Ο Λιάς πέταξε απ’ τη χαρά του όχι τόσο για την εκδρομή που θά ‘κανε με τους δασκάλους του, όπως συνηθιζόταν χρόνια τώρα την πρώτη του Μάη, όσο για την ευκαιρία που θα του δινόταν αυτή τη μέρα να δείξει τις γνώσεις του για τα πράγματα που θα συναντούσαμε στο δάσος: τον τόπο, το σχήμα, τα υλικά και το μέγεθος κάθε φωλιάς και ακόμη τα ίδια τα πουλιά που αφθονούσαν εκεί πάνω στα ανατολικά της κεντρικής Πίνδου, όπου ήταν και το χωριό του.
ΚάΘε τόσο, και ιδιαίτερα όσο πλησίαζε η άνοιξη και ο Μάης, οι μικρότεροι του λεγαν παρακαλεστικά:
— Κάνε μας, Λιά, το κελάηδημα του αηδονιού, του κότσυφα τις τρίλλιες, το κάλεσμα της πετροπέρδικας στα περδικόπουλα.
Εκείνος ταίριαζε τότε τη γλώσσα στα δόντια και τα χείλη και αν δεν έφτανε κι αυτό τα δάχτυλα και τις παλάμες του.
Αυτό γινόταν στα διαλείμματα αλλά πολλές φορές και στο μάθημα της φυσικής ιστορίας. Είχε μάλιστα οργανώσει με τα άλλα παιδιά σε μια προθήκη της αίθουσας του μονοθέσιου σχολείου και μια συλλογή με φωλιές και αυγά πουλιών που είχαν εγκαταλείψει οι μάνες τους και καμάρωνε σαν κάποιος επισκέπτης και περισσότερο ο επιθεωρητής των σχολείων τύχαινε να φτάσει την άνοιξη στο χωριό τότε που το επέτρεπε ο χωματόδρομος.
Όταν οι θάμνοι και τα βλαστάρια των δένδρων πύκνωναν απ’ το Μάη και πέρα έτρεχε από θάμνο σε θάμνο, από συστάδα σε συστάδα, σε ρέματα και πλαγιές, σε λαχανόκηπους και αμπέλια. Άλλοτε, ακουμπώντας τ’ αυτί του στο χώμα και άλλοτε βοηθώντας την ακουή του με τις παλάμες του.
Η άνοιξη γι’ αυτόν ήταν άνοιξη ψυχής και πηγή γνώσης. Τα κελαδήματα των πουλιών και το πέταγμά τους ήταν ο παράδεισος της ψυχής του. Την Πρωτομαγιά όμως ζούσε περισσότερο στον κόσμο του και μοιράζονταν με τους συμμαθητές και τους δασκάλους του ό,τι εκείνος γνώριζε και αγαπούσε.
Την Πρωτομαγιά του 1964, όπως ήταν καθιερωμένο, δεν είχε μάθημα, γιόρταζε η φύση και τα λουλούδια γι’ αυτό θ’ ανηφορίζαμε (εγώ για πρώτη φορά) για ημερήσιο περίπατο ως το Λάκκο.
Τη χαρά των παιδιών τη μοιράζονταν όλοι στο χωριό και ιδιαίτερα οι γονείς και οι παππούδες τους.
Γι’ αυτό, αποβραδίς ετοίμασαν τα φαγώσιμα μιας ημέρας: κεφτέδες που μοσχομύριζαν ρίγανη και δυόσμο ενώ στις γάστρες αργά ψηναν λογίς λογίς πίτες και στους φούρνους κάθε αυλής ψωμί καθάριο που θα ξεφουρνίζονταν χαράματα, ανήμερα της εκδρομής.
Το ξεκίνημα έγινε πριν ακόμα φανούν πέρα στην Κουκλαίικη ράχη οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Στο λάλημα του πρώτου πετεινού όλοι στο πόδι. Μήπως κι έκλεισε κανείς εκείνο το βράδυ μάτι; Ακόμα και τα πέντε έξι νήπια. Τραβώντας τις φούστες των μανάδων τους κάρφωναν τα μάτια τους πότε σ’ αυτές και πότε σε μας τους δασκάλους προσπαθώντας να μαντέψουν αν θα γιόρταζαν μαζί μας σ’ αυτό το πανηγύρι της φύσης. Ήταν κι αυτά ένα μέρος του σχολείου αφού απ’ την αρχή του σχολικού χρόνου ήταν ακροατές στα πρωινά και απογευματινά μαθήματα.
— Μην ανησυχείς, δάσκαλε, μπορούν και περπατούν. Θα είναι και φρόνιμα και δε θα σας γίνουν βάρος, με διαβεβαίωναν οι μανάδες τους ενώ απ’ τα μάτια εκείνων έτρεχε δάκρυ παρακαλεστικό.
Ύστερα θα τα φρόντιζαν τα μεγαλύτερα παιδιά όπως τόσο στοργικά τα φιλοξενούσαν δίπλα στα θρανία τους.
Τι ξεσηκωμός κι αυτός!
Οι παππούδες χάιδευαν με καμάρι τα εγγόνια τους. Οι μανάδες τα συμβούλευαν σκουπίζοντας δήθεν τις τσίμπλες απ’ τα μάτια τους. Άλλες ταίριαζαν τα σκουφιά ενώ εκείνα φορτωμένα τον τουρβά και το καλαθάκι ανυπομονούσαν για το ξεκίνημα. Ο μπάρμπα-Κώστας ο τσέλιγκας πρώτος για κείνη την ημέρα χάρισε την αγκλίτσα του ίσαμε δυο μπόϊα, στον συνονόματό του εγγονό. Ο γραμματέας της Κοινότητας μετρούσε και ξαναμετρούσε τις δυάδες υπολογίζοντας το μέλλον του χωριού. Ο πρόεδρος και το δημοτικό συμβούλιο, όπως κάθε χρόνο χάρισαν δυο κούτες λουκούμια για να έχουν, είπαν, τα παιδιά γλυκιά διαδρομή. Ο παπα-Φίλιππας τέλειωσε τον όρθο για να κατευοδώσει κι αυτός με ευχές και ευλογίες.
Μπροστά πήγαινε το τσελιγκόπουλο ανεμίζοντας την αγκλίτσα και πίσω μαθητές της έκτης τάξης κρατώντας ο καθένας από ένα μικρότερο μαθητή. Το ίδιο και οι μαθήτριες σε δυάδες τραγουδώντας:
Για δες, χαράζει στο βουνό
η νύχτα χαιρετάει
κοντεύουν τ’ άστρα να σβηστούν
κι ο ουρανός γελάει…
Άκου τραγούδι αηδονιού
από τη ράχη πέρα
τι μελωδίες είν’ αυτές
γεμίζουν τον αέρα…
Πίσω ακολουθούσαν άλλες μαθήτριες της πέμπτης και της έκτης φορτωμένες με στείρες και μεσάλια για να τις στρώσουν στο πράσινο γρασίδι. Όταν οι πρώτοι έφταναν στην άκρη του χωριού αντικρύζοντας τα πυξάρια και τους κέδρους τότε οι τελευταίοι άφηναν την πλατεία του χωριού. Καμιά ογδονταριά χωρίς να λείπει τη μέρα αυτή κανένας, ήμασταν oι εκδρομείς. Τόσο κράτησε και το τραγούδι και το χάραμα της μέρας. Από κει και πάνω η φάλαγγα έμοιαζε πολύχρωμη ουρά θηρίου καθώς ακολουθούσε τη γιδόστρατα ώσπου άρχισε να χάνεται στο ελατόδασος ανεβοκατεβαίνοντας ρεματιές. Φτάνοντας στην πρώτη γκούρα ο ήλιος είχε πάει μια σπιθαμή ψηλά.
Ο σιτιστής με την κούτα τα λουκούμια πρόσφερε από ένα στον καθένα.
— Πρώτα το λουκούμι, μια ανάσα, και ύστερα νερό, ήταν η συμβουλή μας και περισσότερο των μανάδων που ήξεραν απ’ τα κρυστάλλινα νερά των βουνών. Το τσελιγκόπουλο μου λέει χαριτωμένα:
— Κύριε, τα βάζουμε ποιος θα μετρήσει περισσότερο;
Και χωρίς να περιμένει χώνει το χέρι του στη γκούρα απ’ όπου πεταγόταν με βουητό το νερό. Το ίδιο έκανα κι εγώ αλλά μη μπορώντας ν’ αντέξω μετρώντας ως το τέσσερα παραδέχθηκα την ήττα μου! Ο Λιάς, γνωστός και για τις γεωργαφικές του γνώσεις κατευθύνει τα βλέμματα μας Β.Α.
— Να, κύριε, στο βάθος ο Όλυμπος. Φαίνεται και ο θρόνος του Δία!
Είχαμε δρόμο ακόμη…
Τώρα μόνο φτέρες κι έλατα. Το τραγούδι δυναμώνει πάλι:
Λουλούδια, ας διαλέξουμε
και ρόδα και κρίνα
κι ελάτε να πλέξουμε
στεφάνια με κείνα
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη…
Στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γηηη…
Κι ενώ το τραγούδι σβήνει ένας ένας χάνονται αριστερά και δεξιά της γιδόστρατας μέσα στις φτέρες. Σε λίγο αναφαίνονται με τις φούχτες γεμάτες άλλος με γλυκά μήλα της γης κι άλλος με αγριοφράουλες όλο άρωμα. Οι αχτίνες του ήλιου ίσα ίσα τρυπώνουν μέσα απ’ τα πανύψηλα έλατα. Κάπου κάπου νυφίτσες παιχνιδίζουν γλιστρώντας από κορφή σε κορφή επιδέξια ισορροπώντας με τις φαρδιές τους ουρές.
Σε λίγο ακούγεται ένα ααα! Είχαμε φτάσει στην πλαγιά που κατηφόριζε κατά το Λάκκο. Κάνοντας βαρελάκια τα κορμιά τους όσοι δεν κρατούσαν κάτι κυλιούνται ως κάτω στην απαλή χλόη. ‘Ενα απέραντο άνοιγμα, που στη διάρκεια του χειμώνα σχηματίζεται λιμνούλα, είναι ο Λάκκος, ο προορισμός μας.
Τα παιδιά τρέχουν να πιάσουν μέρος στον ίσκιο κάποιου έλατου. Ο αέρας, που κατεβαίνει απ’ τις κορυφές του Λάκμου φορτωμένος με αρώματα, ανοίγει τη διάθεση περισσότερο για παιχνίδι παρά για φαγητό.
Κυνηγητό, τρεχάματα, πειράγματα πάνω στο γρασίδι. Τα αγόρια κάνουν φλογέρες με τρυφερούς βλαστούς ενώ τα κορίτσια μαγιάτικα στεφάνια, με πασχαλίτσες.Ο Λιάς ψάχνει για πουλιά. Παρακολουθεί τους δρυοκολάπτες που χτυπούν με το ράμφος τους ρυθμικά τους κορμούς, τα κοτσύφια, τις αγριότσιχλες και ένα άλλο πλήθος πουλιών που κρέμονται από τον οξό τσιμπολογώντας το ζουμερό καρπό του. Ο ήλιος είχε ήδη περάσει το μεσούρανο όταν οι παρέες άρχισαν να στρώνουν πάνω στο παχύ γρασίδι τα μεσάλια και πάνω σ’ αυτά τα καλά που έφεραν μαζί τους: γαλατόπιτες, λαχανόπιτες, κεφτέδες, αυγά, σφήνες τουλουμίσιου τυρί, βραστά και ψητά κοτόπουλα.
Ο αέρας μοσχομυρίζει. Η μοσχοβολιά βάζει σε πειρασμό ακόμα και την κυρά Μαριώ που κάθε τόσο βγάζει το μουσούδι της απ’ τις φτέρες προσπαθώντας να πάρει το μερτικό της μιας κι εμείς βρεθήκαμε στο βασίλειό της.
Κάποιος έριξε την ιδέα να επισκεφθούμε και το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στην Παλιά Γκουντουβάσδα, πάνω κάτω μισής ώρας ποδαρόδρομο.
Ακολουθώντας τη γιδόστρατα, φτάνουμε. Στην απόλυτη ηρεμία στρίβουμε μια από δω και μια από κει το τεράστιο σιδερένιο κλειδί. Χωνόμαστε στο μισοσκόταδο.Το λιγοστό φως που τρυπώνει απ’ τα στενόμακρα παράθυρα-πολεμίστρες χαϊδεύει τις μορφές των αγίων. Ανάβουμε από ένα κεράκι. ‘Ενας ένας χαιρετάμε στο τέμπλο τους αγίους. Στρέφουμε το βλέμμα μας ψηλά στον Παντοκράτορα. ΕΚΕΙΝΟΣ μας χαμογελάει. Καθόμαστε για λίγο στα στασίδια. Νιώθουμε να φτερουγίζουν γύρω μας οι ψυχές όσων στο παρελθόν λειτουργήθηκαν, χάρηκαν ή λυπήθηκαν μέσα εκεί.
Αφήνοντας το μοναστήρι νιώθουμε ανάλαφροι καθώς κατηφορίζουμε για το Λάκκο.
Ήδη ο ήλιος άρχισε να χάνεται πίσω απ’ τις ελατοκορφές. ‘Ενας σταυραετός κάνει από πάνω μας γύρους σα να χαιρετάει τους ειρηνικούς επισκέπτες στο βασίλειό του.
Απ’ το Λάκκο μέχρι το χωριό ένας δροσερός αέρος χαϊδεύει τα πρόσωπά μας…
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ” / ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΕΩΡΑ / ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΤΑΓΕΑΣ
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!