της Αναστάσεως. Δικαιούται να απολαύσει την απελευθέρωσή του από το θάνατο. Ο μέγας πατήρ της Εκκλησίας μας προτρέπει:
«… Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως, πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν, εφάνη γαρ η κοινή Βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος…»