Κατάντικρυ στο σπίτι της Μαντώς, εκεί στη στροφή του δρόμου, ανατολικά, υψωνόταν περήφανος ο γρανιτένιος όγκος του τρανού αρχοντικού. Ασάλευτος, γιγάντιος, θεμελιωμένος γερά στο μικρό λοφίσκο, έστεκε κει χρόνια, κεντώντας με τη θωριά του τη ζήλεια των περαστικών, μα συντηρώντας πάντα μιαν άσβεστη ελπίδα στην οικογένεια της Μαντώς.
Επιβλητική η πρόσοψη τ’ αρχοντικού, με ψηλά αετώματα κι αγάλματα ήταν στολισμένη. Τεράστια η σιδερένια πόρτα του κήπου έμεινε πάντα κλειστή. Μ’ απ’ αυτά τα κάγκελά της μπορούσες να ιδής και να θαυμάσης τον ολοπράσινο κήπο με τα αιωνόβια δέντρα και τα ποικιλόσχημα συντριβάνια.
Τ’ αρχοντικό! Το «πυργόσπιτο», όπως άρεσε στη Μαντώ να τ’ονομάζη. Ανοίγοντας τα ματάκια της στη ζωή αυτό πρωτοαντίκρυσε. Μ’ ιστορίες για τ’ αρχοντικό τη νανούριζαν σαν την έβαζαν να πλαγιάση. Μα κι ολημερίς για κείνο της μιλούσανε. Πριν ακόμα συνειδητοποιήσει όσα έχουν σχέση με τον άνθρωπο, η Μαντώ, είχε νοιώσει πόσο δεμένοι ήταν οι δικοί της με το παρελθόν αυτού του γρανιτένιου όγκου, που την ίδια την τραβούσε σα μαγνήτης μα και τη γέμιζε δέος.
Της λέγανε λοιπόν για τον καιρό, π’ ανήκε στην οικογένειά τους κι εκεί μέσα είχαν ανθίσει η ομορφιά, τα πλούτη κι η δόξα! Ατέλειωτες ήταν για όλα τούτα οι διηγήσεις τους. Παραμύθι κι αλήθεια δένονταν σ’ αυτές, αξεχώριστα μεταξύ τους. Με περηφάνεια γεμάτη ως εδώ, η φωνή που τα διηγόταν. Έπειτα η ανάσα γινόταν βαρειά, η φωνή χαμήλωνε, η κουρτίνα της θλίψης έπεφτε στα μάτια. Κι άρχιζε η διήγηση για τους δύσκολους καιρούς… Για το μάταιο αγώνα να κρατήσουν οι πρόγονοι το τρανό αρχοντικό… Για το θάνατο του άρχοντα… Για το πέρασμα τ’ αρχοντικού στα ξένα χέρια…
Η Μαντώ ένοιωθε τότε μιαν απέραντη θλίψη. Λες και δεχόταν συμπυκνωμένο στην ψυχή της όλον τον πόνο των ανθρώπων της γενιάς της που περάσανε, έχοντας πάντα εκεί μπρος στα μάτια τους κάτι δικό τους κι ακριβό μας που δεν τ’ ορίζανε πια.
Έπειτα, ο τόνος της διήγησης ζωήρευε και πάλι. Η ατμόσφαιρα λες κι εγέμιζε ελπίδα.
— Θα γίνη, όμως, πάλι δικό μας τ’ αρχοντικό. Μας ανήκει το μέλλον του… της λέγανε.
— Μα πώς; αναρωτιόταν απορρημένη εκείνη.
— Σα θάρθη ο Νικηφόρος… Σα θα γυρίση από κει μακρυά που έχει πάει. Θαν’ όμορφος, ψηλός, κυπαρισένιος! Περήφανος κι αποφασιστικός! Εσείς οι δυο σα σμίξετε θα μπήτε αφεντικά στ’ αρχοντικό…
Θ’ αναγαλλιάσουν, τότε, οι πεθαμένοι μας! Κι οι ψυχές των όσων δικών μας καρτέραγαν τη μέρα που θα περνούσαν το κατώφλι του, θα σας συντροφεύουν με τις ευχές τους.
Και τότε η γενιά μας θα τρανέψη και πάλι, γιατί είναι γραφτό…
Το παραμύθι τούτο τ’ ακουγε συνεχώς η Μαντώ. Κι έβγαινε στη βεράντα της κι αγνάντευε το μεγάλο σπίτι, το αυριανό «σπίτι της».
Κάποτε, στα παιδικά της παιχνίδια του δρόμου με το φιλαράκο της τον Αντρέα, πάνω στο κρυφτό, του ξέφυγε κι έφτασε μέχρι τη σιδερένια, επιβλητική καγκελόπορτα του αρχοντικού. Κι έτσι, σκανταλιάρικα, για πρώτη φορά ξεθάρρεψε και στρίμωξε το λιγνό της κορμάκι ανάμεσα στα κάγκελα, ώσπου πέρασε μέσα στο μεγάλο κήπο. Η αρχική της πρόθεση ήταν να κρυφτή, για να μην τη βρει ο Αντρέας. Μα σαν μπήκε κει μέσα, στάθηκε έτσι για λίγο σαστισμένη. Άνθη και πουλιά και νερά τρεχούμενα, αγκάλιασε το βλέμμα της. Μια ομορφιά που δε φανταζόταν ποτέ πως υπάρχει, όσο κι αν είχαν προσπαθήσει οι δικοί της να την κάνουν να τη γνωρίση με διηγήσεις.
Μισάνοιχτη, τώρα, η κεντρική θύρα του σπιτιού, λες και την καρτερούσε. Ζύγωσε, λαχταρώντας και κοίταξε στο εσωτερικό. Μια ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής έμοιαζε να της λέει «έλα». Βαρειά δρύινα έπιπλα γέμιζαν σχεδόν το χώρο. Καθρέπτες κι ασημικά. Μα το θαμπωμένο της βλέμμα δε στάθηκε στιγμή σ’ όλα τούτα. Ίσα, κατάντικρύ της στον τοίχο, βρισκόταν ένα μεγάλο, μακρόστενο κάδρο, που εικόνιζε κάποια γοητευτική πολιτεία. Σπίτια και δέντρα κι εκκλησιές κι ομορφιά περίσσια… Φύση και τέχνη σοφά αγκαλιασμένες. Μια τρανή, ξεχώριζε ανάμεσα σ’ όλα τα κτίσματα, εκκλησιά. Κι ένας κόλπος, μακρόστενος, γαλάζιος, προχωρούσε βαθειά στην καρδιά της πανέμορφης πόλης. Άπειρα τα πλεούμενα στα νερά του… Μ’ από τούτο το κάδρο με τη στενή εβένινη κορνίζα, σαν κάτι να τούλειπε… Θαρρείς κι όλη τούτη η ομορφιά ήταν κοιμισμένη και περίμενε κάποιο ξύπνημα. Στεκόταν εκεί ακίνητη η Μαντώ και προσπαθούσε να σκεφτεί τι έλειπε απ’ την πανώρια πολιτεία, όταν άκουσε τη φωνή του Αντρέα που την καλούσε. Βιάστηκε να φύγη, με τον τρόπο που είχε έρθει. Πήγε κοντά του κι άρχισε να του διηγείται τί είχε ιδεί. Μα κείνος άκουγε αδιάφορα, κλωτσώντας τα χαλίκια του δρόμου.
— Αυτό το σπίτι, τούπε τότε η Μαντώ για να τον κάνει να ζηλέψη, κάποτε θα γίνη δικό μου. Αυτό το σπίτι με το κάδρο της πολιτείας που τόσο μ’ άρεσε, θα γίνη δικό μου, σα θαρθή ο Νικηφόρος για να με πάρη γυναίκα του.
— Αν θαρθή… είπε μονάχα ο Αντρέας.
Και πιάνοντάς την γερά απ’ το χέρι, βάλθηκε να την κάμη να τρέξουν αντάμα από κει μέχει το σπίτι της.
Και τα χρόνια φεύγανε…
Η συντροφιά τ’ Αντρέα ήταν ατσαλένιος κρίκος που την έδενε με το παρόν, την πραγματικότητα και τη ζωή. Στα παιγνίδια, στα μαθήματα, στην αλήθεια. Αν δεν άκουγε το παραμύθι των δικών της, που τ’ αόρατα δεσμά του την κρατούσαν αιχμάλωτη, πόσο ευτυχισμένη κι ελεύθερη θάνοιωθε η Μαντώ. Έπειτα ήταν κι η ανάμνηση εκείνου του κάδρου με την ανεξήγητη έλλειψη, το απροσδιότιστο «κάτι», και τη μαγνητική γοητεία σε κάποιο απύθμενο χάος.
Και τα χρόνια φεύγανε…
Ας ερχόταν, λοιπόν ο Νικηφόρος. Ας δινόταν μια λύση στη μακροχρόνια εκκρεμότητα κι αμφιβολία.
Κι ήρθ’ επιτέλους η στιγμή που σκορπίστηκε το μαντάτο και που τόμαθαν και στην οικογένεια της Μαντώς, πως ο Νικηφόρος που καρτερούσανε είχε πεθάνει στο επίπονο ταξίδι της επιστροφής… Κι ήτανε για όλους τους η στιγμή εκείνη, ίδια -ολόιδια- με κάποιαν άλλη παλιά, τότες που πέρασε τ’ αρχοντικό στα ξένα χέρια.
Έτσι, δεν έφτασε ποτέ ο Νικφηόρος…
Η Μαντώ, δεν έκλαψε. Ίσως γιατί δεν τον είχε γνωρίσει παρά μόνο σαν όνομα. Ίσως γιατί δεν είχε πιστέψει ποτέ την ύπαρξή τους. Ίσως γιατί η ελπίδα τόσων γενιών είχε αρχίσει πια να τρεμοσβύνη, έτσι που εκείνη δεν την είχε ζεστάνει ποτέ η φλόγα της. Ίσως ακόμα γιατί τα δικά της τα μάτια αντίκρυζαν έναν μελλοντικό κόσμο αλλοιώτικο, πλατύτερο, μεγαλύτερο, ν’ αγκαλιάζει την απεραντωσύνη του σύμπαντος και νάναι αδύνατο να περιοριστή μέσα στο γρανιτένιο χώρο του παλιού αρχοντικού. Αλήθεια, πόσα ανερμήνευτα «ίσως»…
Δεν έκλαψε, λοιπόν. Μόνο, σε κάποια γωνιά της ψυχής της έμειν’ ένα κατακάθι πίκρας για τα χαμένα στο μάταιο όνειρο χρόνια, αλλά και για κείνο το μακρόστενο κάδρο της όμορφης πολιτείας που δικό της δε θα γινόταν ποτέ…
Μα κι οι γονείς της, που πικράθηκαν κι αυτοί στην αρχή, το πήραν με τον καιρό απόφαση. Συζητήσανε μονάχα για τη χαμένη ελπίδα να ξαναγίνη δικό τους τ’ αρχοντικό, είπανε πολλά αντιφατικά πάνω σ’ όλα όσα φταίξανε πρώτα και τώρα, μα σιγά-σιγά φανήκανε να λησμονούν.
Και μονάχα η γιαγιά έκλεισε στην ψυχή της μεγάλο τον καϋμό. Την έβλεπε η Μαντώ μέρα με τη μέρα να κλείνεται στον εαυτό της και να γίνεται αμίλητη, ενώ σε στιγμές που νόμιζε πως κανένας δεν την έβλεπε έριχνε νοσταλγικά βλέμματα κατά του δρόμου τη στροφή στ’ ανατολικά, εκεί που τώρα ή άκομψη, τσιμεντένια πολυκατοικία έκρυβε τ’ αρχοντικό των ονείρων τόσων γενεών.
Και τότε τα μάτια της υγραίνονταν και κούναε μ’ αφάνταστη πίκρα το κεφάλι.
Είχε περάσει καιρός, όταν μια μέρα η γιαγιά φώναξε τη Μαντώ στην κάμαρά της. Ανακάθησε, σαν την είδε, στο κρεββάτι και το γετοντικό, αδυνατισμένο της χέρι έπιασε σφικτά το λευκό, κομψό χεράκι της εγγονής.
— Μου μίλησε ο πατέρας σου χτες βράδυ, Μαντώ… της είπε. Είναι αλήθεια ότι αγαπιέστε με τον Αντρέα και θα παντρευτείτε σύντομα;
— Ναι… είπε απλά εκείνη.
Η γιαγιά έβλεπε τώρα στα μάτια της εγγονής μια σιγουριά και μια γαλήνη.
Αφού ήταν της μοίρας, παιδί μου, ο Νικηφόρος να χαθή, ας ευτυχήσης στη ζωή που μοναχή σου διάλεξες… Μια χάρη, όμως, θέλω από σένα. Να μην αφήσης να σβύση έτσι άδοξα το όνειρο της γενιάς μας. Άκουσες τί σού λέω; Όταν θ’ αποκτήσης παιδιά, πρέπει οπωσδήποτε ένα απ’ αυτά να παντρευτή μ’ έν’ απ’ τα παδιά του αδελφού του Νικηφόρου. Πρέπει τ’ αρχοντικό να ξαναπεράση στα χέρια μας. Πρέπει, το μαγεμένο τοπίο της πολιτείας που τόσο θαύμασες μικρή-κοιτώντας το κλεφτά απ’ έξω-να το χαρούν οι απόγονοί σου. Υποσχέσου, κόρη μου, πως δεν θα ξεχάσης αυτά μου τα λόγια.. Υποσχέσου, για να πεθάνω ήσυχη σα θάρθη η ώρα μου…
Η Μαντώ την κοίταζε. Έβλεπε στα θολωμένα γεροντικά μάτια μια μεγάλη λαχτάρα. Τα μάτια ετούτα προσδοκούσαν μιαν απάντηση. Ω, πόσο θάθελε να μπορεί να υποσχεθή στην καλή γρηούλα αυτό που της ζητούσε! Ή ακόμα πόσο θάθελε να μπορή να την πλανέψη, έστω και μ’ ένα ψέμμα.
Η γερόντισσα καρτερούσε.
— Γιαγιά, είπε η Μαντώ. Πως μπορείς να δεσμεύσης το αύριο; Για σκέψου.. Πόσες γενιές δεν λαχταρούσαν να ξαναφέρουν τ’ αρχοντικό στην οικογένειά μας! Πόσες γενιές δεν καρτερούσαν τη στιγμή που θα διαβαίναν τη θύρα του σαν αφεντικά! Μα δε γινόταν, πώς να το κάνουμε, δεν γινόταν… Έπρεπε λοιπόν να το παίρναμε εγκαίρως απόφαση, για να μη σπαταλάμε τον καιρό σε μάταιες ελπίδες. Έτσι θα μπορούσαμε ανεμπόδιστοι κι αδέσμευτοι να δοθούμε σ’ άλλους καινούργιους και μεγαλύτερους σκοπούς, θα βάζαμε άλλους στόχους κι η ζωή μας θα κύλαε ελεύθερη κι ελπιδοφόρα… Σκέψου το, γιαγιά μου, πόσο σφάλαμε!…
Την είδε να λυγίζη απ’ τα λόγια της και να γέρνη ανήμπορη στα μαξιλάρια, σα νάχε αυτόματα στερηθή τη ζωή. Φοβήθηκε. Το παραμύθι έπρεπε να συνεχιστή, τουλάχιστον όσο θα ζούσε η γιαγιά. Μα χυμένο σε κάποια άλλα καλούπια. Δοκίμασε, όμως, ακόμα μια φορά να ξεφύγη.
— Άκουσε, καλή μου γιαγιά… είπε γρήγορα. Στα παιδιά μου, θα διηγηθώ τ’ όνειρο της γενιάς μας. Μα θα τ’ αφήσω ελεύθερα για να σκεφτούν μονάχα τους αν θα του δώσουν ζωή, αν θα το συνεχίσουν στις γενιές που θ’ ακολουθήσουν σαν παλιό ωραίο παραμύθι ή αν θα το ξεχάσουν…
Πάλι η γρηούλα δε φάνηκε να ευχαριστιέται. Δάκρυα είχαν αρχίσει να κυλούν από τα μάτια της.
— Γιαγιά, γιαγιά μου… είπε τότε η Μαντώ. Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, για τούτο και ποτέ δεν θέλω να σε πικράνω. Θα γίνη όπως θέλεις…
Μα, ναι σου λέω… Αν με ρωτήσουν τα παιδιά μου για τ’ αρχοντικό, θα τους πω την ιστορία του…
Η γιαγιά δεν κατάλαβε κι έγυρε πίσω στα μαξιλάρια ησυχασμένη.
Μα τα παιδιά δεν ρώτησαν ποτέ.
Άλλωστε, απ’ τη βεράντα τους, τώρα πια δε φαινόταν τίποτε απ’ το παλιό αρχοντικό. Είχε ολότελα χαθεί, πνιγμένο ανάμεσα σε ταράτσες, πολυκατοικίες, από τσιμέντο και χάλυβα.
Αλλά, κι αν κάτι θα φαινόταν απ’ αυτο, πάλι δε θα τραβούσε την προσοχή τους.
Χιλιάδες τα χρώματα γύρω, μελίσσι βουερό οι άνθρωποι στην περιοχή, χτίζανε διαρκώς τη νέα ζωή.
Τα παιδιά της Μαντώς, δε θ’ ακολουθούσαν ποτέ το δρόμο με τη στροφή στ’ ανατολικά. Αλλ΄ αντίθετα, τον άλλο που τραβούσε ίσα προς το γέρμα του ήλιου.
— Ακολουθάτε πάντα τον ήλιο… είχε πει ο πατέρας τους. Ποτέ μην πηγαίνετε καταντικρύ του, γιατί θα τυφλωθείτε. Ακολουθάτε τον για να κερδίζετε χρόνο και να μην τον ιδήτε ποτέ να δύη… Τότε μόνο δε θα σας αφήση ποτέ το φως… Τότε μόνο ποτέ για σας δε θάρθ’ η νύκτα…
Κι η γενιά της Μαντώς μεγάλωνε κι άπλωνε και τ’ αρχοντικό πάληωνε στα ξένα χέρια.
Τώρα η Μαντώ ήταν ολότερα στραμμένη στη γεμάτη δημιουργία ζωή της.
Τώρα ο Αντρέας άνοιγε τα δύο του χέρια σε μιαν αισιόδοξη κίνηση που θαρρούσε πως θ’ αγκαλιάση τον ήλιο. Το πλατύ του χαμόγελο υποσχόταν τη σιγουριά και την πίστη. Πόση ελπίδα αντλούσε η Μαντώ σ’ αυτό του τ’ αντίκρυσμα. Φτερωτές, ταξιδιάρες οι σκέψεις της τότε, πετούσαν σε νέους, ολοφώτεινους δρόμους. Κι αν θυμόταν καμμιά φορά τ’ αρχοντικό, ευθύς έλεγε στον εαυτό της, ότι, αδεφωμένα κάποτε τα παιδιά της με τα παιδιά του τωρινού ιδιοκτήτη και με τ’ άλλα γειτονόπουλα, θα κάμουν γάμους πιο ταιριασμένους, τότε που θάν’ οι καγκελόπορτες όλου του κόσμου ανοιχτές, π’ όλα θάναι φυσικά κι αυθόρμητα κι όλοι όμοια ανεμπόδιστα θα δέχοντ’ όλους κι όμοια θ’ ανήκουν τότε όλα σ’ όλους. Ετούτη η ρόδινη χαραυγή δε μπορεί ν’ αργούσε πολύ… Και τότε, τι νόημα θάχουν πια οι λέξεις «δικά μου» και «δικά σου»…
Τάλεγε, αισιοδοξούσε και τα πίστευε. Κι όμως, σ’ ανύποπτο χρόνο, έπιανε καμμιά φορά τον εαυτό της να νοσταλγή τη στιγμή που, μικρούλα πρωτοαντίκρυσε κλεφτά απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα τ’ αρχοντικού, το μακρόστενο κάδρο της γοητευικής πολιτείας. Της πολιτείας, που τ’ όνειρό της είχε πεθάνει οριστικά και θαφτεί απ’ την ίδια, όπως σβύνουν και χάνονται κάποτε όλα τα όμορφα όνειρα σε τούτη τη γη.
ΡΙΤΑ ΤΣΙΝΤΙΛΗ – ΒΛΗΣΜΑ
Συγγραφέας – ποιήτρια, τακτικό μέλος της ΕΤ. ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΣΗΜ.: Τηρήθηκε η ορθογραφία της Συγγραφέως
(ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ” / ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΕΩΡΑ / ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΤΑΓΕΑΣ)
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!