Ζυμωμένη με τη ζωή μας η κατσαρόλα. Κάθε σπίτι και τζάκι. Κάθε τζάκι και κατσαρόλα. Εκεί στη φωτιά, ακουμπισμένη πάνω στην τρίποδη πυροστιά. Από κάτω λιανόξυλα να καίουν και να τρίζουν κι αυτή πότε να μουρμουρίζει γλυκά και πότε να κοχλάζει, αγανακτισμένη, λες και μάλωνε με το φαγητό που αργούσε να γίνει και πότε να σκορπάει και να γεμίζει το σπιτικό γαργαλιστικές μυρωδιές που ανοίγουν την όρεξη και κάνουν τα στομάχια να γουργουρίζουν. Λιανά τα ξύλα, όμως, καίγονταν γρήγορα και κάποιος έπρεπε να προσέχει τη φωτιά και να την ταΐζει. Να τη συμπάει και να τη συδαυλίζει, όπως λέγαμε. Έγνοια κι αυτή της μάνας, που κάθε τόσο ρωτούσε τη θυγατέρα της:
— Ε, μωρή, τη σύμπ’σες τ’ φωτιά;
Κι εκείνη απαντούσε:
— Αμ κάνω και τίποτ’ άλλο μωρ’ μάνα;
Μόλις μπαίναμε στο σπίτι, το μάτι μας, σαν να το τραβούσε μαγνήτης, σημάδευε το τζάκι. Κι όταν βλέπαμε στημένη κατσαρόλα, νιώθαμε μέσα μας μια γλυκιά αγαλλίαση να μας πλημμυρίζει. Βλέπεις στα χωριά μας εκείνο τον καιρό, παλιωμένο σήμερα, τον περισσότερο χρόνο οι δουλειές, άσωτες, περνούσαν όλες απ’ τα χέρια και δεν έλειπαν ολοχρονίς. Κι όλη η οικογένεια βρισκόταν ολημερίς στα χωράφια. Στο χωριό έβλεπες μόνο παππούδες και γιαγιάδες, ταλαιπωρημένες και βασανισμένες ψυχές, να κρατούν το σπίτι ανοιχτό και να προσέχουν τους μικρούς. Έτσι όλη τη μέρα είχαμε ξεροφαγία. Ψωμί, τυρί, ελιές, κανένα αυγό και ντομάτες και σταφύλια το καλοκαίρι. Το βράδυ έμπαινε η κατσαρόλα στη φωτιά —όχι πάντοτε— με όσπρια, συνήθως, με ρύζι και μακαρόνια και πιο συχνά με τραχανά, που ήταν εύκολο, γρήγορο και φαγητό της φτώχειας. Έτσι η κατσαρόλα μας στύλωνε, μας γκάρδιωνε, μας έδινε αέρα και μας έπλαθε το κορμί και, κοντολογίς, μέρωνε το θεριό της πείνας. Ανάλογος ήταν κι ο σεβασμός κι η εκτίμησή μας σ’ αυτήν.
Την πρωτογνωρίσαμε σαν τέντζερη. Ήταν βλέπεις αξέβγαλτη ακόμα. Δεν είχε εξελιχθεί κι ήταν από φτωχό και άσημο χαλκό καμωμένη αλλά πάντοτε περήφανη. Και πώς να μην είναι, αφού τάιζε και χόρταινε ολόκληρη οικογένεια. Ήταν όμως κι απαιτητική και καλομαθημένη. Ήθελε όχι μόνο να είναι καθαρή αλλά κι από μέσα να γυαλίζει και να αστράφτει. Ήξεραν οι νοικοκυρές τις ιδιοτροπίες της και γι’ αυτό την καθαρόπλεναν και για να μην κολλάν πάνω της γάνες κάθε φορά έχριζαν την απ’ έξω επιφάνεια με ζυμωμένη στάχτη. Για το εσωτερικό τους δεν εμπιστεύονταν τις γυναίκες. Ήθελαν το μάστορά τους, τον καλαντζή. Αυτόν που περιφερόταν στα χωριά κι απ’ όλες τις πόρτες των σπιτιών και καλούσε τις νοικοκυράδες να του φέρουν τους ξεγάνωτους τεντζερέδες τους, να τους γανώσει.
Άρχιζε σαν ντελάλης μόλις έμπαινε στο χωριό:
— Ο γανωτήης! Χαλκώματα να γανώωω.
Το σω το έτρωγε. Οι νοικοκυρές είχαν έτοιμα τα χαλκώματά τους —ήταν και τα τηγάνια μέσα στα χαλκώματα— και σαν πλησίαζε, του τα έδιναν κι εκείνος τα έχωνε σ’ ένα παλιό, μαύρο τσουβάλι, που κρατούσε στον ώμο του. Ο γανωτής περνούσε με καλάι τα εσωτερικά τοιχώματα κι αυτό τα έκανε να γυαλίζουν.
Αυτό ήταν το γάνωμα, όπως συνήθιζαν να το λένε. Επενεργούσε σαν μονωτικό, που δεν άφηνε το φαγητό να έρθει σ’ επαφή με το χαλκό, που προκαλούσε οξεία δηλητηρίαση κι ήταν συχνά τέτοια κρούσματα από αμέλεια των γυναικών που ξεχνούσαν το γανωτή.
Γεμάτοι αναμνήσεις απ’ τα παιδικά μας χρόνια, που στρωμένοι γύρω από τη μεγάλη γωνία, μαζί με τη φωτιά, έφτανε, κενωμένο στα πιάτα, το φαΐ απ’ τον τέντζερη, με τον παππού στην ψηλή κορφή κι ακολουθούσε το χλιαροχτύπημα, όπως το λέγαμε, μέχρι να γυαλίσει το πιάτο. Σαν τέλειωνε το φαγητό, ο παππούς, αν ήταν στα καλά του, όλο και κάποιο παραμύθι θ’ αρχινούσε για χάρη των εγγονιών του ή θα σήμαινε σιωπητήριο για τους μικρούς, ενώ οι μεγάλοι θα έβγαζαν το πρόγραμμα για τη μέρα που θα ξημέρωνε. Πού και πού έπαιρνε θέση στο τραπέζι κάποιος ονομαστός παραμυθάς και μικροί-μεγάλοι τέντωναν τ’ αυτιά τους να μη χάσουν λέξη από το στόμα του. Αξέχαστες βραδιές που γέμιζαν τη ζωή μας…
Πέρασαν τα χρόνια, άλλαξαν οι καιροί, ήρθε η εξέλιξη. Εμείς, οι συνήθειές μας, ο περίγυρός μας, τα σύνεργά μας, αλλάξαμε μορφή. Από αυτή τη μεταμόρφωση παρασύρθηκε και ο τέντζερης. Τώρα έγινε κατσαρόλα, που άλλαξε και ένδυμα. Γδύθηκε το χαλκό και έγινε αλουμινένια. Άλλαξε ακόμα και τη φωτιά, με τα ξύλα και τα κάρβουνα. Έχασε κι η πυροστιά τον αχώριστο σύντροφό της κι έμεινε απαρηγόρητη. Τώρα η κατσαρόλα κάθισε πάνω στο μάτι της πετρελαιοφάγας γκαζιέρας, με την ορμητική, φλύαρη, και στρογγυλεμένη φλόγα, που κολλάει συνέχεια πάνω της και την αναγκάζει να φτιάχνει πιο γρήγορα το φαγητό. Δεν μπόρεσαν όμως να συγκάμουν για πολύ. Τη χόρτασε, τη βαρέθηκε ή άλλοι αποφάσισαν για λόγου της; Μάλλον φαίνεται πως η εξέλιξη δεν έκαμε στάση να ξεκουραστεί. Συνέχισε ακούραστα να κάνει τις μεταμορφώσεις της. Αυτή τη φορά παρουσίασε κι ένα ευρύχωρο έπιπλο που υπακούει σε κουμπιά, με την ίδια ευκολία βράζει και ψήνει, με τέσσερες εστίες βρασμού. Ο ηλεκτρισμός την ενεργοποιεί και έχει και σκαλοπάτια που μειώνουν και αυξάνουν τη δύναμη της καύσης. Επιπλέον δεν βγάζει καπνούς και ο χώρος διατηρείται καθαρός. Σ’ αυτήν ακούμπησε τώρα η κατσαρόλα, σε μικρά ή μεγάλα μεγέθη, που τα υποδέχονται τα αντίστοιχα μάτια της. Τώρα πολλές κατσαρόλες βράζουν η μια πλάι στην άλλη, αφαιρούν κούραση απ’ τη νοικοκυρά, συντομεύουν το χρόνο και τη βγάζουν ασπροπρόσωπη. Στην κουζίνα την έβαλαν και κουζίνα την είπαν, με πολλά σχέδια και ποιότητες, από απλές να φτάνουν μέχρι την πολυτέλεια, για όλα τα κοινωνικά σκαλοπάτια. Εκεί πάνω της η κατσαρόλα, που γυαλίστηκε κι αυτή κι ομόρφυνε, ετοιμάζει το φαγητό και δεν αλλάζει θέση μέχρι ν’ αδειάσει. Της έδωσαν κι ένα καινούριο όνομα. την είπαν χύτρα. Αυτή όμως δεν κολακεύτηκε, σαν τις ξιπασμένες κυράδες, που ρουφούν σαν σφουγγάρι όποια κολακεία τους σερβίρουν.
Η κατσαρόλα είναι το μόνο αγγείο που δε λείπει από κανένα σπίτι, φτωχικό ή αρχοντικό. Έχει τόσο δεθεί με τον άνθρωπο, που δεν περνά ούτε μια μέρα που να μη γίνει λόγος γι’ αυτήν.
— Τι θα βάλουμε αύριο στην κατσαρόλα; ρωτάει η γυναίκα τον άντρα της το βράδυ.
Κι ο άντρας:
—Ξέρεις εσύ, βρε γυναίκα. Τι τη θες τη δική μου γνώμη;
Στερεότυπη η απάντηση.
Μικροί και μεγάλοι, γυρίζοντας στο σπίτι, ρωτάν τη νοικοκυρά:
— Τι έχει σήμερα η κατσαρόλα μας;
Κάποτε γελάν και τα μουστάκια του άντρα, όταν κάποια γαργαλιστική μυρωδιά βγαίνει απ’ την κατσαρόλα και σπάει τη μύτη του.
Κάποτε η κατσαρόλα μένει άδεια κι όλοι στο σπίτι κρεμούν τα μούτρα τους.
— Τι θέλετε να σας κάνω! Τόσες δουλειές έκαμα σήμερα κι άλλες τόσες τις άφησα μισές. Δε θα μείνουμε δα και νηστικοί. Θ’ ανοίξουμε καμιά κονσέρβα, θα φτιάξουμε και καμιά σαλάτα, έχουμε και τυρί, δεν μας λείπει κι η όρεξη κι όλα καλά θα πάνε. Δόξες να ’χει ο Κύριος και να τον παρακαλάμε να μη μας λείψει ποτέ το ψωμί.
Μ’ αυτά τα λόγια η νοικοκυρά έβαζε τα πράματα στη θέση τους κι όλους τους αποστόμωνε. Καμιά φορά η πολυάσχολη νοικοκυρά ξεχνούσε να ανακατέψει και να ρίξει νερό στην κατσαρόλα, μέχρι κάποια οσμή την αναστάτωνε.
— Πω, πω! Τι έπαθα η έρμη! ξεφώνιζε χτυπώντας τις παλάμες της κι έτρεχε στην κατσαρόλα.
Αν το τσίκνισμα δεν είχε προχωρήσει πολύ, η νοικοκυρά ήξερε τον τρόπο να διορθώσει το κακό. Αν όχι, το άλλαζε με κάποιο βραστερό φαγητό. Όμως, κάποια αποφορά έμενε, που δεν μπορούσε να περάσει πάντοτε απαρατήρητη από τον άντρα και τότε σταματούσε το μάσημα και στραβοκοίταζε τη γυναίκα:
— Ωρέ γυναίκα, σάμπως να πικρίζει τούτο το φαΐ. Τι τρέχει; ρώταγε απορημένος.
Τότε η γυναίκα περνούσε στην επίθεση:
— Τι πικρίζει και μάραθα μου λες. Φαΐ είναι και πότε θα ’ναι γλυκό, πότε αρμυρό, πότε θα πικρίζει και πότε θα ξινίζει. Κι άμα καπνίζεις, η πίκρα του καπνού δεν αφήνει τη γεύση να ξεκαθαρίσει. Φάε τώρα και σώπασε.
Έτσι έβγαινε κι από πάνω.
Κάποιες άλλες φορές ο άντρας έβρισκε το τσικνισμένο φαγητό πιο νόστιμο και τότε, ολόχαρος, αμόλαγε τα γλυκόλογα στην κυρά του:
— Μπράβο, ωρέ γυναίκα και γεια στα χέρια σου που έφτιαξαν τούτο το τόσο νόστιμο φαΐ. Πώς τα κατάφερες;
Εκείνη, μαζεμένη και νιώθοντας ενοχές μέσα της:
— Άντρα, μου φαίνεται πως πεινάς πολύ σήμερα κι είναι η όρεξή σου που νοστιμίζει το φαγητό, ψιθύριζε χωρίς να σηκώσει τα μάτια της και νιώθοντας βαθιά ανακούφιση μέσα της.
Η κατσαρόλα είχε καθαριστεί σχολαστικά και δεν μπορούσε να μιλήσει. Άλλωστε ό,τι είχε να πει το έλεγε μόνο στην κυρά της που κάθε μέρα της έδειχνε την αγάπη της.
Αλλά η κατσαρόλα δεν μαγείρευε μόνο. Είχε και αισθήματα! Άμα έμενε πολύ καιρό αδειανή ένιωθε πως κάτι άσχημο συμβαίνει στα νοικοκυριά και κάποιοι άλλοι έφταιγαν, γι’ αυτό. Έτσι, κατέβαινε στους δρόμους μαζί με τα αφεντικά της κι έβαζε τα κουτάλια να την κρούσουν για να ενωθεί ο ήχος με τις φωνές του κόσμου, που, ορισμένοι, διαμαρτύρονταν στους κακοκυβερνήτες και στους κλέφτες και άρπαγες της εξουσίας, για το χάλι που τους έφεραν, μαζί με τη στέρηση της ελευθερίας και τα άλλα κακά που τους προξένησαν και ζητούσαν δικαίωση κι αυτή να ξαναγεμίσει.
Ως εδώ μέλι και γάλα τα είχε ο άνθρωπος με την κατσαρόλα. Σχέση αγάπης και έρωτα από τότε που στάθηκε όρθιος. Όμως ο διάβολος με τα πολλά του πόδια ήρθε κι εδώ κι έβαλε την ουρά του. Έτσι τα πράματα πήραν άλλη τροπή. Κάποια αρρωστημένα μυαλά, παιδιά και πρωτοξάδερφά του, την έκαμαν διαβολικό σύνεργο για τα «ανδραγαθήματά» τους, για να σπείρουν το θάνατο και την καταστροφή και να γεμίσουν τον τόπο με πληγές. Αυτοί οι εωσφορικοί άνθρωποι, διάλεξαν την κατσαρόλα για να κλείσουν μέσα της τα καταστροφικά και θανατηφόρα όργανα, λες και δεν υπήρχαν κουτιά ή σακούλες γι’ αυτή τη δουλειά. Αυτό το ειρηνικό και φιλάνθρωπο σκεύος, που δουλεύει ασίγαστα για να ικανοποιεί βασικές και οργανικές ανάγκες όλου του κόσμου προτίμησαν. Λες να το ’καναν για να μην υποψιάζει κανένα η παρουσία του έστω και σε χώρους ασυνήθιστους; Άντε τώρα, σπάσε το κεφάλι σου για να βρεις την εξήγηση. Το κακό όμως έγινε και όχι μόνο μια φορά. Μεγάλες καταστροφές έγιναν κι ο κόσμος φοβήθηκε, τρόμαξε και έγινε αλλόφρονας. Η κατσαρόλα διασύρθηκε κι έχασε την καλή της φήμη, την αίγλη της κι έβγαλε κακό όνομα. Ο κόσμος λέει: «Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Πόσο της κακοφάνηκε! Όποιος τώρα δει πεταμένη κατσαρόλα το βάζει στα πόδια και φτύνει τον κόρφο του. Σκέψου να πας να ανοίξεις κατσαρόλα κι από μέσα, αντί για φαγητό, να ξεπηδήσει ο θάνατος! Είναι να τρελαίνεται κανείς με τέτοιες σκέψεις.
Πάντως η κατσαρόλα εξακολουθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες της στον άνθρωπο με τον ίδιο πάντα τρόπο, με την ίδια προθυμία. Και δεν την έχει μόνο ανάγκη αλλά είναι και εξαρτημένος από αυτήν ο άνθρωπος. Μπόρα είναι και θα περάσει. Αργά ή γρήγορα οι εωσφόροι θα εκλείψουν και η κατσαρόλα θα ανακτήσει την καλή της φήμη, που δεν την χρειάζεται κιόλας αφού στιγμή δεν έπαψε ν’ αγαπάει τον άνθρωπο κι αυτός να της δείχνει την αδυναμία του.
ΠΑΝΟΣ Δ. ΛΑΖΑΡΟΠΟΥΛΟΣ