Γράφει ο ΠΑΝΟΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ — Συγγραφέας
(Από τα ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΕΩΡΑ του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΤΑΓΕΑ)
Κώσταινά μου, όπως βρήκες! Όχι όπως ήξερες. Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη! Έλεγε η Λυκούργαινα στη γειτόνισσά της, που κράταγε τις συνήθειες του τόπου της. Και ανεβοκατέβαινε τις πέτρινες σκάλες για την αποθήκη του θόλου. Πότε για βούτυρο κι αλεύρι, πότε για μυτξήθρα, καρύδια και μέλι. Οι δίπλες, οι πέτουλες, τα χριστόψωμα και τα λαγνοψώματα, έπρεπε να γίνουν την παραμονή. Και όλα τα πασμαγούδια και οι λιχουδιές. «Σερνικά παιδιά ’χω. Κι άλλα θάρθουν να μου τα ειπούν. Πρέπει να τα φιλέψω». Σιγομουρμούραε ανασκουμπωμένη.
— Το καράβι θέλει σαβούρα Λυκούργαινα! Με φτούνα δε χορταίνει η κοιλιά. Της απαντούσε μ’ ένα μυστηριώδικο χαμόγελο — εκείνη, πούχε τόσα στόματα να χορτάσει. Και ετοίμαζε τ’ αγριοσέλινα για το χοιρινό της. Με αυτοπεποίθηση, σιγουριά και υπεροψία, για την τέχνη του Χριστουγεννιάτικου σοφρά. Χοιρινό αυγολέιμονο και αχνιστά χριστόψωμα!
Στα Μπαρκέικα, η γριά Πηνέλω, με την ολοκάθαρη αλλαξιά της, που μύριζε σαπούνι χωριάτικο, ζύμωνε τα χριστόψωμα. Με γλυκάνισο, σταφίδες, καρύδια, σουσάμι και μέλι.
Άφταστη στην τέχνη της χριοτοκουλούρας, με τα παράξενα κεντίδια και τα όμορφα παναγιάρια. Αλλά και σ’όλα τα σπίτια και τις γειτονιές, οι νοικοκυρές, αληθινές μελισσούλες, πάσχιζαν νάχουν και του πουλιού το γάλα, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Στα στενά σοκάκια, από Κοσμέικα μέχρι τα μαγαζιά, πηγαινορχότανε ο Γουδέλης —καλή του ώρα— τσοπάνης απλοϊκός και καλόκαρδος. Έτριβε και χουχούλαγε τα χέρια του, καθώς αγνάντευε τον ουρανό μολύβι περιχυτό, κλειστό σαν κύκλο, τον ορίζοντα, τα στοιχειά της φύσης να λυσσομανάνε στις κορφές και τις βελανιδιές και τα σφεντάμια να λυγάνε και να
τρίζουν. Λογάριαζε τα ζωντανά του και μονολογούσε.
— Φτούσου παλιόκαιρε! Τρία κακά ’ναι στο ντουνιά. Ο βοριάς, η παγωνιά και η φτώχια!
Από τα «Καφέικα», το ξεροβόρι μαζί με τις χοντρές στάλες και τις μυρουδιές των φούρνων, έφερνε και μια στριγγλιάρικη γυναικεία φωνή, που χούγιαζε κι αναθεμάτιζε στο μισοσκόταδο.
— Μαζωχτά πεντερμά σου! Με χανταβούλιασες! Και να συχωράς, που ταχιά θα ματαλάβω. Μεθαύριο τα λέμε!
Σε λίγο, η νύχτα άγρια και σκοτεινή, έκλεισε τον κόσμο στις γωνιές του. Και μόνο το Δημομήτσο —που απ’το πρωί με το αμερικάνικο κλαρίνο του, έψαλλε το «Καλήν ημέραν άρχοντες…», πούλησε και τα μαρουλάκια πούφερε απ’τα Λιναράκια —δε σπίτωσε ακόμα το ξεροβόρι. Γύριζε ρούγες και στενοσόκακα μισοτραγουδώντας.
— Χριστιανοιοιοί!!! με το δεύτερο λάλημα του κόκκορα, όλοι στην Εκκλησία μας. Και τα φανάρια στα κεφαλόσκαλα!
Και πράγματι, στην ώρα οι χωριανοί στην Εκκλησιά τους και τα φαναράκια στη θέση τους. Παλιά συνήθεια στα νυχτερινά λαμπρογιόρτια. Το χωριό έρημο, παραδόθηκε στη σιωπή του.
Στα σφυρίγματα του μανιασμένου βοριά, μόνον μερικά αλυχτίσματα σκυλιών και ο απαλός ήχος των κουδουνιών από τα πρόβατα, που αναχάραζαν, έδιναν την αίσθηση της ζωής.
Την ίδια ώρα, μέσα στην ολόφωτη Εκκλησιά, ένας απλοϊκός κόσμος, με τις χάρες και τα βίτσια του, καλοδεχόταν το νιογέννητο βρέφος. Στα βορεινά στασίδια οι γέροντες. Δεξιά οι μεσήλικες. Και πίσω – πίσω οι γυναίκες και τα παιδιά. Φρεσκοπλυμένοι στα γιορτινά τους. Σιωπηλοί με καρφωμένα μάτια και αυτιά, στον παπά και τους ψάλτες. Σα να περίμεναν κάτι το ξεχωριστό. Το ιδιαίτερο! Και να το «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, που εγενήθη ο Χριστός…» θρυμμάτισε την αταραξία και γέμισε τις καρδιές ευφροσύνη κι ενθουσιασμό.
Τη μελωδική φωνή του γερο-παπά, ακολούθησαν κι άλλες, μικρών και μεγάλων, που άστραφταν κι έλαμπαν οι μορφές τους. Στο «Ακολουθήσωμεν, λοιπόν, ένθα οδεύει ο αστήρ», ο Αρίφαγας κι ο Κουτομάγιας βιάστηκαν. Μα η αετίσια ματιά του παπά τούς καθήλωσε, κι έτσι, χαμηλόφωνα, έφτασαν ως το «Βηθλεέμ της Ιουδαίας».
Στο μεταξύ ο Σπυρολιάς, ο Αριστείδης, ο Βεργογιάννης, άναβαν λαμπάδες στα μανάλια και ο Χρονάς τάιζε το θυμιατό με μοσχολίβανο.
Η Εκκλησία φωτίσθηκε περισσότερο και μοσχοβόλησε. Στο ψαλτήρι ο Νικήτας, σήκωσε έναν τόνο τη φωνή του και μόλις, οι ευφρόσυνες ωδές «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε…» και «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον…» βγήκαν γλυκόηχες,
σαν απόκοσμες, μια ιλαρότητα σκορπίστηκε, σ’όλες τις μορφές των ξωμάχων.
Ως κι ο Κώστας με τα άγρια φρεσκολουσμένα μαλλιά του, κοίταξε γλυκά στα μάτια το Θοδωράκη. Η Διαμάντω τη Γιαννούλα. Ο Σπύρος τον Καπάτσο και η Ελένη τη Δημήτρω. Ηταν το πρώτο αόρατο δόσιμο των χεριών, «η αλληλοσυγχώρεση».
Πότε έφτασε η κονταυγή, κανείς δεν κατάλαβε. Οι ύμνοι, το φως, η ζεστασιά, το λιβάνι και το γλυκοχάραμα, σκόρπισαν μια γλυκιά θαλπωρή κι όλα τα πρόσωπα φαίνονταν χαμογελαστά κι άκακα, σαν παιδικά. Το κοινωνικό «Λύτρωσιν απέστειλε Κύριος τω λαώ αυτού» σχεδόν αποκοίμησε τους μικρούς και το γερο-Λυκούργο. Τους συνέφερε ο δίσκος με τα κέρματα, που δημιούργησε μια αναστάτωση. Και, όταν ακούστηκε από την ωραία πύλη το «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε», άλλαξε η ατμόσφαιρα. Χειραψίες, χειροφιλήματα και φιλιώματα!
— Κατερίνη συχωρεμένη!
— Άιντε και καλή Πρωτοχρονιά!
— Να χαίρεσαι τη φαμελιά σου Νίκο!
— Φχαριστώ, καλή Πρωτοχρονιά Τιμόθεε!
— Να συχωρεθούμε Διαμάντω!
— Συχωρεμένη
— Βούλα βουλωμένη!
Αυτές κι άλλες τέτοιες ευχές, ώσπου «ματάλαβε» κι ο τελευταίος με σειρά και τάξη.
Εξόν, από το Φουσιάνη και το Βεργογιάννη, που βιάζονταν να φύγουν ν’ανοίξουν τα μαγαζιά τους. Να περάσουν οι χωριανοί μετά το σχόλασμα, να κεράσουν και να κεραστούνε. Να ειπούνε πάλι «χρόνια πολλά και καλή Πρωτοχρονιά».
Δικά μας Ελληνικά Χριστούγεννα, στα χωριά μας, που σήμερα σβήνουν και οι τελευταίες ανταύγειες, μιας παλιάς, ανυπόκριτης και άδολης, αδελφοσύνης και φιλοξενίας.
(Εφημερίδα ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ / 23-12-2011)
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!