Το κείμενο της παρουσίασης για το βιβλίο “Ο όρκος των τεσσάρων γυναικών” της Λίας Αλεξίου (Εκδόσεις “Λειμών”, 2015), όπως έγινε από τον Φιλόλογο Σπυρίδωνα Βλιώρα στην αίθουσα «Νίτσα Λιάπη» στις 9 Μαΐου 2015
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε είναι ένα μυθιστόρημα. Ο τίτλος του: Ο όρκος των τεσσάρων γυναικών. Συγγραφέας του η Καλαμπακιώτισσα Λία Αλεξίου. Πρόκειται για ένα βιβλίο με διαστάσεις 21 Χ 14,5 εκ., με 310 σελίδες, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Λειμών το 2015.
Στο εξώφυλλό του υπάρχει μια φωτογραφία της παλιάς Καλαμπάκας, που πάρθηκε από το λεύκωμα «Καλαμπάκα: Διαδρομή στον χρόνο» των εκδόσεων του Πολιτιστικού Συλλόγου Αθηνών «Τα Μετέωρα». Δείχνει την Καλαμπάκα να κείτεται στους πρόποδες των μετεωρίτικων βράχων κι από πάνω αχνοφαίνονται οι μορφές τεσσάρων γυναικών, των τεσσάρων πρωταγωνιστριών του βιβλίου.
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε: «Ο όρκος των Τεσσάρων Γυναικών είναι ένα οδοιπορικό προς την εξιλέωση και την κάθαρση, μέσα από φοβερές συγκρούσεις χαρακτήρων και απίστευτων περιπετειών και μεταπτώσεων. Πρωταγωνίστριες στο μυθιστόρημα είναι γυναίκες. Το σκηνικό μιας τραγικής περιόδου δεν αλλάζει τα αιώνια θέματα του μεγάλου έρωτα, του πάθους και της απόρριψης. Στο επίκεντρο είναι η Καλαμπάκα, με τους απλούς και άδολους ανθρώπους της, που βρέθηκε ξαφνικά στο μέσο μιας ανείπωτης καταιγίδας, που συντάραξε ολόκληρη την Ελλάδα. Οι μεγάλες σελίδες της ιστορίας διαπλέκονται με τις ζωές, τη μοίρα και τα πάθη των απλών ανθρώπων και των πρωταγωνιστών. Οι τέσσερις γυναίκες, κινούμενες από διαφορετικές τροχιές, συγκλίνουν σε αυτογνωσία και κοινή δράση, με κίνητρο τον διαψευσμένο έρωτα, την προδοσία και τη λεηλατημένη ζωή τους.»
Στο «αφτί» του βιβλίου βρίσκουμε ένα σύντομο βιογραφικό της συγγραφέως: «Η Λία Αλεξίου γεννήθηκε το 1948 και μεγάλωσε στην Καλαμπάκα. Από το 1967 ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Χημικός-Υφαντουργός. Ίδρυσε σχολή Υφαντικής το 1983 όπου και δίδαξε για 20 χρόνια. Συγχρόνως ίδρυσε βιοτεχνία που παρήγαγε παραδοσιακά υφαντά λαϊκής τέχνης. Εργάστηκε επίσης στη Διεύθυνση Πρασίνου του Δήμου Αθηναίων».
Στην έβδομη σελίδα διαβάζουμε τις ευχαριστίες της προς την κυρία Μαριάννα Νομικού για τη βοήθεια της στις φιλολογικές διορθώσεις, τις φίλες της Κατερίνα Ζαχαράκη και Γεωργία Δημοπούλου για την ενθάρρυνση και συμπαράστασή τους καθώς και στον πρέσβη επί τιμή Περικλή Νέαρχου για την προλόγιση του βιβλίου.
Σε επόμενη σελίδα διαβάζουμε πού αφιερώνει η συγγραφέας το βιβλίο της: «Στον αείμνηστο αδελφό μου και στην εκατοντάχρονη μητέρα μου».
Ακολουθεί στις σελίδες 9-11 ο πρόλογος που έγραψε ο πρέσβης επί τιμή Περικλής Νεάρχου. Σ’ αυτόν ανάμεσα σε άλλα ο προλογίζων σημειώνει:
«(…) Διεπίστωσα ότι παρά τον τίτλο του, που θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι αφορά μόνο προσωπικές ιστορίες, χωρίς ευρύτερες αναγωγές, ότι το βιβλίο ήταν μια μαρτυρία και ένα οδοιπορικό μέσα από τις τραγικές δεκαετίες του ‘30, του ‘40 και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Τα πρόσωπα είναι αυτά που πρωταγωνίστησαν ως ανώνυμος λαός στη δεκαετία του ‘30, στο έπος αργότερα της Πίνδου, στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Γερμανία, στον Εμφύλιο Πόλεμο και στο μεταπολεμικό καθεστώς, με τον χωρισμό των Ελλήνων σε φίλους και αντιπάλους, με το πελατειακό κομματικό σύστημα και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων.«
»Το μυθιστόρημα έχει επίκεντρο την Καλαμπάκα. Τους απλούς, αγνούς ανθρώπους, με τα πλούσια συναισθήματα, την άδολη αγάπη για τη μικρή πατρίδα. (…)
Οι χαρακτήρες είναι ολοζώντανοι. Άνθρωποι δεμένοι με τη φύση, το μόχθο, τον έρωτα, συνυφασμένο με αγώνες και πόθους μιας ζωής. Η Μαριάνθη, ο Σπύρος, ο Μανώλης, η Σοφούλα και ο κακός δαίμονας Πάνος Γρίβας (…)
»(…) Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος αναπτύσσεται η εκδίκηση των τεσσάρων γυναικών, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την κοινή εμπειρία της αχρειότητας, της διπλοπροσωπίας, της δολιότητας και της εγκληματικής συμπεριφοράς του Πάνου Γρίβα. Η κοινή δράση των τεσσάρων γυναικών, που, μέσα από διαφορετικούς δρόμους, έρχονται σε αυτογνωσία, λειτουργεί ως εξιλέωση και κάθαρση.»
Ακολουθεί στις σελίδες 13-14 μια εισαγωγή της συγγραφέως για την Καλαμπάκα, για όσους αναγνώστες δεν την γνωρίζουν.«Σήμερα ονομάζεται Καλαμπάκα. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους Σταγοί. Στην Αρχαιότητα ήταν το Αιγίνιον και στους Ομηρικούς χρόνους Ιθώμη1. Μετέωρα το ξέρουν οι πιο πολλοί, από τα θεόρατα βράχια. (…) Είναι βράχια ποτισμένα με θρύλους, παραδόσεις και ιεροσύνη, γιατί στις κορυφές τους είναι κτισμένα τα μοναστήρια. (…) Την άνοιξη, μικροσκοπικά λουλουδάκια γραπώνονται από μικρά κοιλώματα από κάθε βράχο, που μπόρεσε να κρατήσει λίγο χώμα για να τον στολίσουν με τις αποχρώσεις του μοβ και του κίτρινου. Το φθινόπωρο είναι μια μαγεία. Ο χώρος βάφεται με όλες τις αποχρώσεις του καφέ και του κίτρινου. Τα γυμνά κλαδιά, χέρια που υψώνονταν ικέτες προς τον ήλιο. (…) Η μαγεία της φύσης απογειώνεται τον χειμώνα. Όταν πέφτει η καταχνιά και τρυπώνει σε κάθε τρύπα, σε κάθε εσοχή και αφήνει τις κορυφές να αιωρούνται μετέωρες από τον ουρανό. Όταν το λευκό χιόνι κάθεται απαλά πάνω στους βράχους και όταν ακούς τον ήχο του σήμαντρου από τα γύρω μοναστήρια. Όλα γύρω σου εκπέμπουν αγιότητα.»
Από τη σελίδα 15 κ.ε. ξεκινά το κυρίως μέρος του μυθιστορήματος, το οποίο εκτείνεται σε δύο άξονες: έναν κάθετο, τον χρονικό, από την προπολεμική εποχή ως τις μέρες μας, κι έναν οριζόντιο, τον τοπικό, που με κέντρο την Καλαμπάκα εξακτινώνεται κυρίως προς την Αθήνα, αλλά και την Αμερική, Γερμανία και αλλού.
Δεν προτίθεμαι να αναφερθώ εκτενώς στην πλοκή της ιστορίας, στα πρόσωπα και στις λεπτομέρειες, ιδίως προς το τελευταίο μέρος του βιβλίου, γιατί δεν θέλω να αποκαλύψω τα στοιχεία αυτά, αποθαρρύνοντας έτσι τους πιθανούς αναγνώστες από το να διαβάσουν μόνοι τους το βιβλίο. Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν θα είναι γενικές.
Μια γενική εισαγωγική παρατήρηση• πολλοί συγγραφείς, όπως και ο γνωστός Σκιαθίτης, που ζουν μακριά από τη γενέτειρά τους, εμφανίζουν στο έργο τους την εξής ιδιαιτερότητα: θυμούνται με νοσταλγία τον γενέθλιο τόπο τους, τον έχουν εξιδανικευμένο στη μνήμη τους και όταν αναφέρονται σ’ αυτόν, στο παρελθόν, κυριαρχούν η ανεμελιά, η αθωότητα, η ευτυχία, η ελευθερία, η ξεγνοιασιά κ.ά. Κι απ’ την άλλη παρουσιάζεται αντιθετικά η μεγαλούπολη, όπου κυριαρχούν η δυστυχία, η δέσμευση, ο συμβιβασμός, η αλλοτρίωση, η αποπνικτική ατμόσφαιρα κ.ά.
«Πιο κάτω, τα παλιά σπίτια του Ψυρρή έχουν γκρεμιστεί και τη θέση τους έχουν πάρει οι άσχημες πολυκατοικίες, με στενά βρόμικα μπαλκόνια, που, αντί για λουλούδια, είναι γεμάτα με ρούχα απλωμένα. Μια άθλια θέα. (…) Πιο εκεί, δίπλα στα σκουπίδια, σωριασμένα κορμιά νέων, με μάτια απλανή, παραδομένα στην πρόσκαιρη ευδαιμονία της ηρωίνης. Κάποια σφάδαζαν και σέρνονταν από το στερητικό σύνδρομο. Άνθρωποι διαφόρων υπηκοοτήτων κοιμόντουσαν σε μια εσοχή, έχοντας αποθηκεύσει τα όνειρα τους στα καμωμένα από χαρτόκουτα σπίτια τους. Ένας κόσμος που ταλαντεύεται μεταξύ του χθες και του αύριο.» (σελ. 38)
Έτσι και η αφηγήτρια στην αρχή του βιβλίου. Ενώ ξεκινάει με κάτι αντικειμενικά θλιβερό, μια κηδεία, βρίσκει την μελωδία της καμπάνας γλυκιά. Ένα γλυκό αίσθημα χαρμολύπης αναδύεται:
«Η καμπάνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που βρίσκεται στη ρίζα του μεσαίου βράχου Αϊά, άρχισε να κτυπά. Μια γλυκιά, λυπητερή μελωδία σκορπίστηκε στον αέρα. Στο άκουσμά της, όλοι ξέρανε ότι ήταν αναγγελία θανάτου.» (σελ. 15)
Αμέσως ο Καλαμπακιώτης αναγνώστης βρίσκεται σε γνώριμα μέρη και ακούσματα και αισθάνεται οικεία: Σοποτός, Λαλούκα, Μεράι, Αϊά, Άλτσος…
Η αφήγηση ξεκινά από το τέλος περίπου της ιστορίας (Καλαμπάκα 2003 επιγράφεται το σχετικό κεφάλαιο, ενώ το τελευταίο κεφάλαιο Κηφισιά 2014): Πεθαίνει η ενενηνταεφτάχρονη Μαριάνθη Αλεξάκη Ρίζου…
Η αφήγηση είναι στην αρχή τριτοπρόσωπη και η εστίαση εξωτερική:
«Τα καλοκαίρια παίζανε στο μπαΐρι, που ήταν δίπλα στο σπίτι της, μαζί με τη δισέγγονή της, τη Μάγδα Μαριάνθη. Τους φίλευε πίτα, μύγδαλα, καρύδια και γλυκά του κουταλιού.» (σελ. 16)
Στην σελίδα 16 όμως ξαφνικά έχουμε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η εστίαση μετατρέπεται σε εσωτερική• η αφηγήτρια γνωρίζει και παρουσιάζει τα γεγονότα μόνο από τη δική της οπτική γωνία, δίνοντας στον αναγνώστη λιγότερα στοιχεία απ’ όσα γνωρίζουν όλα τα πρόσωπα της ιστορίας.
«Τον Μάιο ανεβαίναμε στις μεγάλες κερασιές και μαζεύαμε τα κεράσια, σε μικρά ψάθινα καλάθια. Αφού τρώγαμε και χορταίναμε, κρατάγαμε στο στόμα τα κουκούτσια και με ένα μικρό καλάμι παίζαμε κουκουτσοπόλεμο. Τα ρούχα μας βάφονταν κόκκινα. Ξέραμε ότι θα επακολουθούσαν φωνές από τις μανάδες μας αλλά ποιος νοιαζόταν γι’ αυτά την ώρα του παιχνιδιού; Η γιαγιά Φανή είχε γι’ αυτό το σκοπό φυλαγμένες τις παλαιές μας μπλούζες, τις οποίες μας έδινε. Έτσι χορταίναμε παιχνίδι χωρίς συνέπειες και του χρόνου πάλι τα ίδια.» (σελ. 16)
Η εναλλαγή αυτή στα πρόσωπα και στην εστίαση αφενός δημιουργεί ένα κλίμα μυστηρίου: κρυμμένα μυστικά, νύξεις και προδηλώσεις καλούν τον αναγνώστη σ’ ένα ταξίδι ανακαλύψεων και αποκαλύψεων, στην διαλεύκανση ενός μυστηρίου. Κι αφετέρου, απαιτεί τεταμένη την προσοχή του, προκειμένου να ξετυλίξει το κουβάρι των σχέσεων και των πράξεων και να μην χαθεί στον λαβύρινθο που έχει εξυφανθεί.
Η δυσκολία του αναγνώστη επιτείνεται και από το διαρκές πήγαινε έλα στο χώρο και στον χρόνο, αυτή τη συνεχή χωροχρονική διελκυστίνδα. Διαβάζω μερικούς από τους τίτλους των επιμέρους κεφαλαίων: Κηδεία: Καλαμπάκα 2003, Κηφισιά 2005, Γάμος στην Κηφισιά (1933), Α’ Νεκροταφείο Αθηνών (1981), Μοναστηράκι (1958) κ.ά.
Η γλώσσα του κειμένου είναι απλή και κατανοητή. Συχνά, ιδίως όταν αναφέρονται οι κάτοικοι της Καλαμπάκας και οι ασχολίες τους, κάνουν την εμφάνισή τους αρκετές ιδιωματικές καλαμπακιώτικες λέξεις: τσάκνα, πυροστιά, ντανιάζω, μανιά, μπιστεριά, τσίπα, κλαμούρα κ.ά., που κάνουν τον Καλαμπακιώτη αναγνώστη να αισθάνεται οικεία.
Η περιγραφή χρησιμοποιείται σε αρκετές περιπτώσεις και για ποικίλους σκοπούς, όπως για παράδειγμα η περιγραφή του εσωτερικού της εκκλησίας της Παναγίας δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα κατανυκτικότητας αλλά και αναδεικνύουν μια γλυκύτητα και μια νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα, τόσο της αφηγήτριας όσο και της συγγραφέως:
«Το λιγοστό φως που έμπαινε από τους φεγγίτες και το φως των κεριών, έκαναν την ατμόσφαιρα κατανυκτική. Η εκκλησία του 10ου αιώνα, ζωγραφισμένη από άκρη σε άκρη. Οι μορφές των αγίων και της Παναγίας είχαν πάρει μια ιδιαίτερη γλυκύτητα και εξέπεμπαν την αγιότητά τους. Στο κέντρο ένας επιβλητικός και μοναδικός στον κόσμο άμβωνας, που στηριζόταν σε τέσσερις μαρμάρινες κολώνες. Η μία ήταν πράσινη, στο χρώμα του σμαραγδιού και οι άλλες δύο από άσπρο μάρμαρο με νερά αχνού κίτρινου. Η τέταρτη ήταν μαρμάρινη και είχε κι αυτή εμφανή σημάδια πάνω της αρχαίων επιγραφών από το Αιγίνιο.» (σελ. 17)
Στη σελίδα 18 παρουσιάζονται σε μία πρόταση και οι τέσσερις πρωταγωνίστριες της ιστορίας:
«Ένα πέπλο μυστηρίου κάλυπτε τις θείες. Από μικρό παιδί, τις θυμάται να ψιθυρίζουν κάτι μεταξύ τους. Τις έδενε μια φιλία δυνατή, αδιάρρηκτη, χωρίς να έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους. Τη Μαριάνθη, τη Φανή, τη Μαρία και την Αργυρώ.»
Οι λέξεις που επαναλαμβάνονται δημιουργούν μυστήριο και βάζουν σε απορία τον αναγνώστη, γεννώντας του ερωτηματικά αλλά και προοικονομώντας την εξέλιξη της ιστορίας: «βλέμμα συνωμοτικό», «πέπλο μυστηρίου», «Ας είναι γρήγορη και η δική μας λύτρωση», «πορέψου εν ειρήνη, τελείωσαν τα βάσανά σου, ζήτα συγχώρεση και για μας. Ήμουν πλέον σίγουρη. Υπήρχε ένα μυστικό μεταξύ τους, που έπρεπε να το μάθω», «Όταν ήμουν μικρή, το θεωρούσα φυσιολογικό να έχεις δύο μαμάδες».
«Η γιαγιά Φανή είχε μια μεγάλη ουλή, που άρχιζε από το μέτωπο και κατέβαινε μέχρι το λαιμό. Την έκρυβε, χαμηλώνοντας τη μαντήλα, που δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Όταν ήμουν μικρή, την ακουμπούσα και πάντα τη ρωτούσα: Πονάς γιαγιά Φανή; Όχι χαρά μου… και άλλαζε αμέσως κουβέντα. Έμαθα την αλήθεια πολύ αργότερα.» (σελ. 24-25)
«Πριν ένα μήνα, παρευρισκόμουν σε μια παρόμοια κηδεία, της γιαγιάς Φανής. Πριν καλά – καλά συνειδητοποιήσω το θάνατο της Φανής, πάνω στο μήνα έφυγε και η γιαγιά Μαριάνθη. Πώς μπορούσε άλλωστε να ζήσει χωρίς την αδερφή της; Η μοίρα της Μαριάνθης δεν ήταν καλή υφάντρα. Της έγνεσε μεγάλο το νήμα ζωής της, αλλά με κόμπους που τον τελευταίο δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να τον λύσει.»
«Είχα μεγάλη αδυναμία στη γιαγιά Φανή. Ήμουν το μαθητούδι της. Με ξύπναγε πρωί, λίγο πριν ο ήλιος σκάσει από τον βράχο, που ήταν κτισμένο το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος. Ήμουνα ανεβασμένη στη συκιά και έκοβα μεγάλα ώριμα όλο γλύκα σύκα και τα έτρωγα κρύα από τη δροσιά της νύχτας.» (σελ. 19-20)
Η μεταφορά η σχετική με την υφάντρα καθώς και οι διάσπαρτες αναφορές σε υφαντική τέχνη και σε υφαντά καλλιτεχνήματα μάς θυμίζουν συχνά την επαγγελματική ενασχόληση και γνώση της συγγραφέως.
«Μια μπάντα τεράστια, ένα αριστούργημα καλλιτεχνικής υφαντικής μέσα σε κορνίζα, με τις εννέα Μούσες να χορεύουν δίπλα στο ποτάμι, στεφανωμένες με λουλούδια. Διακοσμούσε τον τοίχο του σαλονιού του σπιτιού μας στην Αθήνα. Έργο της μανιάς Μαριγούλας και της Φανής. Δεν υπήρχε περίπτωση, να μη σταθούν οι επισκέπτες μας για να θαυμάσουν τον πίνακα. Σε καθήλωνε, με τα χρώματα και την κίνηση, έτοιμες να φύγουν να συνεχίσουν το χορό στα πράσινα λιβάδια. Την είχε κάνει δώρο στη μητέρα μου η Φανή, όταν γεννήθηκα.» (σελ. 33)
Το ρήμα που βρίσκουμε συχνά να επαναλαμβάνεται είναι το θυμάμαι και όλες οι λέξεις οι συγγενικές με τη μνήμη. Αυτή είναι που κινητοποιεί την αφηγήτρια, αυτή είναι που καθαίρει την συγγραφέα.
«Τη διαδικασία τη θυμάμαι πολύ καλά γιατί, πριν μερικά χρόνια, όλα τα καλοκαίρια μέναμε στο μικρό σπίτι, στο μεγάλο χωράφι. Ανάβαμε φωτιά με τσάκνα και όταν γίνονταν κάρβουνα, βάζαμε το χάλκινο ταψί σε μια πυροστιά και από πάνω το κλείναμε με τη γάστρα, που ήταν σαν ένα μεγάλο καπέλο. Με τη μασιά ρίχναμε στάχτη και κάρβουνα. Η πίτα έδεσμα. Η μυρωδιά που άφηναν τα διάφορα χόρτα, ανακατεμένα με τη μυρωδιά της ζύμης, μας έκανε να τρέχουν τα σάλια.» (σελ. 21)
Με ανάδρομες αφηγήσεις και επιστροφή στο παρελθόν φωτίζονται προοδευτικά οι παράλληλες εξελίξεις στους δύο κλάδους καταγωγής της ηρωίδας με τα δύο ονόματα, ένα από κάθε κλάδο: Μάγδα – Μαριάνθη. Γάμος στην Κηφισιά το 1933 των προγόνων της, του δικηγόρου Άγγελου Κώνστα με την Μάγδα. Και με περισσότερες λεπτομέρειες η παρουσίαση της οικογενειακής της κατάστασης και πορείας από το σόι της στην Καλαμπάκα:
«Από τον απέναντι τοίχο, με κοίταζε κατάματα ο παππούς Σπύρος, φορώντας τη στολή τού Έλληνα αξιωματικού και πιο δίπλα, ξεθωριασμένη από τον καιρό, μια οικογενειακή φωτογραφία, βγαλμένη σε κάποιο φωτογραφείο, με στημένη πόζα. Η οικογένεια Αλεξάκη. Όρθιος ο Γιωργής μαζί με τη Σοφία, έχοντας ένα μωρό στην αγκαλιά, τη Φανή. Δίπλα τους, ο Μανώλης, μπροστά τους ο Νικόλας, με κοντό παντελονάκι και δίπλα του, κοριτσάκι, η Μαριάνθη. Στο κάτω μέρος, έγραφε 11.05.1927» (σελ. 33)
«Γιαγιά, πες το παραμύθι του Σπύρου και της Μαριάνθης. Κοιτάζαμε μια συστάδα από αστέρια και η γιαγιά μού έδειχνε με το χέρι της και μου έλεγε. Αυτό το λαμπερό, είναι η Σοφούλα, δίπλα της ο Σπύρος, πιο κει ο Μανώλης, ο Νικόλας, η Σοφία και ο Γιώργης.» (σελ. 32)
Με υπαινιγμούς και αδρές γραμμές εισάγεται και ο αντιήρωας Πάνος Γρίβας («ο διαχρονικά γοητευτικός ωραίος νέος, που κρύβει έναν επιτήδειο, ύπουλο και αδίστακτο κακούργο. Έναν κυνικό καιροσκόπο, που καθόλου συμπτωματικά αλλά, αντιθέτως, πολύ χαρακτηριστικά, γίνεται ο συνεργάτης των Γερμανών στην Κατοχή και ο “επιτυχεμένος” πολιτικός, βουλευτής και υπουργός, στην τραγική μεταπολεμική περίοδο» -από τον πρόλογο του Περικλή Νεάρχου) και προοικονομείται όλος ο μετέπειτα αρνητικός του ρόλος.
Με πολύ ρομαντισμό παρουσιάζεται η ιστορία αγάπης του γιατρού Σπύρου και της Μαριάνθης, προγιαγιάς της αφηγήτριας. Ο Σπύρος είναι γιατρός στην υγειονομική υπηρεσία που βρίσκεται στα ριζά του λόφου του προφητη-Ηλία, όπου και συναντιούνται οι δύο ερωτευμένοι, όπως επίσης και στην βόλτα στην οδό Τρικάλων, που τόσες αναμνήσεις ξυπνά σε όσους από μας προλάβαμε και βιώσαμε την συνήθεια αυτή.
«Κάθε Κυριακή στη βόλτα χαιρετιόντουσαν από μακριά. Είχαν βρει έναν κωδικό: Ο Σπύρος έβαζε το χέρι του στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς κι εκείνη τού έσκαγε ένα χαμόγελο και συνέχιζε τη βόλτα με τις φιλενάδες της και πάλι από την αρχή.» (σελ. 72).
Η ρομαντική εξιδανικευμένη διάθεση επιτείνεται με χοροεσπερίδες στο εξοχικό κέντρο Καλλιθέα / Καλή Θέα στο σημερινό Ξενία, με έρωτες, ζήλιες, συνθηματικά πετραδάκια στα παράθυρα, γραμμόφωνα, κλέψιμο νύφης, ρομαντικό γάμο στον προφητη-Ηλία κ.ά.
«Ο Σπύρος πλημμύρισε τον νου της, σαρωτικά, σαν ανεμοθύελλα. Ένιωθε σαν μικρό παιδί που κάνει αταξία. Ακριβώς όπως τότε που, μικρό κοριτσάκι, τρύπωνε στην κουζίνα, και έτρωγε από τη ζύμη του τσουρεκιού, που φούσκωνε.» (σελ. 93)
Από τη σελίδα 96 κ.ε. εισάγεται μια ενδιαφέρουσα πρακτική της συγγραφέως: παρατίθενται χειρόγραφες επιστολές, πρώτα του γιατρού Σπύρου προς τον πατέρα του Σωκράτη και στη συνέχεια κι άλλες με διάφορους αποστολείς και αποδέκτες. Στην εποχή του διαδικτύου και των ηλεμηνυμάτων (e-mail), η αλληλογραφία με χειρόγραφες επιστολές, στα μάτια ιδίως των νεότερων αναγνωστών, φαντάζει συναρπαστική, περίεργη και γοητευτική.
Η περίοδος ευτυχίας δεν κρατά πολύ. Οι αντιθέσεις και εναλλαγές ευτυχίας δυστυχίας, ζωής και θανάτου, είναι κυρίαρχες στο βιβλίο και αποτελούν λάιτ μοτίβ (Leitmotiv) του μυθιστορήματος. «Σαν ήρθε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι», (σελ. 102) ξεσπάει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που εισβάλλει στη ζωή των ηρώων και την αναστατώνει.
Από τη σελίδα 114 κ.ε. παρατίθενται στο βιβλίο πρωτοσέλιδα εφημερίδων, επίσημα ανακοινωθέντα και διαγγέλματα, καθώς και στρατιωτικές ή άλλες ανακοινώσεις και αναφορές. Παρατίθενται επίσης πολλά γράμματα του Σπύρου με τον δικό του γραφικό χαρακτήρα προς τη Μαριάνθη, όπου περιγράφει την καθημερινότητά του στον πόλεμο, τα ανδραγαθήματα του αδερφού της Μανώλη καθώς και τα ιστορικά γεγονότα: 5ο Σύνταγμα Τρικάλων, προέλαση, ηρωική μάχη στο Ύψωμα 731, είσοδος Γερμανών στον πόλεμο κ.ά.
Ο πόλεμος όμως επεμβαίνει βίαια και βάναυσα στη ζωή της Μαριάνθης: «Ο Χάρος θέρισε ακόμα μια φορά το σπίτι του Γιώργη και η κουκουβάγια, που, μέρες τώρα, είχε θρονιαστεί στη μεγάλη καρυδιά, συνέχιζε το μοιρολόι. Οι συγγενείς και οι φίλοι ήταν όλοι εκεί. Ήρθαν να εκφράσουν τα συλλυπητήρια και ο ιερέας να τελέσει λειτουργία, για την ανάπαυση της ψυχής όχι μόνο του Μανώλη αλλά και του Σπύρου. Όλες οι γυναίκες, μαυροφορεμένες, όλες θρηνούσαν κάποιον. Παιδί, άνδρα, αδελφό. Το φέρετρο είχε τοποθετηθεί πάνω στο τραπέζι, στη σάλα, για ξενύχτισμα. Η Μαριάνθη δεν έφυγε ούτε μια στιγμή από τη σορό. Έπρεπε να προσευχηθεί και για τους δύο.» (σελ. 178)
Στην Κατοχή που ακολουθεί περιγράφονται οι δυσκολίες που βίωσαν οι μυθιστορηματικοί ήρωες αλλά και πραγματικά περιστατικά που έζησαν οι Καλαμπακιώτες την μαύρη αυτή περίοδο:
«Μέσ’ στο καταχείμωνο, στις 12 Ιανουαρίου του 1943, ήρθε η μεγάλη δοκιμασία. Οι Ιταλοί συγκέντρωσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό στην πλατεία, μπροστά σ’ ένα πολυβόλο έτοιμο να σκορπίσει θάνατο. Ευτυχώς, μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις των Αρχών της Καλαμπάκας με τους Ιταλούς το κακό απεφεύχθη.
Ίσως και ο έρωτας να έβαλε το χεράκι του. Ο διοικητής, λένε, αγάπησε μια Καλαμπακιώτισα. Και η Παναγία έκανε το θαύμα της. Εν τω μεταξύ, οι πολλές συλλήψεις και οι βομβαρδισμοί είχαν σαν αποτέλεσμα οι πιο πολλοί κάτοικοι να καταφύγουν στα γύρω χωριά.» (σελ. 186-187)
Γίνεται η νικηφόρα Μάχη της Καλαμπάκας, περιγράφεται η πυρπόληση της πόλης, οι δυσκολίες που βιώνουν οι κάτοικοι. Η καταλυτική δράση του αντιήρωα καιροσκόπου και δωσίλογου Πάνου Γρίβα, που είχε ζητήσει και σε γάμο την Μαριάνθη αλλά μάταια, στέλνει τη Μαριάνθη και τη μικρότερη αδερφή της Φανή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Όταν γυρίζουν, έρχονται αντιμέτωποι, όπως και όλοι οι κάτοικοι, με την θλιβερή πραγματικότητα των καμένων περιουσιών του και των κατεστραμμένων ζωών τους:
«Η Μαριάνθη πήγε στο μέρος που κάποτε ορθωνόταν το σπίτι της. Καινούργιο σπίτι δίπατο, δεν άντεξε την πύρινη λαίλαπα. Μόνο δύο τοίχοι από το κάτω πάτωμα έμειναν όρθιοι σαν φρουροί. Περνώντας μέσα από σωρούς από πέτρες και αποκαΐδια, με τα πόδια χωμένα μέσ’ τη στάχτη, έκλεισε τα μάτια και είδε τον Σπύρο να ανοίγει την εξώπορτα, έχοντας στην αγκαλιά του τη Σοφούλα, με έναν ανεμοδείκτη στο χεράκι της, που της είχαν αγοράσει στο πανηγύρι του Αϊ-Λια. Η εικόνα ήταν τόσο ζωντανή, που έκανε στο πλάι να περάσουν.«
»Ο πόνος της δυνατός, που της κόπηκε η αναπνοή. Άρχισε με μία κλαμούρα να σκαλίζει τα αποκαΐδια και να μαζεύει στην ποδιά της ό,τι μεταλλικό αντικείμενο έβρισκε. Καρφιά, μάνταλα παραθύρων, πόμολα πόρτας… Τα χέρια της είχαν γίνει μαύρα, οι κάλτσες της είχαν σκιστεί και από τα πόδια της έτρεχε αίμα. Έψαχνε ασταμάτητα, με μανία. Βρήκε ένα αντικείμενο και με την άκρη του φουστανιού της άρχισε να το τρίβει σιγά – σιγά μέχρι που έλαμψε. Το έβαλε στο στήθος της, έπεσε στα γόνατα και έκλαψε με θρήνο. Τα δάκρυα, που τόσα χρόνια είχαν συσσωρευτεί, κύλησαν ποτάμια και πλύνανε τη μπρούντζινη κορνίζα, που κάποτε είχε μέσα τη φωτογραφία του γάμου της.» (σελ. 202)
Στη συνέχεια μεταφερόμαστε στο 1981, αλλά δεν ξεφεύγουμε από το θλιβερό κλίμα. Στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών η μητέρα της αφηγήτριας Σοφία→Θεοδώρα συναντά τυχαία στο νεκροταφείο τις άλλες δύο γυναίκες από τις τέσσερις του τίτλου, την Μαρία και την Αργυρώ, συμμαθήτρια της Έλλης. Σε όλες αυτές ο ίδιος κακός καιροσκόπος δαίμονας, που επιβιώνει σε κάθε αλλαγή και αναρριχάται στην εξουσία, καταλαμβάνοντας βουλευτικούς και υπουργικούς θώκους, έχει παρέμβει κι έχει αναστατώσει ανεπανάληπτα και ανεξίτηλα τις ζωές τους.
«Τις επισκεπτόταν τακτικά, τις πήγαινε στο νεκροταφείο και τοποθετούσε μια αγκαλιά ροζ τριαντάφυλλα στον τάφο της Έλλης. Άκουγε τη Μαρία και την Αργυρώ, να της λένε πως περάσανε την μέρα τους και να επαναλαμβάνουν τον όρκο τους: Δεν θα μείνει ατιμώρητο το τέρας.» (σελ. 236)
Οι αποκαλύψεις που ακολουθούν είναι επώδυνες και βασανιστικές. Οι δευτεραγωνιστές και τριταγωνιστές της αφήγησης (Κατερίνα, γιατρός Κυριακάκης) αποκαλύπτουν στοιχεία του μυστηρίου και φωτίζουν άγνωστες πλευρές της ιστορίας. Η κόρη του Σπύρου και της Μαριάνθης και ενδοδιηγητική αφηγήτρια Σοφία – Αδαμαντία, με αποκαλυπτική πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσθέτει τα δικά της στοιχεία και η εγκιβωτισμένη της διήγηση ρίχνει φως σε ένοχα μυστικά. (σελ. 244 κ.ε.)
Η Σοφία→Θεοδώρα Κώνστα με τον άνδρα της, ανακαλύπτοντας την καλαμπακιώτικη καταγωγή της, σπεύδει στην Καλαμπάκα, σε μια πορεία αυτογνωσίας, ανακάλυψης της ρίζας, ενσωμάτωσης και λύτρωσης.
«Είχαν δύο ώρες δρόμο ακόμα. Φτάσανε στη κορυφή του Δομοκού και άρχισαν να κατεβαίνουν. Ήταν σαν να βρίσκονταν σε αεροπλάνο. Στην Αγγλία, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια, η εξοχή τής άρεσε πολύ. Η ομορφιά της ελληνικής γης όμως την καθήλωσε. Μπροστά τους απλωνόταν ο απέραντος θεσσαλικός κάμπος. Οργασμός σχεδίων, τρίγωνα, τετράγωνα, λουρίδες μακρόστενες, τεθλασμένες, χωράφια σπαρμένα με στάρι, το ένα κλωνί δίπλα στο άλλο όρθια σαν φρουροί. Χωράφια που είχαν απλωμένους κατακόκκινους μανδύες, στο χρώμα το πορφυρό των Βυζαντινών αυτοκρατόρων (κόκκινες παπαρούνες). Πιο κει, καταπράσινα λιβάδια και ανάμεσά τους ένα χαλί με έντονο κίτρινο χρώμα των λουλουδιών της βρούβας. Ο τάπητας, με τις εναλλαγές χρωμάτων, πήγαινε μακριά, ώσπου χανόταν στον ορίζοντα. Για λίγο, ξέχασε τα πάντα και αφέθηκε στη μαγεία του θεσσαλικού κάμπου. Ένα δυνατό φρενάρισμα την επανέφερε στην πραγματικότητα.» (σελ. 270)
Στην Καλαμπάκα γίνεται δεκτή από το άγνωστο μέχρι τότε σόι της, τη γιαγιά Μαριάνθη και την αδερφή της Φανή. Οι αποκαλύψεις συνεχίζονται:
«Κάθε λέξη, που ειπώθηκε, από τη Θεοδώρα, τον Ορέστη, τη Μαρία και την Αργυρώ, αλάτι σε πληγή που μόλις άρχισε να επουλώνεται. Ο πόνος αφόρητος δεν αντέχεται. Το όνομα Πάνος Γρίβας, έσκασε σαν φουρνέλο στο νταμάρι και η αντάρα σκοτείνιασε τα μάτια και τον νου των τεσσάρων γυναικών. Δεν συνειδητοποίησαν αμέσως για ποιον Πάνο Γρίβα επρόκειτο. Χρειάστηκε ο Ορέστης να επαναλάβει, Πάνος Γρίβας ο τότε Νομάρχης Τρικάλων και νυν Βουλευτής.» (σελ. 280)
Μια τελευταία αναδρομή στο 1958 στην Αθήνα διαφωτίζει τα γεγονότα και για τις άλλες δύο γυναίκες της τετράδας: τη Μαρία και την Αργυρώ καθώς και την άδικα χαμένη Έλλη. Η εμπλοκή τους και οι έρωτες με τον Πάνο Γρίβα, τον οποίον βοηθούν να εκλεγεί βουλευτής και ο οποίος τις εκμεταλλεύεται με τρόπους σαδιστικούς και απάνθρωπους, παρουσιάζονται με ποικίλους αφηγηματικούς τρόπους, με πιο ενδιαφέροντα το ημερολόγιο που κρατά η Έλλη και που αποσπάσματά του παρατίθενται στο βιβλίο με τον ιδιόγραφο χαρακτήρα της.
Η Έλλη και η Αργυρώ φωτίζουν με τις αφηγήσεις τους τις σχέσεις τους με τον αδίστακτο βουλευτή: «Ήμουν δεμένη μαζί του, με έναν περίεργο τρόπο. Δεν ήταν ο έρωτας που διάβαζα στα μυθιστορήματα. Δεν τον ερωτεύθηκα με τον αγνό έρωτα των κοριτσιών. Ήταν μια εξάρτηση. Ήταν ο πρώτος μου εραστής. (…) Εγώ, το τέρας της λογικής, είχα γίνει σκλάβα των ορέξεών του και των αχαλίνωτων επιθυμιών μας. Όχι δεν τον ερωτεύθηκα. Μια ζωώδης ερωτική επιθυμία με κρατούσε σκλάβα. Ήταν έμπειρος στα ερωτικά παιχνίδια και πάντα με απογείωνε. Πάντα με κρατούσε σε εγρήγορση. Δεν έκανα όνειρα μαζί του. Σαν από ένστικτο, δεν με απασχολούσε το μέλλον, αλλά μόνον το παρόν. Μου άρεσε αυτή η ζωή. Τα ταξίδια μας και η χαρά του έρωτα. Το κρυφό με διήγειρε. (…) Με κούραζε το γεγονός ότι έπρεπε ο δεσμός μας να μένει κρυφός. Ήθελα να το πω, τουλάχιστον, στην Έλλη. Ο Πάνος ήταν ανένδοτος. Σε κανέναν από το γραφείο. Με απειλούσε ότι θα σταματήσει να με παίρνει μαζί του.» (σελ. 298)
Πίσω στην Καλαμπάκα τέσσερις γυναίκες πάνε «στην παλιά εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Κρατώντας ένα κερί στα χέρια και ένα ματσάκι αγριολούλουδα, ανέβαιναν χωρίς να μιλούν. Πέρασαν στο προαύλιο της εκκλησίας και από κει στην πόρτα αριστερά, σε μια μικρή ρούγα, στη βορινή πλευρά της εκκλησίας. Ανέβηκαν λίγα σκαλιά, πέρασαν ανάμεσα από μνήματα και στάθηκαν μπροστά σε ένα τάφο. Σε έναν τάφο, περιφραγμένο με μικρά δαντελωτά ξύλινα κάγκελα, φυτεμένο με ανθισμένους λευκούς σφονδύλους και μοβ κρίνους. Ο ξύλινος σταυρός στο κέντρο είχε τη φωτογραφία μιας νεαρής κοπέλας. Στο κάτω μέρος έγραφε: “Αδαμαντία – Σοφία Ρίζου, ετών 17. 27-2-1954” Το καντηλάκι τρεμόπαιζε, έτοιμο να σβήσει, αλλά, με το που του πρόσθεσαν λάδι, η φλόγα θέριεψε. Καθάρισαν τους κρίνους από τα ζιζάνια. Στάθηκαν με τα χέρια σταυρωμένα και προσευχήθηκαν. Τέσσερα ζευγάρια χεριών ενώθηκαν, υψώθηκαν προς τον ουρανό και από το στόμα τους δόθηκε ο μεγάλος όρκος. Από τότε περάσανε χρόνια.» (σελ. …)
Η τελική λύση του δράματος δίνεται στην Αθήνα το 1997. Η συνεργασία των τεσσάρων γυναικών επιφέρει την αναγκαία νέμεση και η κάθαρση και γαλήνη επέρχεται τόσο για τις ίδιες, όσο και για την αφηγήτρια Μάγδα – Μαριάνθη, που στην Κηφισιά το 2014 σχολιάζει τη λύση που δόθηκε. (σελ. 367)
Τρεις σύντομες επιλογικές παρατηρήσεις
Το τραγούδι και η μουσική φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα και συχνά η συγγραφέας παραθέτει στο κείμενό της τους στίχους τραγουδιών, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 22, όπου παρατίθενται οι στίχοι τριών καλαμπακιώτικων τραγουδιών, που φαίνεται να αποτελούν πηγή έμπνευσής της: «Του ρήγα η θυγατέρα», «Το τραγούδι του Γιάννη» και η «Μπεΐνα». «Περπάτα, αυγή, περπάτα, αστρί, περπάτα, νιο φεγγάρι, περπάτα, μήλο κόκκινο και ρόδο μου βαμμένο, κι εγώ κοντά σου έρχομαι.» «Πολύ μικρός παντρεύτηκα, μικρή γυναίκα πήρα. Της έμαθα το ζύμωμα, της έμαθα τη ρόκα, κι εμένα με παράτησε, και άλλον άνδρα βρήκε.» «Δεν ακούς, μπεΐνα μου και μπεΐνοπούλα μου, στο χορό μην κατεβείς, κι είναι ο βόιβοντας εκεί.»*
Αλλά και σε άλλα σημεία έχουμε παράθεση στίχων, όπως στη σελίδα 247 που η μανιά σχολιάζει τον έρωτα της ανιψιάς της με το γνωστό τραγούδι του Αττίκ και της Δανάης «Τα καημένα τα νιάτα, τι γρήγορα, που περνούν, σαν αστέρι διαβατικό, σαν λουλούδι ευωδιαστό. Κι όταν είναι φευγάτα, αχ, πίσω ποτέ δεν γυρνούν.» Ή πάλι στη σελίδα 52 παρατίθενται οι στίχοι του δημοτικού: «Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι οι συμπέθεροι όλοι.» Ή «Σαν ήρθε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι». (σελ. 102)
Ενδιαφέρουσες είναι και οι περιγραφές ενδυμάτων, υφασμάτων, υφαντών κ.λπ. Η εξειδικευμένη ορολογία που χρησιμοποιείται προδίδει, εκτός από γνώση του αντικειμένου και μεγάλη επιμέλεια και προσοχή:
«Το νυφικό, φτιαγμένο από ταφτά (μεταξωτό ύφασμα), σε απλή λιτή γραμμή, με τον μπούστο κεντημένο με πέρλες. Στο όμορφο κεφάλι της, μια κουάφ, με μυγκέ (λουλουδάκια φτιαγμένα από δέρμα), που συγκρατούσε το πέπλο από ακριβή μουσελίνα, δώρο της Βιολέτας. Ο γάμος έγινε στον Άγιο Δημήτριο στου Ψυρρή, εκεί όπου γνωρίστηκαν για πρώτη φορά.» (σελ. 52)
Οι σπουδές της συγγραφέως στην υφαντική τέχνη καθώς και οι επαγγελματικές της ασχολίες (Ίδρυσε Σχολή Υφαντικής το 1983 όπου και δίδαξε για 20 χρόνια. Συγχρόνως ίδρυσε βιοτεχνία που παρήγαγε παραδοσιακά υφαντά λαϊκής τέχνης) φαίνονται συχνά σε αρκετά χωρία του βιβλίου: «Η Μαριγούλα ήταν καλλιτέχνης στην υφαντική και άρχισε να μαθαίνει και στη Φανή τα μυστικά. Μετά το σχολείο, εκείνη έτρεχε κατευθείαν στη θεια. Εκεί βρήκε την ισορροπία και αφοσιώθηκε μετά μανίας στα μαθήματα υφαντικής και μαγειρικής. Τρέχανε οι δυο τους στα χωράφια, στις πλαγιές, στα βράχια και μάζευαν χόρτα, φύλλα, λουλούδια. Τα επεξεργάζονταν και έκαναν βαφές, σε χρώματα όλων των αποχρώσεων.» (σελ. 105)
Η δεύτερη ασχολία της συγγραφέως (Εργάστηκε επίσης στη Διεύθυνση Πρασίνου του Δήμου Αθηναίων) αφήνουν το στίγμα τους σε αρκετές σχετικές περιγραφές, που φανερώνουν ευαισθησία, μεράκι αλλά και γνώσεις κηπουρικής:
«Τα παρτέρια ήταν το καμάρι του κ. Τάσου, του κηπουρού. Δίδασκε την τέχνη στο γιο του, τον Ανδρέα, λέγοντας του ότι εκτός από πότισμα και σκάλισμα, θέλουν να τα μεγαλώνεις με αγάπη, με κουβέντα, με ωραία λόγια και αυτά ανθίζουν και σε αποζημιώνουν σε όλες σου τις αισθήσεις. Θα νιώσεις ικανοποίηση πως αυτό που βλέπεις και είναι χάρμα οφθαλμών είναι δικό σου δημιούργημα. Το είδες ένα τόσο μικρό σποράκι και τώρα κρατάς μια ανθοδέσμη από υακίνθους, που με την αφή νιώθεις την υπέροχη αίσθηση του βελούδου και με την όσφρηση ρουφάς τα θεσπέσια αρώματα που αναδίδουν.» (σελ. 55) Η παραπάνω περιγραφή με τη συναισθησία και τον συμφυρμό των αισθήσεων -όραση, όσφρηση, αφή- μάς μεταφέρει στον κήπο κι εμάς τους ίδιους…
«Την αγάπη για τα λουλούδια, προσπαθούσε να μεταδώσει στον γιο του τον Ανδρέα, αμούστακο παιδί ακόμα. Τα κατάφερε. Έβλεπε με πόση προσοχή έκοβε τα τριαντάφυλλα σχεδόν με ευλάβεια, για να μην πληγώσει τη μαμά τριανταφυλλιά. Οργασμός από λουλούδια στον κήπο, ταξινομημένα κατά είδος. Το κεντρικό παρτέρι είχε σχήμα στρογγυλό. Δυο σειρές τριανταφυλλιές κόκκινες, το κόκκινο της φωτιάς, και στο κέντρο σκούρο κόκκινο, βελούδινο, αίσθηση φωτιάς και πάθους. Στο απέναντι παρτέρι τριανταφυλλιές στους τόνους του ροζ• ρομαντισμός εν όψει. Λίγο παραπέρα ένα παρτέρι στα λευκά. Τριανταφυλλιές που τα κλωνιά τους λύγιζαν από εκατοντάδες άσπρα μικρά μπουκετάκια. Το παρτέρι της αθωότητας.» (σελ. 56)
«Δύο θεόρατοι φοίνικες, μέσα σ’ ένα μεγάλο παρτέρι με γκαζόν, που μόλις είχε κουρευτεί και έστελνε τη μυρουδιά του κομμένου χόρτου. Πίσω της, ένα μικρό δάσος από πανύψηλα πεύκα και στο κέντρο της πλατείας, ένα στρογγυλό παρτέρι που μέσα του είχε ένα μικρό, καλοσχηματισμένο κύκλο από πυράκανθους. Περιμετρικά, υπήρχαν, πάλι σε σχήμα κύκλου, κοντές τριανταφυλλιές όλων των χρωμάτων. Όλη η πλατεία ήταν περιφραγμένη από μουριές και στα παγκάκια, που ήταν κάτω από τη σκιά τους, γεροντάκια που ξεκουράζονταν, πριν πάνε στο Κ.Α.Π.Η.» (σελ. 218)
Υποσημειώσεις
1 Εδώ να κάνουμε μια παρατήρηση: Στο Α’ Ιστορικό Συνέδριο για την Καλαμπάκα ο καθηγητής Θεόδωρος Νημάς είχε αποδείξει πως δεν είναι η Καλαμπάκα η Ιθώμη αλλά την είχε τοποθετήσει στη θέση Αλώνια στο ύψωμα Κάστρο του χωριού Πύργος Καρδίτσας. Πέρυσι ο καθηγητής Γιάννης Πίκουλας με ανακοίνωσή του στο 10 Συμπόσιο Τρικαλινών Σπουδών τοποθέτησε την Ιθώμη στις πόλεις που δεν γνωρίζουμε πού ακριβώς βρίσκονται, άρα θα μπορούσε να είναι και στην Καλαμπάκα.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!