Το κείμενο της παρουσίασης για το βιβλίο «Ο όρκος των τεσσάρων γυναικών» της Λίας Αλεξίου (Εκδόσεις «Λειμών», 2015), όπως έγινε από Βιβλιοθηκονόμο – Αρθρογράφο Έφη Δούλη στην αίθουσα «Νίτσα Λιάπη» στις 9 Μαΐου 2015
Τα βιώματα, οι συσσωρευμένες εμπειρίες τής ζωής, όχι μόνο επηρεάζουν γενικά, αλλά και καθορίζουν ενίοτε τη συμπεριφορά τού ατόμου. Σε αυτά ανατρέχουμε πολλές φορές, για να ερμηνεύσουμε κινήσεις, κλίσεις και δημιουργικές κατευθύνσεις. Τα βιώματα λειτουργούν ως στήριγμα και πηγή καλλιτεχνικής έκφρασης. Όσα περισσότερα γνωρίζει κανείς στη ζωή του, τόσο περισσότερο πλουτίζει την ψυχή του.
Ταξίδια, παιχνίδια, ανέμελες βόλτες, διακοπές, περίοδοι ευτυχίας και δυστυχίας, καταστροφές, περιπέτειες, πόλεμοι, κατατρεγμοί: όλα αυτά αφήνουν το στίγμα τους και κάνουν τον άνθρωπο σοφότερο.
«Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω», λέει ο Όμηρος για τον Οδυσσέα.
Τα πιο ισχυρά βιώματα δημιουργούνται στην παιδική ηλικία και συνοδεύουν τον άνθρωπο σε όλη τη ζωή του.
Η λογοτεχνία σε μεγάλο βαθμό είναι βιωματική, υπό την έννοια ότι ο συγγραφέας (ποιητής, διηγηματογράφος, πεζογράφος) αφηγείται προσωπικές βιωματικές καταστάσεις. Ο αναγνώστης, συμμετέχοντας με τον δικό του τρόπο σε αυτόν τον κόσμο της περιπέτειας ή του δράματος, επηρεάζεται ανάλογα.
Με ιδιαίτερη χαρά δέχτηκα την πρόταση της κ. Λίας Αλεξίου να παρουσιάσω το εξαιρετικό βιβλίο της, «Ο όρκος των τεσσάρων γυναικών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Λειμών» και είναι ένα βιβλίο που ξεχειλίζει από νοσταλγία, μνήμες, βιώματα, αγάπη, αγωνίες, μαγεία, έρωτα, και που συνιστά έναν ύμνο τόσο για τον άνθρωπο, όσο και για τον ευλογημένο τόπο μας, την Καλαμπάκα, με την οποία η συγγραφέας είναι σφιχτά δεμένη.
Δάσος από γκρίζα βράχια. Σαν να τα φύτεψαν χέρια γιγάντων, μένουν εκεί εκατομμύρια χρόνια. Η Φύση δίνει ρεσιτάλ καλλιτεχνίας. Οι βράχοι σχηματίζουν γλυπτά, που όλοι οι γλύπτες της γης κι αν ενώνονταν, δεν θα μπορούσαν να συλλάβουν αυτή τη σύνθεση που εναλλάσσεται ..Όλα γύρω σου εκπέμπουν αγιότητα. Τότε, βρίσκεσαι μόνος με τον Θεό.
(…)Η Καλαμπάκα, τα Μετέωρα, ξακουστά στα πέρατα της γης. Αυτό είναι το χωριό μου, το καλύτερο και το ομορφότερο όλων.
Τα βιώματα χαράζουν την ψυχή μας και δεν φεύγουν με τίποτε. Πολλές φορές αυτά είναι οι αποσκευές που κουβαλάμε στο ταξίδι τής ζωής μας, και αν τις πετάξουμε στον πρώτο σταθμό, στον επόμενο θα τις βρούμε ξανά μπροστά μας. Τα βιώματά μας μάς ακολουθούν πάντα και παντού. Έστω και αν είναι καλά αμπαλαρισμένα, μας περιμένουν σε κάποια γωνία, για να μας θυμίσουν ότι το αποτύπωμά τους πάνω μας θα μείνει ανεξίτηλο.
Έτσι και η πένα της συγγραφέως οδηγείται από την εσωτερική ανάγκη της να αποτυπώσει τους εσωτερικούς κραδασμούς της. Η Συγγραφέας αισθάνεται την ηθική υποχρέωση να δώσει στο αναγνωστικό κοινό, και ιδιαίτερα στο αναγνωστικό κοινό τής γενετείρας της, τα προϊόντα των ψυχικών της διεργασιών, για να το πληροφορήσει περισσότερο για θέματα που σύμφωνα με την κρίση της χρειάζονται να γίνουν γνωστά για την ιστορία, αλλά και για τις συνήθειες της ιδιαίτερης πατρίδας μας, της Καλαμπάκας.
Παράλληλα όμως και το βάρος τής βιωματικής εμπειρίας αποφορτίζεται με τη διοχέτευσή της στη λογοτεχνία. Αυτό επιτυγχάνεται με τη συγγραφή του εν λόγω μυθιστορήματος, η ιστορία του οποίου έχει επίκεντρο την Καλαμπάκα.
Κάποιες φορές είναι ανάγκη η πένα να οδηγηθεί με παρρησία στην αλήθεια της ζωής με όλες τις εκφάνσεις της, χωρίς εξωραϊσμούς, παραγκωνίσεις ή αποκλεισμούς. Η Συγγραφέας καταγράφει ό,τι την συγκίνησε βαθιά, ό,τι πέρασε από τις αισθήσεις της και αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στην ευαίσθητη μεμβράνη της ψυχής της. Και μένει εκεί έως ότου έρθει το πλήρωμα του χρόνου, για να δοθεί η έμπνευση μετουσιωμένη σε λογοτεχνική δημιουργία στο φως και στην κρίση των αναγνωστών.
Ο Κώστας Κατσώνης στα «Σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα» στο κυπριακό παιδικό-νεανικό διήγημα, Περιοδικό Διαδρομές, Τεύχος 47 αναφέρει:
«Ο λογοτέχνης δεν μπορεί να ζει ξεκομμένος από το γύρω του κόσμο, ούτε να κατοικεί σ’ έναν γυάλινο πύργο, ανέγγιχτος κι ανεπηρέαστος από τα σύγχρονα κοινωνικά δρώμενα του τόπου του και του κόσμου γενικότερα. Αν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν βιώσει την εμπειρία – έστω και μία ξένη εμπειρία, η οποία να έχει μεταδοθεί σε εκείνον με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει και δικό του βίωμα, δεν θα μπορέσει να συγκινήσει τον αναγνώστη. Ο λόγος του δεν θα καταφέρει να μεταδώσει τη συναισθηματική ένταση των στιγμών, δεν θα κατορθώσει να αφυπνίσει το ενδιαφέρον του, γιατί θα είναι ψεύτικος κι ανεπαρκής».
Ο συγγραφέας χρειάζεται χρόνο ωρίμανσης, εσωτερικής διεργασίας τών γεγονότων και των συναισθημάτων, μια χρονική απόσταση δηλαδή από τη στιγμή τής σύλληψης της ιδέας ή της βίωσης ενός γεγονότος, η οποία μπορεί να κρατήσει ακόμη και χρόνια κυοφορίας, για να οδηγηθεί στην ευεργετική ώρα τού τοκετού.
Η χρονοβόρα αυτή πάλη τού δημιουργού – λογοτέχνη ουδεμία σχέση έχει με το θέμα τής αποστασιοποίησης, η οποία επιβάλλεται σε άλλα είδη της συγγραφικής παραγωγής. Ο λογοτέχνης δεν στέκεται ως αντικειμενικός κριτής απέναντι σε ιστορικά γεγονότα, όπως θα έκανε ο ιστορικός, ο οποίος διατηρώντας μία απόσταση από αυτά, επιτυγχάνει ευκολότερα μία αντικειμενικότερη γραφή.
Ο λογοτέχνης – συγγραφέας χρειάζεται τον χρόνο τής ψυχικής διεργασίας για την ιεράρχηση των συναισθημάτων του.
Η Λία Αλεξίου βουτά τη συγγραφική πένα της βαθιά στα βιώματά της, για να «ντύσει» χαρακτήρες και για να αφηγηθεί την ιστορία τών τεσσάρων ηρωίδων τού βιβλίου της «Ο όρκος των τεσσάρων γυναικών».
Χρησιμοποιεί χωρίς φόβο αλλά με πάθος τα βιώματά της. Τα βιώματά της την έχουν χαράξει πολύ για να τα αρνηθεί, και σίγουρα δεν θέλει να τα ξεφορτωθεί. […]
Υπό το αμυδρό φως ενός φωτιστικού διάβασα το βιβλίο. Χωρίς ανάσα και νοερά κρατούσα το χέρι της ηρωίδας Μαριάνθης, θέλοντας να την παρηγορήσω για όσα τραγικά και δύσκολα έζησε. Χάιδευα την ουλή τής άλλης ηρωίδας της Φανής, στο πρόσωπο και ήθελα να της απαλύνω τον πόνο από το γερμανικό καμουτσίκι, που έπεσε πάνω της με μεγάλη ορμή και αγριότητα.
Αποτελεί θεϊκή ευλογία, η ξεχωριστή ικανότητα που έχει ένας συγγραφέας, να δίνει ψυχή στην πένα όπως κάνει η Λία Αλεξίου, να συνθέτει πρόσωπα και καταστάσεις, να πλάθει μυθεύματα, προκειμένου να φέρει στην επιφάνεια λέξεις, εικόνες, βιώματα και παραστάσεις από τα μύχια τής ψυχής της.
Το αξιοθαύμαστο βιβλίο τής Λίας Αλεξίου αποτελεί κληρονομιά και παρακαταθήκη για όλους του νεοτέρους, καθώς η Συγγραφέας έχει ως στόχο την «ιδιότυπη σκυτάλη» που ανέσυρε η ίδια και τη μετέφερε μέσα από έναν «αέναο και κοπιαστικό δρόμο», για να την παραλάβουν αγαπημένα της πρόσωπα, να συνεχίσουν αυτό το όμορφο ταξίδι και να την παραδώσουν ακόμη πιο μακριά.
Από μια πλευρά, ίσως η ενδόμυχη ανάγκη για έκφραση να επικεντρώνεται σε αυτά που αναφέρει στον «Πρόλογο» του βιβλίου ο Πρέσβης κ. Περικλής Νέαρχος:
«Το μυθιστόρημα δεν είναι ιστορία ενός τόπου και μιας περιόδου, όπως τη γράφει ένας ιστορικός. Είναι διήγηση ζωής και χαρακτήρων, που αποκαλύπτουν μ’ έναν άλλο και πιο άμεσο τρόπο την πραγματική ιστορία ενός τόπου και μιας περιόδου. Αποκαλύπτουν επιπλέον ατόφιο χρυσάφι από ζωές, που έγιναν πρότυπα αγάπης, γενναιοδωρίας, ηθικότητας, καρτερικότητας στη δοκιμασία, αλλά και χαράς και ευτυχίας».
Βασικοί άξονες της ιστορίας τής Συγγραφέως είναι οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, ο χώρος και ο χρόνος που ζουν, οι δεσμοί αίματος, η γειτονιά, οι αγιασμένοι τόποι τής Καλαμπάκας, ο άγριος «πόλεμος» με τον οδυνηρό χαμό νέων ανθρώπων.
«8 Ιανουαρίου 1941: Αγαπημένη μου Μαριάνθη, χθες το βράδυ είχαμε μια από τις σφοδρότερες μάχες. Οι φαντάροι μας, μαζί και ο Μανώλης, ξεγλιστρούν έρποντας σαν αίλουροι, κόβουν τα συρματοπλέγματα και το μαχαίρι κάνει καλά τη δουλειά του. Ο ένας μετά τον άλλον οι Ιταλοί πέφτουν. Τους παίρνουν είδηση και η μάχη ξεσπά, σκορπίζοντας θάνατο και από τις δύο πλευρές. Το πρωί, το ύψωμα 805, χάρις στην ομάδα που έκοψε τα σύρματα, πάρθηκε. Αλλά ο λόχος μας μετράει πληγές. Από τα είκοσι παλικάρια μόνον τέσσερα γύρισαν πίσω. Μεταξύ αυτών και ο Μανώλης. Ο Σωτήρης Καλοστύπης, ο γείτονάς μας, δεν τα κατάφερε. Παιδί μόλις 25 χρονών. Πρέπει να συμπαρασταθείς στην οικογένεια. Ο γιος, ο αδερφός τους, γεννήθηκε απλός άνθρωπος και έπεσε σαν ήρωας. Και οι ήρωες δεν πεθαίνουν ποτέ. Αναπαύεται δίπλα σε άλλους πατριώτες στην τοποθεσία Τοπόγιαννη, με έναν ξύλινο σταυρό που γράφει: “Εδώ κείτονται ήρωες”» (σελ. 145-146).
Το πόνημα της κ. Αλεξίου έχει εσωτερική συνοχή και εκτυλίσσεται ανάμεσα σε ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα με χρονολογική σειρά, ενώ σε κάθε πρόταση της ιστορίας αναδύονται συναισθήματα, μνήμες, νοσταλγία και ατέρμονη αγάπη για τους γονείς της, την ιδιαίτερη πατρίδα της, τον Χριστό, την Αγία Ελλάδα και τους συνανθρώπους της.
Παραθέτει η Συγγραφέας ιστορικά γεγονότα, που ξεχειλίζουν από αγωνία, αγανάκτηση και απόγνωση, που αναφέρονται στην Κατοχή, στον Πόλεμο του ’40 και στην καταστροφή τής Καλαμπάκας, και που αναφέρονται στον ενθουσιασμό της προετοιμασίας για την αντίσταση και την πολυπόθητη νίκη.
Με ευλάβεια ακολουθούμε στον Βόλο τα χνάρια των δύο ηρωίδων, της Μαριάνθης και της Φανής, και από εκεί τη με τραγικό τρόπο μετακόμισή τους στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης της Γερμανίας. Ο θυμός και ο πόνος ξεπηδούν μέσα από τις γραμμές τού βιβλίου, ώσπου να έρθει η κάθαρση, και τελικά η δικαίωση.
Η συνέχεια διαδραματίζεται στην Καλαμπάκα και στην Αθήνα, με τελική κατάληξη το «νόστιμο ήμαρ» στην πόλη μας.
«Ο Όρκος των Τεσσάρων Γυναικών» αποτελεί ένα είδος εξομολόγησης. Περιγράφει τη διαδρομή ανθρώπων που πιθανώς γνωρίζουμε, από τους μυρωδάτους ροδώνες της «Λαλούκας» στον πολυαγαπημένο «Σωποτό», κι από εκεί στο πλάτωμα του Αγίου Δημητρίου στην «Πουλιάνα» να χορεύουν μ’ έναν ιδιαίτερο τοπικό τρόπο. Αναφέρεται στις διηγήσεις και στα παραμύθια τής γιαγιάς Μαριάνθης, που κάποιοι από εμάς τα ακούσαμε, και με κόπο συγκρατήσαμε ένα δάκρυ στην άκρη των ματιών μας. Αναφέρεται στις αφηγήσεις και στις νουθεσίες της γιαγιάς Φανής, και μέσα από τις αράδες τού βιβλίου έχουμε ένα κινητό αρχείο πληροφοριών.
Το έργο αυτό κατακλύζεται από ένα αστείρευτο πλήθος εικόνων. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας είναι απλή και βγαίνει απευθείας από την καρδιά της, καθώς εμπεριέχει πολλά στοιχεία και ιδιωματισμούς από την τοπική μας διάλεκτο (όπως μανιές, τσάκνα, μπλάστρι, κάδη, γάστρα).[…]
Σε ορισμένες περιπτώσεις η γραφή της κ. Αλεξίου, αγγίζει τις παρυφές της ποίησης :
«Ο Ιανουάριος κόντευε να τελειώσει. Μετά από συνεχείς χιονοπτώσεις ένας λαμπερός ήλιος βγήκε και έφερε την Άνοιξη στο καταχείμωνο. Η Καλαμπάκα, στρωμένη με ένα παχύ στρώμα χιονιού. Από τα βράχια κρέμονταν κρυστάλλινοι σταλαχτίτες, από το νερό που είχε παγώσει, και μεταμόρφωναν το ήδη φανταστικό τοπίο σε εξωπραγματικό. Οι ακτίνες του ήλιου έκαναν το χιόνι πάνω τους να γυαλίζει σαν να το είχαν πασπαλίσει με χρυσόσκονη».
Την πρωταγωνίστρια του βιβλίου, κατά την ταπεινή μου άποψη, την περιγράφει με σεβασμό και βαθιά αγάπη ως άξιο και σοφό άνθρωπο. Τα ίδια συναισθήματα ξεχειλίζουν και για τους υπόλοιπους ήρωες της ιστορίας της.
Το βιβλίο διαπνέεται συνάμα και από ύψιστες διαχρονικές αξίες: της πίστης, της αδελφοσύνης, της ανυπόκριτης φιλίας, της ευγνωμοσύνης, της προσφοράς και της αγάπης για τον συνάνθρωπό, όπως μας τη δίδαξε ο Χριστός.
Ένα εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό τής Συγγραφέως είναι η αστείρευτη πηγή έμπνευσης, την οποία λαμβάνει από κάθε είδους αντικείμενα, με τα οποία είναι γαντζωμένες η μνήμη, τα βιώματα και οι θύμισές της.
Τα περιβάλλει με περισσή αγάπη και τα αναδεικνύει, περιγράφοντας κάθε τους μικρολεπτομέρεια, καθώς προσπαθεί να αναδείξει την «ψυχή» των πραγμάτων. […]
Σε μια πόλη με όμορφες γειτονιές, καλντερίμια και πλατώματα αλλά κυρίως με αγνούς και καλόκαρδους ανθρώπους μεγάλωσε η συγγραφέας. Αυτή η πλούσια σε ομορφιά και συναισθήματα πόλη είναι η προίκα της Λίας Αλεξίου, η οποία μας κατέθεσε στο εν λόγω βιβλίο της ένα πολύτιμο κομμάτι της.
Οφείλουμε λοιπόν και εμείς παρά την εξέλιξη που η εποχή μας επιβάλλει να διατηρήσουμε το χρώμα, την ομορφιά και την ιστορία της Καλαμπάκας και να την παραδώσουμε στις νεότερες γενιές. Είναι σημαντικό για τα νέα παιδιά να μπορέσουν να αποκτήσουν ανάλογα βιώματα. Είναι ωραίο μεγαλώνοντας να βλέπουν κήπους, δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια και από κάποιο παράθυρο ή μπαλκόνι να βγαίνουν οι κυράδες για να πιάσουν την κουβέντα με τη γειτόνισσα και τα παιδιά να ξεχύνονται και να παίζουν στις γειτονιές. Αυτό δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα αρκεί να το προσπαθήσουμε!
Κλείνοντας, ως ένδειξη σεβασμού και εκτίμησης στην αγαπητή Λία, παραθέτω κάποιους στίχους του Καβάφη για τις ωραίες και συγκινητικές στιγμές που μου πρόσφερε μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου της:
«Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο,
πρέπει νάσαι περήφανος
και ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες λίγο δεν είναι,
τόσο που έκαμες μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο
απέχει».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!